Σήμερα ο Βαγγέλης έστειλε ένα τριαντάφυλλο στο Μαράκι και της είπε χρόνια πολλά για τη μέρα της γυναίκας, γελώντας σαρκαστικά. Ο Βαγγέλης δεν παίρνει ούτε τη μέρα της γυναίκας ούτε το Μαράκι, στα σοβαρά.
Αφού το Μαράκι ασχολείται με νύχια και με ζώδια, και δεν την νοιάζουν τα πολιτικά. Τι να συζητήσει μαζί της, είναι ακόμα μια χαζή ξανθιά, αλλά έχει ωραίο κορμί, γι’ αυτό και το τριαντάφυλλο, για να την καλοπιάσει για μετά. Άραγε θα του στείλει τη φωτό που της ζήτησε, «έλα βρε μωρό, δεν θέλω αναστολές, άμα είσαι ψυχρή θα βαρεθώ και θα πάω παρακάτω, εσύ θα φταις, στο λέω καθαρά».
Ο Βαγγέλης δεν παίρνει το Μαράκι στα σοβαρά. Το Μαράκι που κανείς στην οικογένειά του δεν περίμενε από κείνη και πολλά, περίμεναν μόνο να είναι σεμνή και ταπεινή, μέχρι να βρει ένα καλό παιδί να παντρευτεί. Να παντρευτεί και να κοιτάζει το σπίτι της και τα παιδιά της, να πλένει, να μαγειρεύει, να φροντίζει, σαν καλή σύζυγος και μάνα, πάντα πιστή, πάντα εκεί. Όπως η μάνα η δική της, η γιαγιά και η προγιαγιά, η ατέλειωτη αλυσίδα γυναικών που τη γέννησαν, που αόρατη κλωστή, πάντα την ακολουθεί.
Ούτε το ίδιο το Μαράκι περίμενε να δει τον εαυτό του να επαναστατεί. Να πατάει πόδι για να σπουδάσει ονυχοπλαστική, να αψηφά τον πατέρα του που χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, να φεύγει από το σπίτι, να δουλεύει σε καφετέρια για να μπορέσει να τελειώσει τη σχολή.
Σε καφετέρια που κάθε πελάτης θεωρούσε ότι είναι εκεί σκλάβα να τον υπηρετεί, το Μαράκι που το αφεντικό δεν την πλήρωνε υπερωρίες και την έλεγε άχρηστη και «κοίτα να φοράς μίνι αλλιώς θα φύγεις, μόνο γι’ αυτό είσαι καλή», το Μαράκι που του άπλωναν χέρι κι όταν διαμαρτυρόταν της έλεγαν πώς κάνεις έτσι, μην είσαι υστερική.
Το Μαράκι που πέρυσι ερωτεύτηκε κάποιον που έμοιαζε καλό παιδί αλλά μια νύχτα του είπε όχι χωρίς να εισακουστεί, και σε ποιον να τολμήσει να το πει, έτρεμε απ’ την ενοχή και την ντροπή. Καλύτερη η σιωπή. Το Μαράκι που έμεινε έγκυος και έκανε έκτρωση κρυφή, ούτε η μάνα της δεν θα τη στήριζε, η μητρότητα είναι ιερή. Εκείνη έφταιγε για όλα, ο άντρας δεν φταίει ποτέ, εκείνη έπρεπε να προσέχει πιο πολύ.
Αλλά ο Βαγγέλης δεν την παίρνει στα σοβαρά, γιατί αυτή στο προφίλ της γράφει «Καρκινάκι», ενώ εκείνος «επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς». Εν τω μεταξύ, το ότι η ομάδα του δεν πήρε πρωτάθλημα, ίσως είναι το χειρότερο πράγμα που στον Βαγγέλη έχει συμβεί.
Το Μαράκι που ασχολείται με νύχια και με ζώδια, αλλά και πολλά άλλα που κανείς δεν ξέρει, γιατί κανείς δεν θέλει να μάθει, κι εκείνη έχει πια κουραστεί. Το να προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι είναι παραπάνω απ’ αυτό που νομίζουν, είναι δουλειά σκληρή.
Ναι, ασχολείται με νύχια κι όχι με πολιτικά, γιατί αυτό αντέχει, γιατί αγωνίζεται όλη της τη ζωή. Δεν ασχολείται με πολιτικά αλλά πολιτικό είναι ό,τι κάνει κι ό,τι είναι, ακόμα κι αν δεν το ξέρει, και η πραγματικότητα αυτή, η αθέατη, η καθημερινή, της ρουφάει όλη την ψυχή.
~Μαρία, ακόμα κι αν εσύ δεν δηλώνεις φεμινίστρια και η λέξη σου φαίνεται αστεία, παρωχημένη και υπερβολική, δεν πειράζει. Ξέρω, η συνειδητοποίηση αργεί. Ως τότε, θα είμαστε εμείς εκεί.
Επειδή ίσως χρειάζεται να ξαναειπωθεί, θέλω να ξέρεις, έχεις δικαίωμα να πεις σκέτο #metoo χωρίς ούτε μια λέξη συμπληρωματική, και σε πιστεύουμε. Έχεις δικαίωμα να πεις «ναι, κακοποιήθηκα κι εγώ» χωρίς ανάλυση ούτε περιγραφή, και σε πιστεύουμε. Έχεις δικαίωμα να πεις την ιστορία, τι συνέβη, πού και πότε, και να περιγράψεις -αν αντέχεις- τη σκηνή, και σε πιστεύουμε.
Η παρενόχληση και οι βιασμοί, που συνειδητοποιήσαμε ή όχι, γιατί ποτέ καμιά δεν έσπευσε ούτε στον εαυτό της να παραδεχτεί πως έχει βιαστεί, είναι η πραγματικότητά μας, σχεδόν καθολική, φρικτά πεζή και καθημερινή. Γι’ αυτό σε πιστεύουμε.
Δεν χρειάζεται να ονοματίσεις τον θύτη για να γίνεις πιστευτή. Σε πιστεύουμε εμείς, και ζητάμε να μας πιστέψεις κι εσύ.
Σέβομαι ό,τι έζησες, από το πιο απαίσιο και φρικτό ως το πιο μικρό, που νόμιζες κι εσύ τετριμμένο και καθημερινό. Σέβομαι το όπως κι αν εκείνη τη στιγμή αντέδρασες, σέβομαι κι δεν μπόρεσες καν να αντιδράσεις, σέβομαι κι αν δεν φώναξες, κι αν δεν πάλεψες, σέβομαι κι αν πάγωσες, σέβομαι κι αν απλώς περίμενες να τελειώσει ο εφιάλτης, σέβομαι κι αν δεν κατάλαβες καλά-καλά τι συνέβαινε, σέβομαι κι αν υπέμεινες το μαρτύριο κι ευχόσουν από μέσα σου να μην είναι αληθινό. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Έχω πάψει πια να ντρέπομαι και να νιώθω ένοχη γι’ αυτό.
Σέβομαι το σοκ, σέβομαι ότι δεν πίστευες ότι σου συνέβαινε αυτό, σέβομαι τα ανάμικτα συναισθήματα προς τα πρώην είδωλα, κι ακόμα περισσότερο την προδοσία από κάποιον που ως τότε γούσταρες, ήθελες, θαύμαζες ή αγαπούσες. Σέβομαι την αηδία προς τον ίδιο σου τον εαυτό, σέβομαι την αμφιβολία, σέβομαι την ανάγκη να πιστέψεις ότι δεν ήταν σημαντικό, σέβομαι ότι θέλησες μέσα στο μυαλό σου να το κουκουλώσεις, να το καταχωνιάσεις, σέβομαι την ανάγκη να σε προστατεύσεις, να το ξεχάσεις και να το ξεπεράσεις.
Σέβομαι τη δεύτερη και την τρίτη απογοήτευση, την ολοκληρωτική σου ακύρωση, όταν το είπες εκεί που ένιωθες εμπιστοσύνη, κι άκουσες «δεν έγινε και τίποτα», «μην το κάνεις ζήτημα», και αναγκάστηκες και πάλι την ανάμνηση να κρύψεις ενώ ματώνει, την ανάμνηση να κάνεις ότι αγνοείς, ενώ ακόμα σε τρώει από μέσα και σε πληγώνει. Σέβομαι κι ότι μπορεί να κατάφερες να μην το σκέφτεσαι καθημερινά, να κατάφερες να μην το αφήνεις τη ζωή σου να καθορίζει πια. Σέβομαι ότι μπορεί να έγινες ολόκληρος άνθρωπος ξανά.
Σέβομαι αν αυτές τις μέρες συνειδητοποίησες ότι ακόμα το τραύμα κουβαλάς, την ανάμνηση που ποτέ δεν έγινε τελείως καλά, όσος καιρός κι αν πέρασε. Ακόμα πονάς. Σέβομαι αν για χρόνια επέμενες να αγνοείς μια πληγή που δεν έκλεισε σωστά. Αλλά τώρα ήρθε η ώρα, και δεν φοβόσουν πια.
Σέβομαι ό,τι κι αν άντεξες να πεις δημόσια, όσο λίγο κι όσο πολύ, χωρίς να χρειάζεται να μου δικαιολογήσεις τον εαυτό σου σε τίποτα, γιατί ξέρω από πριν, ξέρω από μένα, ξέρω κι από εκατοντάδες άλλες, ότι δεν έφταιγες σε τίποτα εσύ.
Ξέρω ότι δεν είχες επιλογή, κι ας λένε ότι πάντα έχεις, δεν έχουν ιδέα πώς είναι να διαλέγεις από δύο, τη μικρότερη καταστροφή. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να σου πει ότι εσύ το θέλησες, αν σε βάλουν να διαλέξεις ποιο απ’ τα δύο χέρια να σου κόψουν, το αριστερό ή το δεξί. Είναι ψέμα ότι τον έλεγχο τον είχες εσύ. Είναι ψευδαίσθηση αυτών που δεν έχουν καταλάβει και δεν θέλουν. Είναι ψευδαίσθηση ότι μπορείς να παλέψεις και να νικήσεις μόνος, ενάντια στον καταπιεστή.
Σέβομαι το ότι μόνο τώρα βρήκες τη δύναμη να μιλήσεις, τώρα που κάποιες και κάποιοι με προνόμια που δεν είχες τότε εσύ, έκαναν την αρχή και έσπασαν τη σιωπή. Σέβομαι εσένα που υπήρξες θύμα όπως κι εγώ, θα σε σεβόμουν κι αν δεν το είχα ζήσει, γιατί ανθρωπιά είναι να νιώθεις πέρα απ’ αυτό που ‘χεις γνωρίσει, σε σέβομαι χωρίς «αλλά», χωρίς ερώτηση καμιά, και δεν χρειάζεται να μου πεις ποιος, πότε και γιατί.
Ούτως ή άλλως, ξέρω γιατί. Γιατί ως τώρα, αυτοί που έχουν το φταίξιμο, μπορούσαν. Αλλά τώρα αρχίζει μια νέα εποχή.
Μου έστειλε αυτό το κείμενο ένας άντρας. Έχουν γραφτεί τόσα ποστ που λένε ας έβγαινε κάποιος να πει ότι ναι, υπήρξα θύτης κι εγώ. Να λοιπόν. Αυτό το κείμενο μπορεί να σε ταράξει, προειδοποιώ. Αλλά θεωρώ ότι είναι πολύ πιο σημαντικό από ό,τι έχω να πω πλέον για το θέμα εγώ.
«Είμαι σήμερα σχεδόν 46 χρόνων, για να ξέρετε δηλαδή σε ποια γενιά ανήκω. Όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, δεν είχα διδαχθεί τίποτε σχετικά με το σεξ, το άλλο φύλο, το ποιες συμπεριφορές είναι παραβιαστικές, ούτε στο σπίτι, ούτε στο σχολείο.
Θυμάμαι τον εαυτό μου έκτη δημοτικού, όντας εντελώς παιδί ακόμα, να κυνηγάει συμμαθήτριες στο διάλειμμα και να τις χουφτώνει. Το κάναν κι άλλοι και ήταν “αστείο. Θυμάμαι που κάναμε ντου στις κοριτσίστικες τουαλέτες. Κι αυτό αστείο.
Θυμάμαι λίγο αργότερα, στα 13, που κάποιοι συμμαθητές μου κι εγώ μαζί μπαίναμε στα λεωφορεία και αγγίζαμε με τρόπο, δήθεν κατά λάθος, γυναικεία σώματα.
Θυμάμαι την ίδια εποχή που όταν βλέπαμε μια κοπέλα με μίνι, κάθε φορά μας έπεφτε ένα νόμισμα και σκύβαμε να το μαζέψουμε. Θυμάμαι που το ίδιο κάναμε και με μια καθηγήτρια που φορούσε κάπως κοντές φούστες και που είχαμε γράψει για αυτήν χυδαία στιχάκια που τραγουδούσαμε στα διαλείμματα και κάποια στιγμή, με πρωτοβουλία κάποιου που είχε επιρροή σ’ όλη την τάξη, αγόρια και κορίτσια αρχίσαμε να μαζεύουμε υπογραφές να φύγει διότι “ντυνόταν άσεμνα”. Δεν φτάνει που την παίρναμε μάτι, το παίζαμε και στυλοβάτες της ηθικής.
Θυμάμαι που λίγο αργότερα στα 15, και δεν ήμουν ο μόνος, όταν μου άρεσε κάποια, την ακολουθούσα για αρκετή ώρα είτε για να τη χαζεύω, είτε με τη σκέψη ότι μπορεί να έβρισκα το θάρρος να της μιλήσω.
Θυμάμαι που στα 16 άρχισα εγώ και κάποιοι άλλοι να επισκεπτόμαστε οίκους ανοχής, για μπουρδελοτσαρκα όπως λέγαμε, και κάποιοι να πηγαίνουμε με εργαζόμενες κοπέλες χωρίς καν να αναρωτηθούμε μέχρι τότε σε τι συνθήκες δούλευαν τα κορίτσια αυτά, μετανάστριες από ανατολικές χώρες, έμαθα αργότερα ότι το ενενήντα τοις εκατό δούλευαν καταναγκαστικά, έπαιρναν κάποιες μέχρι και 100 πελάτες τη βάρδια, έβγαζαν εκατομμύρια και τις πληρώνανε με πέντε ευρώ και δύο πιτόγυρα.
Εντωμεταξύ, από τα δεκαοχτώ μου είχα αρχίσει να έχω σχέσεις και εμπειρίες και με άλλες κοπέλες, που ας πούμε τους άρεσα. Το σεξ τότε συχνά δεν ήταν εύκολο: λέγανε όχι οι περισσότερες όταν πλησίαζες σ’ αυτό, κι ήτανε υποτίθεται μέρος του παιχνιδιού για να μην φανούνε εύκολες. Το λέγανε, δεν το πολυλάμβανες υπόψη και τελικά ενέδιδαν κι όλα καλά.
Μου ‘τυχε όμως και μια φορά που όταν προχώρησα, κατάλαβα ότι αυτό το όχι που είπε εκείνο το κορίτσι πραγματικά το εννοούσε, οπότε, κι ας μην το ήθελα, την είχα στην πραγματικότητα βιάσει.
Την ίδια εποχή, γνωστοί μου, καλά παιδιά κι άξια παλληκάρια, ποτίζανε με αλκοόλ κοπέλες στα ραντεβού, θυμάμαι ιστορία που κάποια πήγε σπίτι της με γνωστό, την πήρε ο ύπνος, έπεσε αναίσθητη ουσιαστικά, κι αυτός έκανε τη δουλειά του κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα ενώ αυτή ακόμα ήταν σε λήθαργο. Θυμάμαι άλλον που μαζί με άλλους τέσσερις κάνανε σεξ [βίασαν] ο ένας μετά τον άλλον σε ημι-αναίσθητη Αγγλίδα.
Δεν χρειάζεται να πω καν ότι ντρέπομαι για όσα έκανα εκείνη την εποχή, όσα αναφέρω παραπάνω, που δεν είναι και λίγα.
Σας βεβαιώνω ότι ήμουνα πολύ ευαίσθητο άτομο, όπως είμαι και σήμερα, μεγαλωμένος ως καλό παιδί, με τρόπους, με λογοτεχνία, καλά ιδανικά και το μόνο που μ’ ενδιέφερε τότε ήταν η αγάπη. Φερόμουν σκατένια όμως γιατί δεν είχα ιδέα από συμπεριφορά απέναντι στο άλλο φύλο, κι όχι μόνο κανείς δεν με έμαθε να κάνω κάτι καλύτερο αλλά και η κοινωνία ενθάρρυνε τέτοιες συμπεριφορές. Μέχρι να συνειδητοποιήσω, να καταλάβω, χρειάστηκε χρόνος.
Την ίδια εποχή, επειδή ήμουν ένα παιδάκι που μικρόδειχνε, με πολύ ντελικάτα χαρακτηριστικά, είχα δεχθεί ο ίδιος παρά πολλές σεξουαλικές παρενοχλήσεις από άντρες, μέχρι και μια απόπειρα βιασμού. Δεν ψάχνω δικαιολογίες αλλά μεγαλώσαμε σ’ ένα αρρωστημένο πατριαρχικό περιβάλλον και τουλάχιστον μέχρι και τη γενιά τη δική μου, πιστεύω βαθύτατα πως αν δεν ισχύει το “όλοι οι άντρες”, ισχύει το “σχεδόν όλοι οι άντρες”. Η διαφορά είναι ότι στην πορεία κάποιοι λίγοι, όπως εγώ, κατάλαβαν και άλλαξαν. Οι περισσότεροι όμως συνέχισαν, δεν είχαν τα εφόδια και την ενσυναίσθηση να κατανοήσουν, ούτε θέλαν να εγκαταλείψουν τα προνόμιά τους. Ακόμα κι όταν είχανε 100 τοις 100 συναινετικές σχέσεις, κατέληξαν άθλιοι εραστές, σύντροφοι, σύζυγοι, και τελικά άθλιοι γονείς.
Όταν ακούω ότι το #metoo υπερβάλλει, απλά γελάω.
Θέλω να προλάβω να ζήσω σ’ έναν κόσμο που θα ‘χει θάψει βαθιά στο παρελθόν εποχές σαν αυτή που μεγάλωσα, σπαρακτικά κακοποιητικές για τις γυναίκες, σπαρακτικά όχι τόσο για την οξύτητα του δράματος, αλλά για το αντίθετο: όλα γίνονταν με σχετικά λίγο δράμα, όλη η κακοποίηση ήταν τόσο κανονικοποιημένη, που γινότανε σιωπηλά και αθόρυβα, συνήθως χωρίς μισό ουρλιαχτό, χωρίς μισή κραυγή.»
Η δική μου σημείωση:
Πολλές γυναίκες μπορεί να ταράχτηκαν και να θύμωσαν με το κείμενο και με τον άνθρωπο που το έγραψε. Δικαίως. Ο λόγος που το ανέβασα δεν είναι για να κρίνουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα για τον γράφοντα, ούτε βέβαια για να τον συγχωρήσουμε. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Ο λόγος είναι για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κουλτούρα του βιασμού.
Το ποστ δεν είναι για τις γυναίκες. Είναι για τους άντρες. Για τους άντρες που θα δουν μπροστά στα μάτια τους σκηνές τόσο οικείες, συμπεριφορές που κάποτε θεωρούνταν τόσο «κανονικές», που θα συνειδητοποιήσουν (ίσως αργά) ότι κι εκείνοι έχουν υπάρξει θύτες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και δεν μπορούν πια να πουν ότι το #metoo δεν τους αφορά. Τουλάχιστον στη γενιά των 40+, είναι ελάχιστοι εκείνοι που δεν είχαν ποτέ καμιά παραβιαστική συμπεριφορά. Το ποστ είναι γι’ αυτούς. Γιατί αν μια εξομολόγηση γυναίκας ότι έχει υπάρξει θύμα, λειτουργεί σαν χιονοστιβάδα, το ίδιο μπορεί να κάνει και η ομολογία ενός άντρα. Να κάνει άλλους άντρες να παραδεχτούν ότι τα ίδια έκαναν κι αυτοί.
Αυτό το ποστ δεν είναι ούτε συγχώρεση του θύτη ούτε δικαιολογία. Είναι παραδοχή ότι το πρόβλημα είναι συστημικό. Είναι η επίγνωση ότι όσο κι αν κάθε άτομο ξεχωριστά είναι πάντα υπόλογο για τις πράξεις του, όταν η κοινωνία, δηλαδή όλοι γύρω σου θεωρούν κάτι επιτρεπτό -αφού όλοι το κάνουν- τότε ακόμα κι αν το βλέπεις ότι είναι κακό, γίνεται και στο μυαλό σου αποδεκτό. -Ειδικά όταν σε συμφέρει, δεν το παραβλέπω αυτό.
Το θέμα είναι ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ο κόσμος έχει αλλάξει. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αφήσουμε να επιτραπεί ξανά. Και καλό είναι να μην μπορεί να πει κανείς πια ότι δεν ήξερε. Αρκετά.
Ακόμα κι από ανθρώπους που δεν βγαίνουν να πουν ότι οι γυναίκες φταίνε που βιάζονται γιατί προκαλούν, Ακούμε ξανά και ξανά το “ναι αλλά”. Ότι ναι, αλλά έχουν κι αυτές μερίδιο ευθύνης γιατί δεν προσέχουν και βγαίνουν με τον έναν και με τον άλλον, που είναι ριψοκίνδυνο, άρα πάνε γυρεύοντας.
Ποτέ δεν θα πω σε καμία και σε κανέναν ότι δεν χρειάζεται να προσέχει. Ότι δεν χρειάζεται να έχει επίγνωση του πού βρίσκεται, με ποιον βρίσκεται και σε τι κατάσταση, ώστε να είναι ασφαλής. Ποτέ δεν θα βάλω την ευχή του να ήταν τα πράγματα αλλιώς, πάνω από τη λογική.
Αλλά το σεξ δεν θα έπρεπε να θεωρείται επικίνδυνο. Μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, με τη σωστή σεξουαλική αγωγή και προφύλαξη, δεν είναι για να είναι επικίνδυνο.
Αλλά νομίζω ότι πολλοί το λένε έτσι για να μην πουν ότι το θεωρούν κακό, και το να το θέλουν οι γυναίκες, και μάλιστα εκτός δέσμευσης, κατακριτέο, κατάπτυστο και απαγορευτικό. Το να το θέλουν οι γυναίκες και να το κάνουν με όποιον εκείνες θέλουν, ρίχνει την αξία τους, γιατί η γυναίκα πρέπει να είναι τουλάχιστον δύσκολη, και ο υποψήφιος πρέπει να κοπιάσει για να την καταφέρει, αλλιώς εκείνη είναι φτηνή. Το σεξ από την πλευρά της γυναίκας είναι αποδεκτό μόνο ως παραχώρηση. Γιατί αυτοί που σκέφτονται έτσι, βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι το αληθινά επικίνδυνο είναι η γυναίκα να θέλει σεξ μόνο και μόνο για απόλαυση.
Για να αποφύγει τον κίνδυνο, η εκκλησία αιώνες τώρα έχει πείσει την κοινωνία ότι το σεξ είναι τρομερά σοβαρή υπόθεση, η αγνότητα η υπέρτατη αξία της γυναίκας μαζί με τη μητρότητα, και το σεξ εκτός δέσμευσης είναι δαιμονοποιημένο και θεωρείται κάτι πονηρό, βρώμικο, ντροπιαστικό, όχι για «καλά κορίτσια».
Το σεξ όμως δεν είναι αυτό. Δεν έχει κανένα λόγο να θεωρείται κάτι τέτοιο. Θα μπορούσαμε να το βλέπουμε απλά σαν μια απολαυστική δραστηριότητα παρέα με κάποιον άλλον, που το μόνο που χρειάζεται είναι να θέλουν και οι δύο και να τηρούν κάποιους βασικούς κανόνες ασφαλείας.
Και επανέρχομαι. Ξέρω ότι ενώ αυτά που λέω είναι λογικά, ακόμα δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οπότε ναι, να προσέχουμε. Όλοι να προσέχουμε.
Αλλά οι γυναίκες, σε σχέση με το σεξ, πόσο πια να προσέχουμε;
Πόσο να πρόσεχα εγώ; Που με βίασε ο ένας που έβλεπα τρεις φορές την εβδομάδα για ένα χρόνο και στο τέλος βγήκαμε; Που με βίασε ο άλλος που γνωριστήκαμε φιλικά, μετά ήμασταν μαζί για μήνες και χρόνια μετά είχαμε ακόμα σχέση φιλική και ήθελε να τον βοηθήσω για γκομενικά; Πού να το φανταστώ; Πώς να προσέξω, που θα έπρεπε απλά να φοβάμαι να συναναστραφώ με οποιονδήποτε άντρα;
Πώς να προσέξουν αυτές που τις βιάζουν οι φίλοι, τα αφεντικά, οι συμφοιτητές, τα αδέλφια, οι πατεράδες; Πόσο να προσέξουν πια; Πόσο να περιορίσουμε την ελευθερία μας; Πόσο να περιορίσουμε τις ζωές μας, να τις κάνουμε πολύ-πολύ μικρές, δουλειά-σπίτι-σπίτι-δουλειά, και μόνο με φίλες, και πάντα προσεκτικά;
Πόσο να ζούμε μέσα σε κλουβί, μην τυχόν και προκαλέσουμε τα αρσενικά; Πόσο να προσέξουμε πια ώστε να μην χρειαστεί να διδάξουμε στους άντρες ότι οι γυναίκες είμαστε ισότιμοι άνθρωποι, ότι δεν έχουν δικαίωμα πάνω στο σώμα μας, ότι δεν υπάρχουμε για να τους προσφέρουμε σεξουαλική ευχαρίστηση κι ότι έχουμε δική μας οντότητα και δικαίωμα επιλογών;
Πόσο να προσέξουμε πια ώστε η κοινωνία να αποφύγει να μάθει στα αγόρια να μην βιάζουν;
Και υπενθυμιστικό της θεωρίας του victim blaming:
To victim blaming έχει να κάνει με τη βαθύτερη ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι ασφαλής και ότι το σύμπαν και το πώς λειτουργεί είναι νομοτελειακά δίκαιο και ηθικό.
Γι’ αυτό πιστεύουμε και στο κάρμα και επιμένουμε ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο, όλα γίνονται για κάποιο λόγο κι άλλα ρομαντικά που διαβάζουμε πάνω σε φωτογραφίες με ηλιοβασιλέματα. Έχουμε την ανάγκη να τα πιστεύουμε, γιατί αλλιώς, αν συνειδητοποιήσουμε ότι τα πράγματα είναι τυχαία και τα χειρότερα μπορεί να συμβούν σε καλούς ανθρώπους οποιαδήποτε στιγμή, τότε νιώθουμε ευάλωτοι, μικροί και τρομαγμένοι.
Έχουμε υπαρξιακή ανάγκη να πιστεύουμε πως υπάρχει μια κοσμική αίσθηση δικαίου, αλλιώς δεν μπορούμε να διαχειριστούμε την πραγματικότητα. Η εύκολη λύση σε όλο αυτό είναι να πιστεύουμε ότι οι Άλλοι σε κάποιο επίπεδο αξίζουν αυτό που έπαθαν, αλλιώς δεν θα τους συνέβαινε. Είναι ανθρώπινο και είναι κατανοητό. Αλλά συγχρόνως είναι λάθος και μάλιστα πολύ επικίνδυνο.
Αν θέλουμε έναν κόσμο δίκαιο, θα πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτόν.
Σε πολλούς φαίνεται τρεντ το ότι μετά από χρόνια, εμφανίζονται ξαφνικά γυναίκες που μιλάνε για σεξουαλικές επιθέσεις, κακοποιήσεις και βιασμούς, και είναι τόσο πολλές. Δεν είναι ξαφνικό. Αυτή είναι η πραγματικότητα τού να είσαι γυναίκα.
Δεν έρχεται ξαφνικά ούτε γι’ αυτές. Δεν το θυμήθηκαν τώρα, δεν το ξέχασαν ποτέ. Τις έτρωγε από μέσα κάθε μέρα, αλλά ο φόβος τις κρατούσε βουβές. Μέχρι να έρθει η στιγμή, μετά από χρόνια πόνου και δουλειά σκληρή, να πάρουν πίσω τις ίδιες τους τις ζωές. Μέχρι να ανοίξουν το δρόμο άλλες, που τόλμησαν να θυσιάσουν καριέρες και προοπτικές, για να βγουν επιτέλους να μιλήσουν, να σπάσουν τις σιωπές. Μέχρι να νιώσουν αρκετά δυνατές.
Μην νομίζεις ούτε στιγμή ότι είναι εύκολη η απόφαση αυτή. Η παραδοχή ότι υπήρξες θύμα βιασμού, είτε σε βάζει στη θέση του φταίχτη, είτε φέρνει ανυπολόγιστη ντροπή και ανελέητη κριτική. Σου θυμίζω στην εικόνα γιατί.
Και, αγαπημένοι μου άντρες, θέλω να πω ένα πράγμα πριν το θέμα ξεχαστεί.
Η αμέσως επόμενη συνειδητοποίηση του ότι όλες οι γυναίκες έχουν να διηγηθούν μια «δυσάρεστη» ιστορία, που αν δεν το έχετε συνειδητοποιήσει, καλύτερα να μας αδειάζετε τη γωνιά, είναι ότι οι υπεύθυνοι για τις ιστορίες αυτές, δεν είναι πλάσματα μυθικά, τερατώδη, άγνωστα και μακρινά.
Είναι άνθρωποι που ξέρετε, που σέβεστε, που εμπιστεύεστε, και όταν κληθείτε να διαλέξετε πλευρά, ως τώρα, ακόμα αυτούς πιστεύετε.
Είναι οι φίλοι σας και οι γνωστοί, είναι η παρέα σας, είναι ο κάθε «αποκλείεται ρε συ, αυτός είναι πολύ καλό παιδί». Αυτή είναι η συνειδητοποίηση που θα κοστίσει, όχι ότι όλες οι γυναίκες έχουμε παρενοχληθεί ή βιαστεί.
Αυτή είναι η συνειδητοποίηση που θα ορίσει τι θα κάνεις και ποιος θα είσαι από δω και στο εξής. Και πρώτα βέβαια χρειάζεται να αναρωτηθείς, μήπως ένα από τα «καλά παιδιά», ήσουν κι εσύ.
Πριν λίγες μέρες πέτυχα τη δισεκατομμυριοστή βερσιόν του αστείου που δείχνει έναν άντρα να ρωτάει μια γυναίκα «τι έχεις;» κι εκείνη να απαντάει «τίποτα». Οι περισσότεροι εδώ γνωρίζετε ότι το αστείο αυτό είναι σεξιστικό.
Ξέρω ότι πολλούς τους ξενίζει αυτό. Τους ξενίζει γενικά το ότι ξαφνικά, πάρα πολλά αστεία με τα οποία γελούσαν μια ζωή, τώρα τα ονομάζουμε σεξιστικά και τους κράζουμε που τα λένε και τα μοιράζονται, ενώ απλώς κάνουν ό,τι έκαναν και παλιά. Πολλοί έχουν μάθει απλώς να αναγνωρίζουν ότι είναι σεξιστικό, χωρίς να είναι σίγουροι γιατί, και να το αποφεύγουν τεχνηέντως σαν ακόμα μια νάρκη στο ναρκοπέδιο της πολιτικής ορθότητας, το επικίνδυνο και τρομακτικό.
Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο να καταλάβεις γιατί κάτι είναι σεξιστικό. Νομίζεις ότι σε βρίζουν χωρίς λόγο, κι ότι ξαφνικά ο κόσμος είναι ένα μέρος ξένο, αφιλόξενο και παρανοϊκό. Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις αν δεν έχεις κάτσει να διαβάσεις ή δεν σου έχουν εξηγήσει, με υπομονή και τρόπο αναλυτικό.
Ένα αστείο δεν είναι σεξιστικό επειδή μιλάει για σεξ, ούτε επειδή έχει μέσα μια γυναίκα. Ένα αστείο είναι σεξιστικό όταν διαιωνίζει στερεότυπα της πατριαρχίας, που κάνουν σε όλους κακό.
Να το πάλι το λεξιλόγιο που παπαγαλίζουμε οι φεμινίστριες, ποιος ξέρει τι σημαίνει αυτό. Θα σου εξηγήσω εγώ.
Το -«τι έχεις;» -«τίποτα» είναι ένα στερεότυπο που διαιωνίζει την ιδέα ότι οι γυναίκες είναι γκρινιάρες και υστερικές και κρατάνε μούτρα χωρίς λόγο, και δεν μιλάνε ντόμπρα και «αντρίκεια» (το λέω επίτηδες για την αντιδιαστολή), να πουν τι τις ενοχλεί.
Αυτό το στερεότυπο βασίζεται σε μια αλήθεια, που όμως δεν είναι αυτή που νομίζουν οι άνθρωποι που αναπαράγουν το αστείο. Οι γυναίκες, εδώ και αμέτρητες γενιές, σε όλη τους τη ζωή, βλέπουν τα δικαιώματά τους να καταπατούνται, τα αιτήματά τους να αγνοούνται, τις διαμαρτυρίες τους να μην εισακούγονται, τις επιθυμίες τους να μπαίνουν πάντα σε δεύτερη και τρίτη μοίρα, και την ίδια τους τη φωνή να σιγάζεται.
Μπορεί να έχεις πετύχει τις έρευνες που έδειξαν ότι οι άντρες είχαν την εντύπωση ότι οι γυναίκες μιλούσαν όλη την ώρα, ακόμα και σε ζωντανή καταγραφή του πόσο χρόνο μιλούσαν άντρες και πόσο χρόνο γυναίκες, και οι γυναίκες μιλούσαν το 30% του χρόνου, το πολύ.
Η κοινωνία προτιμάει οι γυναίκες να σιωπούν. Μάλιστα, τις τιμωρεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όταν ακούγονται πολύ. Τις φιμώνει, είτε με απειλές είτε με χλευασμό είτε μην λαμβάνοντας υπόψη αυτά που έχουν να πουν. Γι’ αυτό έχουν προκύψει οι συμπεριφορές που δημιούργησαν το στερεότυπο του -«τι έχεις;» -«τίποτα». Οι γυναίκες δεν λένε τι τους ενοχλεί γιατί ξέρουν ότι δεν θα εισακουστούν, οπότε προτιμούν να μην βρεθούν σ’ αυτή τη θέση, γιατί τότε θα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι τις υποτιμούν. Οι συμπεριφορές αυτές είναι συνέπεια της ανισότητας, δεν είναι η αιτία. Αιτία είναι η καταπίεση και η αδικία.
Και μια και το πιάσαμε, ας δούμε ακόμα μερικά αστεία και γιατί δεν είναι αστεία, αλλά σεξισμός και πατριαρχία.
Ό,τι βασίζεται στην πεποίθηση και στην παραδοχή ότι «έτσι είναι οι γυναίκες» ή «έτσι είναι οι άντρες». Αυτή είναι τεράστια κατηγορία, περιλαμβάνει πάρα πολλά, θα δούμε μερικά στην πορεία. Αγαπημένη υποκατηγορία, οτιδήποτε έχει να κάνει με τη φύση των γυναικών σε σχέση με τη φύση των αντρών, που είναι και σεξιστικό αλλά και ανίδεο και επικίνδυνα στρεβλό.
Οποιοδήποτε αστείο λέει ότι οι γυναίκες ανήκουν στην κουζίνα. Αυτό είναι εύκολο, αλλά θα το πω. Χύθηκε αίμα για να καταφέρουν οι γυναίκες να βγουν από την κουζίνα στο δημόσιο βίο, να έχουν δικαίωμα μόρφωσης, εργασίας, ψήφου, περιουσίας, και να μην είναι για πάντα υπηρέτριες των αντρών. Ακόμα χύνεται αίμα. Τέτοια αστεία είναι το ίδιο με το να λες σε μαύρο άνθρωπο ότι ανήκει στη φυτεία. Ακόμα χύνεται αίμα.
Οτιδήποτε έχει να κάνει με επαγγέλματα ή ασχολίες που προορίζονται για γυναίκες. Πριν όχι και τόσο πολύ καιρό, οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν ούτε να πάνε σχολείο, ούτε να σπουδάσουν, ούτε καν να τρέχουν και να χοροπηδάνε μετά την παιδική ηλικία. Επιτρεπόταν να ασχολούνται μόνο με το σπίτι, σιωπηλά, να προσέχουν γέρους, να φροντίζουν αρρώστους, να γεννάνε και να μεγαλώνουν παιδιά. Δεν είναι ότι είναι φτιαγμένες για να είναι δασκάλες ή νοσοκόμες. Δεν είναι η φύση τους αυτή. Δεν τους δόθηκε ποτέ άλλη εναλλακτική.
Αστεία που λένε για χαζές ωραίες γυναίκες ή χαζές ξανθιές. Αυτά τα αστεία προσπαθούν να παγιώσουν την ιδέα ότι μια γυναίκα δεν είναι δυνατόν να είναι και έξυπνη και όμορφη. Γιατί πάντα πρέπει να έχεις πάτημα να την υποτιμήσεις και να τη χλευάσεις. Αν είναι έξυπνη, οφείλει να είναι μπάζο. Αν είναι όμορφη, να είναι χαζή. Δεν μπορεί να τα έχει και τα δύο, μην τα ισοπεδώνουμε όλα, ντροπή.
Αστεία που χλευάζουν γυναίκες γιατί είναι άσχημες ή απεριποίητες, ή υπερβολικά περιποιημένες, μακιγιαρισμένες και «πλαστικές». Άλλο ένα παράδοξο. Τα πρότυπα ομορφιάς για τις γυναίκες είναι απρόσιτα, παρόλο που η κοινωνία τις συγκρίνει και τις αξιολογεί σύμφωνα με αυτά, αλλά αν εκείνες κάνουν συνειδητή προσπάθεια να τα πλησιάσουν, τότε πάλι θα είναι αντικείμενο χλευασμού. Γιατί το ζητούμενο είναι να έχεις γεννηθεί φωτοσοπαρισμένη, φυσικά.
Αστεία που χλευάζουν χοντρές γυναίκες ή γυναίκες τρίτης ηλικίας. Υποκατηγορία της δικτατορίας της ομορφιάς, με έξτρα μνεία για τη χοντροφοβία, το πάχος και το γήρας είναι ανεπίτρεπτα ειδικά για τις γυναίκες, γιατί αν είναι χοντρές ή γριές ή τέλος πάντων μη αξιογάμητες, δεν έχουν πια καμία αξία.
Αστεία που δίνουν στις γυναίκες αξία μόνο για το σώμα τους και για συγκεκριμένα μέλη του σώματός τους, προς τέρψη ή χρήση των αντρών. Δεν χρειάζεται να το εξηγήσω αυτό, οι γυναίκες ακόμα παλεύουν να κερδίσουν το να τις αντιμετωπίζουν σαν ανθρώπους κι όχι σαν αντικείμενα, να έχουν αξία σαν ανθρώπινα πλάσματα με αυτοδιάθεση σώματος, ελεύθερη βούληση και συναισθήματα.
Αστεία που λένε ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν το σώμα τους και το σεξ για να ανέβουν επαγγελματικά. Πάρα πολλά σεξιστικά αστεία βλέπουμε πως είναι αντιφατικά, ακριβώς γιατί η πατριαρχία δεν θέλει τις γυναίκες να κερδίζουν πουθενά. Σου λέει, το μόνο που έχεις να προσφέρεις είναι σεξ, αυτή είναι η μόνη σου αξία, αλλά αν όντως το εκμεταλλευτείς, θα κατηγορηθείς και θα εξευτελιστείς. Απ’ την άλλη, αποκλείεται να άξιζες να φτάσεις εκεί που έφτασες, σίγουρα σε κάποιον έκατσες, μην το αρνείσαι, δεν θα σε πιστέψει κανείς.
Αστεία που λένε ότι οι γυναίκες είναι πονηρές, αναξιόπιστες και τσούλες. Εδώ έχουμε λίγο από θρησκευτική κατάνυξη με προπατορικό αμάρτημα, μαζί με αγνό παρθένο slut shaming. Απ’ την άλλη, αν οι γυναίκες διαμαρτυρηθούν ότι οι άντρες είναι άπιστοι, τότε έρχονται τα επιχειρήματα βιολογισμού και της φύσης των αντρών που είναι φτιαγμένοι να είναι κυνηγοί. Έτσι, σε κάθε περίπτωση η γυναίκα θα βγει χαμένη και θα υπομείνει αν όχι την τιμωρία γιατί έχει σεξουαλικότητα, τότε την τιμωρία να δέχεται αδιαμαρτύρητα την απιστία.
Αστεία που λένε ότι οι γυναίκες θέλουν γάμοεμμονικά. Ναι, η κοινωνία πιέζει τις γυναίκες να παντρευτούν και να γίνουν μανούλες, αλλά οι έρευνες δείχνουν ότι οι άντρες είναι που ωφελούνται από το γάμο, ζουν καλύτερα, υγιέστερα και για περισσότερο, ενώ οι γυναίκες είναι πιο ευτυχισμένες όταν είναι ανύπαντρες. Στην πραγματικότητα, οι άντρες θέλουν να παντρευτούν όσο οι γυναίκες, απλώς θέλουν να αισθάνονται ότι αντιστέκονται, για να έχουν την ψευδαίσθηση ότι κάνουν τη χάρη στις γυναίκες, ενώ η χάρη είναι δική τους και μεγάλη.
Αστεία που λένε ότι οι γυναίκες μετά το γάμο, γίνονται γκρινιάρες και αυταρχικές. Οι γυναίκες γίνονται γκρινιάρες όταν δεν τους δίνουν σημασία όταν μιλάνε ευθέως και σοβαρά, και γίνονται αυταρχικές όταν αναγκάζονται να αναλάβουν μόνες τους το βάρος ολόκληρης της οικογένειας, σπίτι, νοικοκυριό και παιδιά. Όταν όλα περνάνε απ’ το χέρι τους, κι αν δεν τα σκεφτούν εκείνες, τότε όλα θα πάνε στραβά. Είναι πολύ εύκολο να κοροϊδεύεις κάποιον που χρειάζεται να τα σκεφτεί όλα, ενώ ο συνέταιρος σ’ αυτή την επιχείρηση την περνάει ξέγνοιαστα και χαλαρά.
Αστεία που λένε ότι οι γυναίκες ελκύονται μόνο από άντρες που έχουν λεφτά. Αυτό είναι όντως αστείο, πάλι για άλλους λόγους. Οι άντρες αποφάσισαν ότι μόνο εκείνοι επιτρέπεται να εργάζονται και να βγάζουν λεφτά, και οι γυναίκες θα πρέπει να τους έχουν ανάγκη για να επιβιώσουν. Οι γυναίκες πάλεψαν για να έχουν το δικαίωμα να εργάζονται, πάλεψαν παρόλο που αυτό σήμαινε ότι θα είχαν τριπλή δουλειά, μαζί με το νοικοκυριό και με τα παιδιά. Πάλεψαν κι ακόμα πληρώνονται με πολύ λιγότερα λεφτά. Και τότε, οι άντρες αποφάσισαν ότι είναι απαράδεκτο οι γυναίκες να ζητούν απ’ αυτούς αυτό που εκείνοι ήθελαν να τους ζητούν, δεν είναι δίκαιο, ντροπή τους, είναι ρηχά πλάσματα και δεν εκτιμάνε τον εσωτερικό τους κόσμο.
Αστεία για όταν οι γυναίκες εκτιμάνε τον εσωτερικό κόσμο των αντρών και δεν θέλουν λεφτά. Τότε ευνουχίζουν τον άντρα, φυσικά. Εναλλακτικά, τον θέλουν γιατί έχει κοιλιακούς, και άρα εκείνες είναι ρηχές και ο άντρας που θέλουν, γκέι. Αν τα αστεία δεχτούν ότι ο εσωτερικός κόσμος είναι που μετρά, τότε οι γυναίκες είναι τρομερά απαιτητικές και θέλουν πολύ πολύπλοκα πράγματα, ενώ οι άντρες είναι απλοί άνθρωποι και δεν ζητάνε πολλά.
Αστεία που λένε ότι οι άντρες είναι απλοί άνθρωποι και δεν ζητάνε πολλά. Συγκεκριμένα, μόνο σεξ. Αυτά τα αστεία πάλι βασίζονται στο διαχωρισμό της φύσης αντρών-γυναικών και πάνε χεράκι-χεράκι με τα αστεία που λένε ότι οι γυναίκες είναι εγκεφαλικά ή συναισθηματικά πλάσματα, ενώ οι άντρες σκέφτονται φαΐ, σεξ και μπάλα.
Δεν είναι πολύπλοκα πλάσματα οι γυναίκες, απλώς η κοινωνία τους επιτρέπει να έχουν συναισθήματα. Αυτό που δεν τους αναγνωρίζει είναι η λογική και πρακτική σκέψη, που λέγαμε στην αρχή. Οι άντρες είναι τόσο πολύπλοκοι όσο είναι και οι γυναίκες, όσο κι αν δεν θέλουν να το πιστέψουν οι πολλοί.
Η ιδέα ότι οι άντρες είναι μονοδιάστατοι και αναίσθητοι, είναι πηγή μεγάλου κακού. Κατάθλιψη, αλκοολισμός, καταχρήσεις, βία, απομόνωση, φυλάκιση, αυτοκτονία, όλα σχετίζονται με το ότι οι άντρες μαθαίνουν ότι δεν επιτρέπεται να έχουν συναισθήματα, ή τουλάχιστον να τα εκφράζουν. Οι άντρες μαθαίνουν ότι το μόνο που είναι αποδεκτό να δείχνουν ως συναίσθημα, είναι καύλα και επιθετικότητα. Κι όμως, γυναίκες και άντρες θέλουν τα ίδια πράγματα. Θέλουν και ασφάλεια και τρυφερότητα και επικοινωνία, και σεξ.
Αστεία που λένε ότι οι γυναίκες δεν θέλουν σεξ και ψάχνουν δικαιολογίες για να μην κάνουν σεξ. Αυτά τα αστεία είναι κάπως ντροπιαστικά για όσους τα αναπαράγουν, γιατί είναι ξεκάθαρη δήλωση του ότι δεν προσφέρουν στις γυναίκες με τις οποίες κάνουν σεξ, οργασμό. Αυτά τα αστεία ουσιαστικά μιλάνε για το οργασμικό κενό. Αν αυτοί που λένε τέτοια αστεία νοιάζονταν για το πώς λειτουργεί το σώμα των γυναικών, και γεφυρωνόταν το κενό, θα γελούσαμε καλύτερα τελειώνοντας, και θα λυνόταν το θέμα αυτό.
Τα έγραψα πρόχειρα, σίγουρα υπάρχουν πολλά που δεν είπα, δεν έπιασα καν όλα αυτά που λένε ότι οποιοδήποτε σημάδι που θυμίζει θηλυκότητα, σημαίνει αδυναμία, δεν είπα τίποτα για ομοφοβία, δεν ξέρω αν έχει τελειωμό η λίστα.
Το θέμα είναι ότι δεν λέμε ότι ένα αστείο είναι σεξιστικό αυθαίρετα. Έχει εξήγηση, και θα ήθελα να μην ντρέπεται κανείς να ρωτήσει το γιατί, αν δεν μπορεί από μόνος του να το δει. Είτε είναι άντρας είτε γυναίκα, γιατί μην νομίζει κανείς ότι το να είσαι γυναίκα σημαίνει ότι σου έρχεται η επιφοίτηση του τι είναι λάθος στον κόσμο και πρέπει να αλλάξει, όταν το λάθος είναι τόσο παγιωμένο και δεδομένο, όσο ότι ο ήλιος θα βγει κάθε πρωί.
Αν δεν καταλαβαίνεις, ρώτα ή σκέψου γιατί. Γιατί τα σεξιστικά αστεία δεν είναι αθώα. Λειτουργούν ύπουλα και υπόγεια, διαιωνίζοντας για πάντα την ανισότητα και την αδικία. Αν δεν κάνουν ακριβώς αυτό, τότε αναπαράγουν την ψεύτικη ιδέα ότι υπάρχει πόλεμος μεταξύ των δύο φύλων, ότι υπάρχει χάσμα και ελπίδα γεφύρωσης και συνεννόησης, καμία. Οι άνθρωποι γελάνε με αυτά τα αστεία γιατί νομίζουν ότι είναι βγαλμένα από τη ζωή και μεγάλες αλήθειες. Λάθος. Είναι βγαλμένα από την καταπίεση και είναι μεγάλα ψέματα. Δεν είναι η φύση. Είναι η κοινωνία. Δεν γεννήθηκε έτσι κανένας και καμία.
Έρχεται κάποιος στη δουλειά να πει ένα και καλά αστείο, και προσθέτει «αλλά δεν θα αρέσει στην Ειρήνη».
Λέω μου αρέσει που λέμε «αυτό δεν θα αρέσει στην Ειρήνη», αντί για «αυτό είναι σεξιστικό».
Μου αρέσει που λέμε «είσαι υπερβολική» αντί για «δεν καταλαβαίνω γιατί η αδικία σε ενοχλεί».
Μου αρέσει που λέμε «δεν μπορούμε πια να κάνουμε ένα αστείο» αντί για «νόμιζα ότι αν το βάφτιζα αστείο, θα είχα το ελεύθερο να πω ό,τι μαλακία να ‘ναι, ανεξαρτήτως αν τη βασίζω σε λάθος δεδομένα, αν διαιωνίζω στερεότυπα λανθασμένα κι αν συμβάλλω στην καταπίεση ατόμων που είναι ήδη καταπιεσμένα. Νόμιζα ότι αν το βάφτιζα αστείο, όλα θα ήταν δικαιολογημένα».
Μου αρέσει που λέμε «αλλά μην αρχίσεις πάλι τα φεμινιστικά σου», αντί να πούμε «με κάνει να νιώθω άσχημα που μου εξηγείς αναλυτικά και υπομονετικά αλλά με μια δόση άβολης πικρίας βασισμένη σε προσωπική εμπειρία, τον λόγο για τον οποίο πρέπει πλέον να αποκτήσω ενσυναίσθηση και να σκέφτομαι πριν ξεστομίσω σεξιστικά αστεία, όταν είσαι παρούσα».
Μου αρέσει που λέμε «είσαι φεμιναζί» αντί για «η διαμαρτυρία σου για τα αστεία που διαιωνίζουν τα στερεότυπα που στο ανώτερο λέβελ του μισογυνισμού, προκαλούν κάθε γυναικοκτονία, για μένα είναι ισοδύναμη με το ολοκαύτωμα».
Μου αρέσει που λέμε «η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας» αντί για «δεν μπορώ να διαχειριστώ το ότι η κοινωνία με έχει ξεπεράσει, και παράλληλα αρνούμαι να εξελιχθώ και επιμένω να καταναλώνω προϊόντα πολιτισμού του παρελθόντος, που κατανοώ, και να παρακολουθώ δημιουργούς που σκέφτονται σαν εμένα και έχουν πια γεράσει».
Ακούμε συνέχεια ότι αν δεν δεχόμαστε απόψεις που είναι αντίθετες από τις δικές μας και τα πιστεύω μας, τότε γινόμαστε σαν αυτό που πολεμάμε. Αυτό είναι ένα επιχείρημα σχεδόν τόσο παλιό όσο το «είναι στη φύση μας», αλλά είναι πλάνη.
Στην Ανοιχτή Κοινωνία του, Ο Καρλ Πόπερ έχει εξηγήσει γιατί, μιλώντας για το Παράδοξο της Ανοχής. Το Παράδοξο της Ανοχής είναι ότι αν έχεις μια κοινωνία που λειτουργεί αρμονικά με ανεκτικότητα προς όλα τα μέλη της, με τις διαφορές και τις ιδιαιτερότητές τους, αν εμφανιστούν κάποιοι που δεν δείχνουν ανεκτικότητα προς άλλους κι εσύ τους ανεχτείς, μοιραία, η ανοχή θα εξαφανιστεί.
Αυτοί που δεν δείχνουν ανοχή, είναι απειλή προς ολόκληρη την κοινωνία και η κοινωνία, για να επιβιώσει, οφείλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να προστατευθεί. Η κοινωνία οφείλει να μην είναι ανεκτική προς τους μη ανεκτικούς.
Από εκεί έχουν βγει τα συνθήματα που φωνάζουν «καμία ανοχή». Αυτό σημαίνει ότι όχι απλά έχουμε δικαίωμα να μην δεχόμαστε κάποιες απόψεις, αλλά έχουμε και χρέος να μην τις δεχόμαστε.
Κάθε άποψη πρέπει να κρίνεται. Μερικές φορές μπορεί να μην μπορούμε να διακρίνουμε ποιο είναι το σωστό, είτε γιατί το έχουμε ακούσει απ’ τους γονείς μας κι απ’ τους φίλους μας ή απ’ το αφεντικό, ή το είπε η τηλεόραση, άρα ποια είμαι εγώ να το αμφισβητήσω;
Όταν όμως ακούμε κάτι που μας φαίνεται σκατένιο και σκληρό, αν βαθιά μέσα μας μοιάζει άδικο αλλά τι άλλο να γινόταν, αναγκαστικά φαίνεται λογικό, αν συμβαίνει κάτι και λέμε ήταν η κακιά στιγμή ή αν μοιάζει γκρίζα περιοχή, για να ξεκαθαρίσουμε στον εαυτό μας τι ακούμε, πρέπει να το βάζουμε κάτω και να το αποδομούμε. Να το φτάνουμε στην ουσία του, κάτω κάτω, πέρα από το θόρυβο εκεί έξω, πέρα από το ό,τι μας έμαθαν όταν ήμασταν παιδιά, πέρα από το τι λένε τα Μέσα, πέρα από το τι λέει η γειτονιά.
Τι σημαίνει αυτή η άποψη πραγματικά;
Φυσικά, μπορούμε πρώτα να συμβουλευτούμε το Νόμο. Δεν βοηθάει πάντα, αλλά αυτή τη στιγμή στην Ιστορία, σ’ αυτή τη χώρα, είμαστε τυχεροί που θα μας δώσει απάντηση αρκετά καλή. Φωτεινό παράδειγμα η καταδικαστική απόφαση για τον Αμβρόσιο, που ήταν στιγμή ιστορική. Πες όμως ότι δεν θα πας να ψάξεις το νόμο, θες να δεις πού στέκεσαι εσύ.
Τότε λοιπόν, μπορείς να σκεφτείς. Συνάδει η άποψη με αυτά που ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει συμφωνήσει, έχοντας φτύσει αίμα για να τα κερδίσει; Σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα δηλαδή; Μήπως η άποψη βάζει οτιδήποτε άλλο πάνω από την ανθρώπινη ζωή; Μήπως σε κάποιες ζωές δίνει αξία και σε κάποιες άλλες όχι; Μήπως βάζει τα σύνορα ενός κράτους ή ένα θρησκευτικό δόγμα ή έθιμα και παραδόσεις ή τον πλούτο και την περιουσία πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανθρώπινη ζωή;
Τότε, ξεγελάστηκες. Αυτό που άκουσες, δεν είναι άποψη. Αυτό είναι φασιστικός λόγος μασκαρεμένος ως άποψη, ακόμα κι αν το προσωπείο είναι σεβαστό και περνιέται σαν αξιόπιστο και σοβαρό.
Το μίσος δεν είναι άποψη, η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν είναι άποψη, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα δεν είναι άποψη, κι εκεί που αρχίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, η άποψη σταματά.
Ως τώρα έχουμε συνηθίσει να δείχνουμε ανοχή σε τέτοιες «απόψεις» γιατί ένα από αυτά για τα οποία έχουμε παλέψει και χύσει αίμα, είναι η ελευθερία του λόγου. Νομίζουμε ότι η ελευθερία του λόγου μας κάνει να οφείλουμε να ακούσουμε τέτοια λόγια που υποκρίνονται πως είναι απόψεις.
Όχι. Το ότι μπορεί κάποιος να το πει (αρκεί να μην είναι ρητορική μίσους, γιατί αυτό δεν έχει καν δικαίωμα να το πει), δεν σημαίνει ότι πρέπει και να ακουστεί. Κανείς δεν οφείλει να κάτσει να ακούσει τη σκατοψυχιά, επειδή κάποιος τη βάφτισε άποψη.
Δεν συζητάμε με ανθρώπους που λένε τέτοια πράγματα, εκτός κι αν πιστεύουμε ότι βρίσκονται σε πλάνη και έχουν τη δυνατότητα και τη διάθεση να το αντιληφθούν. Να θυμάσαι ότι σχεδόν κανείς που εκφράζει απόψεις που αποτελούν φασιστικό λόγο, δεν πιστεύει ότι είναι φασίστας.
Αλλά τα λόγια δεν είναι αθώα. Τα λόγια είναι προάγγελοι πράξεων, και μας απειλούν. Γι’ αυτό τα ξεσκεπάζουμε, ειδικά για να δουν τι είναι και όσοι παρακολουθούν. Όμως δεν χρειάζεται πολιτισμένα να συζητηθούν.
Δεν συζητάμε με ανθρώπους που χρησιμοποιούν φασιστικό λόγο, γιατί αν εκλάβουμε αυτά που λένε ως άποψη, τότε δίνουμε στα λόγια τους κύρος. Τους δίνουμε υπόσταση και θέση στην κοινωνία.
Και ο φασιστικός λόγος δεν ανήκει στην κοινωνία. Ανήκει στο περιθώριο. Από ό,τι υπάρχει στην κοινωνία, αυτό είναι που ανήκει στο περιθώριο. Δεν πρέπει να ακούγεται, να συζητιέται, να αναπαράγεται, να έχει καμία φωνή, καμία ορατότητα, δεν πρέπει να έχει βήμα. Και τα Μέσα που του δίνουν βήμα για να κερδίσουν νούμερα, βάφουν τα χέρια τους με αίμα.
Ο φασισμός είναι ασθένεια κολλητική, το εμβόλιο της γνώσης και της παιδείας είχε αρνητές και δεν το έκαναν πολλοί, κι έχουμε χάσει την ανοσία αγέλης. Και από αυτούς τους αντιεμβολιαστές, κανείς δεν πιστεύει ότι πάσχει. Το αντίθετο, πιστεύει πως ο ίδιος πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να θεραπεύσει, και ότι το φάρμακο είναι το μίσος και η βία.
Κινδυνεύουμε και πάλι, από κάτι που αφελώς πιστεύαμε πως μετά την τελευταία πανδημία, θα είχε εξαφανιστεί. Για να απαλλαγούμε, χρειάζεται να πάρουμε μέτρα. Να μην ερχόμαστε σε επαφή με κανέναν που νοσεί. Ας αποκλείσουμε το φασιστικό λόγο από τις συζητήσεις μας, από την καθημερινότητά μας και από τη δημόσια ζωή.
-Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου άποψη, αλλά θα κρίνεις εσύ.
Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, είχαμε πάει οικογενειακώς να δούμε στο θέατρο τον Γιούγκερμαν. Το έργο δεν ήταν δική μου επιλογή, οι γονείς μου ήθελαν θέατρο, η αδερφή μου είχε διαβάσει κριτικές, είχε γίνει διαλογή και μετά η απόφαση είχε παρθεί. Δεν το είχα διαβάσει, η κλασική ελληνική πεζογραφία δεν μου μιλάει και πολύ, δεν το είχα ξαναδεί, αλλά εξαιρετική παράσταση, ηθοποιία και παραγωγή. Μόνο που σύμφωνα με την πλοκή βίαζαν μια γυναίκα ανά δέκα λεπτά περίπου, κι αν δεν την βίαζαν την έλεγαν βρώμα, τσούλα και φτηνή.
Αυτό κράτησε πάνω από δύο ώρες, και κάπως ένιωθα μόνη που δεν έμοιαζε κανέναν άλλον να στεναχωρεί, κάπως ένιωθα μόνη που όλοι φαίνονταν τόσο ενθουσιασμένοι, εξαιρετική παράσταση, αλλά ένιωθα ένα σφίξιμο που δεν μπορούσα να αγνοήσω, και για πάνω από δύο ώρες, κάτι μου ροκάνιζε την ψυχή. Ίσως είμαι υπερβολική.
Είχαμε μια συζήτηση για ταινίες πριν κάτι μήνες εδώ, σε έναν τοίχο γειτονικό, και κάποιος με κορόιδευε που έλεγα ότι κάθε κλασικό έργο είναι σεξιστικό.
-Προτείνεις δηλαδή να κάψουμε τα αριστουργήματα;
-Όχι, δεν είπα ποτέ αυτό.
Θέλω απλώς να τα ξανα-επισκεφτούμε, κάνοντας μερικές παραδοχές. Θέλω να τα ξαναδούμε με τη ματιά του τώρα, ξέροντας ότι ανήκουν σε μια άλλη εποχή που (ευχόμαστε να) έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Κάθε φορά που κάποιος δεν καταλαβαίνει ένα επιχείρημα για το σεξισμό, μπορούμε να τον βοηθήσουμε κάνοντας την αναλογία με το ρατσισμό. Δεν είναι το ίδιο, θα μου πεις. Συμφωνώ. Γιατί για τις μαύρες γυναίκες, το πρόβλημα είναι διπλό. Σε όλα τα άλλα, όμως, είναι σωστό.
Οπότε είχα βάλει σε σχόλιο το ντισκλέιμερ της Warner Bros, που λέει το εξής:
«Τα κινούμενα σχέδια που πρόκειται να παρακολουθήσεις, είναι προϊόν της εποχής τους. Μπορεί να απεικονίζουν τις ρατσιστικές προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που ήταν κυρίαρχα στην αμερικανική κοινωνία. Αυτές οι απεικονίσεις ήταν λάθος τότε, και είναι λάθος τώρα. Κι ενώ αυτό που θα παρακολουθήσεις δεν αντιπροσωπεύει την οπτική της Warner Bros για τη σημερινή κοινωνία, αυτά τα κινούμενα σχέδια παρουσιάζονται με τη μορφή που δημιουργήθηκαν, γιατί το να κάνουμε οτιδήποτε άλλο θα ήταν το ίδιο με το να ισχυριζόμαστε ότι αυτές οι προκαταλήψεις δεν υπήρξαν ποτέ».
Όλη η λογοτεχνία και τα προϊόντα πολιτισμού της ανθρωπότητας μέχρι πάρα-μα-πάρα πολύ πρόσφατα, είναι σεξιστικά. Ναι, ακόμα και τα πολυβραβευμένα, ακόμα και τα αριστουργήματα, ακόμα και τα κλασικά. Γιατί η λογοτεχνία και οι δημιουργοί της είναι προϊόντα της κοινωνίας, και η κοινωνία είναι σεξιστική. Δεν έβλεπαν οι άνθρωποι σεξισμό, δεν βγαίνει κανένα καμπανάκι ούτε ίου-ίου-ίου, να σε ειδοποιήσει ότι κάτι είναι σεξιστικό. Έβλεπαν αυτό που είχαν συνηθίσει να βλέπουν. Τα πράγματα φαίνονταν να είναι όπως ήταν ως τότε. Και όταν βλέπουμε τα πράγματα όπως τα ξέρουμε, παύουμε να τα προσέχουμε, δεν τους δίνουμε σημασία, όλα είναι στη θέση τους, όπως έπρεπε να είναι. Και κυλάει ομαλά χωρίς εμπόδια και ανατάραξη καμιά η Ιστορία.
Όπως ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός στηρίχθηκε στο ότι υπήρχαν δούλοι, και οι φιλόσοφοι μιλούσαν περί ηθικής, περί δικαιοσύνης, περί ανθρώπινης συνείδησης, και η δουλεία δεν απασχολούσε κανέναν ιδιαίτερα, ήταν κομμάτι της πραγματικότητας. Ήταν αόρατη. Έτσι ακριβώς είναι και ο σεξισμός και η πατριαρχία.
Τα έλεγα αυτά και λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, που το ηφαίστειο φούντωνε υπόγεια δεκαετίες τώρα, και είχε έρθει η στιγμή να εκραγεί. Και η δίκαιη λάβα έφερε στο πέρασμά της τη συζήτηση για το Όσα παίρνει ο Άνεμος, και για άλλα έργα που ως τώρα είχαν αγιοποιηθεί, λες και η Τέχνη δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα, είναι θεϊκό, και δεν επιτρέπεται να αγγιχτεί.
Και βγήκαν τόσοι να καταδικάσουν το HBO που απέσυρε την ταινία προσωρινά, γιατί δεν κατάλαβα, ποιο το πρόβλημα που παρουσιάζει ως ονειρικά πλασμένο τον Αμερικάνικο Νότο, και αρνείται τη φρίκη της σκλαβιάς και της δουλείας, η ταινία είναι κλασική. Και δεν φτάνει που έδωσαν Όσκαρ πρώτη φορά σε μαύρη ηθοποιό, κι ας μην την άφησαν στην αίθουσα απονομής, έλα μωρέ, και τι μ’ αυτό, βγήκαν όλοι τώρα να ζητήσουν Όσκαρ ευαισθησίας.
Το HBO επανέφερε το Όσα παίρνει ο Άνεμος πριν μερικές μέρες, πιστό στην υπόσχεσή του, με ένα πεντάλεπτο εισαγωγικό βίντεο όπου συζητείται το ιστορικό πλαίσιο, ενώ είναι διαθέσιμο και άλλο ένα μεγαλύτερο επεξηγηματικό βίντεο που μπορεί κανείς να δει μαζί με την ταινία. Αυτό είναι το τώρα, και είχε αργήσει. Αυτό είναι το τώρα που περιμέναμε καιρό, και ευτυχώς που φτάσαμε εδώ.
Δεν θέλουμε να εξαφανίσουμε ούτε να «ακυρώσουμε» τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Δεν καίμε ούτε ταινίες ούτε βιβλία. Αν και το μιούζικαλ της Ντίσνεϊ Το Τραγούδι του Νότου, ευτυχώς δεν είναι διαθέσιμο σε καμιά πλατφόρμα εδώ και 30 χρόνια, γιατί έδειχνε σκλάβους να τραγουδάνε και να χορεύουν πανευτυχείς που είναι σκλάβοι και δουλεύουν στις φυτείες όλη μέρα. –Οκ, μερικά πρέπει να τα καίμε.
Όμως, το ότι κάτι θεωρείται κλασικό, δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε δικαίωμα να του κάνουμε κριτική. Ας θαυμάσουμε το ταλέντο, την προσπάθεια, το μεγαλείο, την Τέχνη δηλαδή, κι ας πάρει καθένας απ’ αυτήν ό,τι μπορεί, αλλά έχοντας συνείδηση του τι ήταν λάθος, τι έχει αλλάξει, τι έπρεπε να ‘χει αλλάξει και ακόμα εκκρεμεί, γιατί η Τέχνη εξελίσσεται όπως η κοινωνία, δεν γίνεται διαφορετικά, περπατάνε χέρι-χέρι στον Μεγάλο Περίπατο της Ιστορίας. Κοινωνία και Τέχνη πάνε μαζί.
Στόχος δεν είναι να εξαφανίσουμε το παρελθόν. Στόχος είναι να επανορθώσουμε. Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τα λάθη, χωρίς φόβο, χωρίς ντροπή, να μην προσπαθούμε να τα κρύψουμε κάτω από το χαλί, ώστε να υπάρξει κάποιου τύπου δικαίωση, όσο μικρή κι αν είναι αυτή. Είναι νίκη. Και παράλληλα να εργαζόμαστε για τη νίκη την αληθινή. Κάθε προσπάθεια επανόρθωσης σημαίνει κάτι, έχει αξία, μας δείχνει το δρόμο, επηρεάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, κι ας φαίνεται αστεία. Είναι σημαντική.
Έχω δίπλα μου το Left Hand of Darkness, (Το αριστερό χέρι του σκότους) του 1969, της Ούρσουλα Λε Γκεν, που είναι πολυβραβευμένο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που χαρακτηρίστηκε φεμινιστική. Εξερευνά την έννοια του φύλου, μέσα από τους κατοίκους του πλανήτη Gethen που είναι αμφίφυλοι, δηλαδή ο καθένας ανήκει και στα δύο φύλα.
Και μιλάει στον πρόλογο για το πόση κριτική έλαβε η Λε Γκεν από το φεμινισμό ανά τα χρόνια, γιατί στην αφήγησή της δεν υπήρξε πιο γενναία, αλλά παρόλο που έκανε άλματα συλλογιστικής για την εποχή, μερικά πράγματα τότε, όπως οποιαδήποτε απόκλιση από την ετεροκανονικότητα, δεν της είχαν περάσει καν από το μυαλό.
Και στις 30 επανεκδόσεις του βιβλίου δεν έκανε ποτέ διορθώσεις αλλά κάθε φορά το συμπλήρωνε με έξτρα προσθήκες και σημειώσεις, δημιουργώντας ένα έργο πιο πλούσιο, πιο ολοκληρωμένο, ένα έργο που περιλαμβάνει διάλογο με το ίδιο το έργο, με όλη του την Ιστορία και το μονοπάτι του πώς έφτασε ως εδώ.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επιμένει και το 1976 επιστρέφει με το δοκίμιο «Είναι το φύλο απαραίτητο;» για να συζητήσει σε βάθος την κριτική του Left Hand of Darkness, αναφέροντας ότι ήταν συναρπαστική και διαφωτιστική. Και 12 χρόνια μετά ξαναγράφει το ίδιο δοκίμιο, συμπληρώνοντάς το πάλι με σημειώσεις, που σε πολλά σημεία ξεκάθαρα ακυρώνουν πράγματα που είπε στο πρώτο.
Είχε πει ότι όντως, μακάρι να είχε υπάρξει πιο γενναία, αλλά λίγα πράγματα είναι πιο γενναία απ’ αυτό. Οι συγγραφείς και γενικότερα οι δημιουργοί, δεν φημίζονται για τον θετικό τρόπο με τον οποίο αντιδρούν στην κριτική, και σπάνια είναι διατεθειμένοι να αναθεωρήσουν, ακόμα κι αν καταλάβουν ότι είχαν λάθος και βλέπουν ποιο είναι το σωστό. Συνήθως δεν θα το παραδεχτούν. Θα το αρνηθούν μέχρι την τελευταία τους πνοή και θα προσπαθήσουν να αντιστρέψουν την κριτική, χλευάζοντας και κατηγορώντας τους «ευαίσθητους πολιτικορθάκηδες» που τους φιμώνουν μια ζωή.
Γιατί δεν χρειάζεται να μιλάμε μόνο για έργα που δημιουργήθηκαν πριν από πενήντα κι εκατό χρόνια, ούτε καν πριν μια δεκαετία. Μιλάμε και για έργα και δημιουργούς του τώρα. Ο κόσμος αναδιαμορφώνεται και αλλάζει κάθε στιγμή, και το ίδιο και η αντίληψή μας για τον κόσμο, που οφείλει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στη συνεχή αλλαγή.
Πρέπει να σταματήσουμε να φοβόμαστε και να ντρεπόμαστε να πούμε δεν ήξερα αρκετά για το θέμα ως τώρα, αλλά τώρα που ξέρω περισσότερα, το βλέπω διαφορετικά.
Την Παρασκευή, η Alison Brie ανέβασε στο Ίνσταγκραμ ότι λυπάται που ήταν η φωνή της Diane στο Bojack Horseman. Είπε ότι τώρα καταλαβαίνει ότι δεν έπρεπε η ίδια, που είναι λευκή, να κάνει τη φωνή μιας Αμερικανοβιετναμέζας. Είπε ότι έχασαν την ευκαιρία να εκπροσωπήσουν με σεβασμό την Αμερικανοβιετναμέζικη κοινότητα, και γι’ αυτό ζητάει ειλικρινά συγγνώμη. Και είπε ότι επικροτεί όλους τους καλλιτέχνες που παραιτήθηκαν από τους φωνητικούς τους ρόλους τις τελευταίες μέρες, κι ότι έμαθε πολλά απ’ αυτούς.
Γιατί στις 24 Ιουνίου, η Jenny Slate παραιτήθηκε από το ρόλο της Missy στο Big Mouth. Λίγες ώρες μετά, η Kristen Bell είπε ότι θα σταματήσει να κάνει το ρόλο της Molly στο Central Park. Δυο μέρες μετά, ο Mike Henry παραιτήθηκε από το ρόλο του Cleveland Brown στο Family Guy και αργότερα οι Simpsons επιβεβαίωσαν ότι δεν θα χρησιμοποιούν πια λευκούς ηθοποιούς για φωνές μη-λευκών χαρακτήρων.
Ένα συγγνώμη, έκανα λάθος, κι ο κόσμος δεν είναι πια ο ίδιος. Φτάνει να είναι κανείς γενναίος και να κάνει την αρχή.
Υπάρχει το cancel culture και υπάρχει το call-out culture, και χρειάζεται να γνωρίζουμε τη διαφορά.
Το cancel culture είναι το να «ακυρώνεις» δηλαδή να διαγράφεις εντελώς έναν καλλιτέχνη ή influencer ή οποιονδήποτε τέλος πάντων έχει μια πλατφόρμα, με μαζικές επιθέσεις και πολύ συχνά απειλές, γιατί είπε ή έκανε κάτι που θεωρήθηκε κακό. Το cancel culture μπορεί να είναι τρομακτικό, ισοπεδωτικό και εκδικητικό. Όχι ότι δεν έχει τη θέση του, πολλοί όντως έχουν κάνει πράγματα που δεν έχουν γυρισμό. Αν κοιτάς κι εσύ τον Λούι Σι Κέι, δεν σε αδικώ.
Αλλά υπάρχει και το call-out culture, που σημαίνει να σου λένε «έι, έκανες μαλακία, τι έχεις να πεις γι’ αυτό», ή να σε ρωτάνε «αλήθεια το εννοούσες; πώς το σκέφτηκες ακριβώς;» Κι έχεις περιθώριο να εξηγήσεις αλλά και να διαβάσεις, να μάθεις, να αναθεωρήσεις, να επανορθώσεις, να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Το call-out culture είναι γόνιμο και δημιουργικό, είναι χρήσιμο και μπορεί να είναι λυτρωτικό.
Και δεν είναι μόνο θέμα των σελέμπριτιζ και των καλλιτεχνών. Όλοι όσοι είμαστε στα σόσιαλ μίντια, έχουμε μια πλατφόρμα, ανεξαρτήτως μεγέθους, όποιο κι αν είναι του καθενός το κοινό.
Είναι θέμα όλων μας, είναι θέμα προσωπικό. Είναι αυτό που όταν μου έκανε νύξη ο Ζακ απαλά, να μην χρησιμοποιώ τη λέξη «πούστης» πια, παρόλο που ήξερε ότι το είπα εννοώντας κάτι άσχετο με σεξουαλικότητα, δεν έχει σημασία καμιά, δυο μέρες μετά, πήγα και άλλαξα την ανάρτηση σιωπηλά. Δεν πρόλαβα να του πω συγγνώμη από κοντά.
Δεν γεννηθήκαμε ξέροντας τα πάντα. Ακόμα κι αν τα ξέραμε, τα πάντα αλλάζουν, οπότε χρειάζεται να συνεχίζουμε να μαθαίνουμε και να αλλάζουμε γνώμη, καθημερινά. Νέα δεδομένα, νέες συνειδητοποιήσεις, δεν χωράνε σε μυαλά που θέλουν να διατηρήσουν κάθε τι παλιό, εμμονικά.
Δεν πειράζει κι αν παραμερίσουμε τα αριστουργήματα τα κλασικά. Δεν πειράζει κι αν μείνουν τα βάθρα κενά. Έχουμε νέα έργα, νέους δημιουργούς, που περιμένουν να πάρουν σειρά.
Είναι πολλές φορές που άνθρωποι που ξέρω στην πραγματική ζωή, με βλέπουν να αντιδρώ σε κάτι που θεωρώ σεξιστικό, και λένε ότι είμαι υπερβολική. Όχι μόνο αυτό. Λένε ότι αντιδρώ έτσι γιατί είμαι προκατειλημμένη, επειδή εξαιτίας των βιωμάτων μου, δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική.
Λένε ότι πρέπει «να χαλαρώσω». Ότι βλέπω προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν ή υπάρχουν μόνο στο δικό μου το μυαλό, τα πράγματα δεν είναι όπως τα περιγράφω, πιάνομαι απ’ το παραμικρό, κάθομαι και ασχολούμαι με λεπτομέρειες που μεγαλοποιώ, που δεν έχουν καμία σημασία, εγώ την επινοώ.
Όπως φαντάζεσαι, δεν μου συμβαίνει σπάνια αυτό. Μου συνέβη και πριν κάνα μήνα στη δουλειά. Φτιάχναμε μια ψηφιακή διαφημιστική καμπάνια για τη νέα χρονιά, και ένα από τα μηνύματα, ανάμεσα σε πολλά, ήταν κάτι για «όχι άλλη γκρίνια», και δεν μου καθόταν καλά.
Το μήνυμα θα έμπαινε πάνω σε τισέρτ, και σκεφτόμουν πόσοι μπορεί να τα φορέσουν και αν ένα κορίτσι κοντά τους τύχαινε να διαμαρτυρηθεί για κάτι, θα της έλεγαν να σταματήσει και θα της έδειχναν το μπλουζάκι.
Γιατί η γκρίνια θεωρείται ελάττωμα συγκεκριμένα κι αποκλειστικά των γυναικών, και το «σταμάτα να γκρινιάζεις», εδώ και γενιές, χρησιμοποιείται σαν μέσο σίγασης των γυναικείων φωνών.
Με είπαν υπερβολική. Το ζύγισα, είπα να διαλέξω τις μάχες μου, να το καταπιώ, έκανα πίσω αλλά με έτρωγε, πάω σπίτι το βράδυ, κάποιος μου έστελνε στο ίνμποξ ότι ήθελε να με δει, του έλεγα όχι, επέμενε, εξηγούσα το όχι και γιατί, μου λέει «συνέχεια γκρινιάζεις», χτυπάει καμπανάκι, λέω αυτό ήταν, υπερβολική ξε-υπερβολική, αυτό το μήνυμα σε μπλουζάκι, από την εταιρία που δουλεύω, δεν πρόκειται να βγει.
Και φρόντισα και δεν βγήκε, παρόλο που την άλλη μέρα με κοιτούσαν με μισό μάτι, και σίγουρα συμφώνησαν μεταξύ τους ότι άσ’ την μωρέ την καημενούλα, είναι παρανοϊκή.
«Εξαιτίας των προσωπικών σου βιωμάτων είσαι υπερβολική και δεν μπορείς να είσαι αντικειμενική. Ο κόσμος δεν είναι έτσι, έτσι τον βλέπεις εσύ».
Αναρωτιέμαι, αν δεν τύχαινε να ξέρω ότι χιλιάδες άνθρωποι διαβάζουν κάθε ποστ μου φεμινιστικό, αν δεν τύχαινε να έχω λάβει εκατοντάδες μηνύματα με δάκρυα, και άλλα τόσα με ευχαριστώ, αν δεν τύχαινε να μου λένε ότι ευτυχώς που μιλάω, γιατί τόσες ταυτίζονται και δεν νιώθουν μόνες σε έναν κόσμο εχθρικό, αναρωτιέμαι, θα πίστευα ότι είμαι υπερβολική κι εγώ;
Τι πρέπει να κάνω, τι πρέπει να κάνουμε για να καταλάβουν ότι αυτό στο οποίο αντιδράμε, δεν είναι υποκειμενικό, αυτό για το οποίο ουρλιάζουμε, δεν είναι βιωματικό, αυτό για το οποίο πολεμάμε, δεν είναι προσωπικό. Είναι συστημικό. Είναι παντού. Είναι γενικό. -Και είμαστε όλες. Δεν είμαι μόνο εγώ.
*Στις 22 Ιανουαρίου, άλλη μια γυναικοκτονία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν μια γυναίκα είχε εισακουστεί, προστέθηκε στο λογαριασμό.
Στην αέναη προσπάθεια να μην μας παίρνει από κάτω τα μοναχικά Σαββατόβραδα, και να τα περνάμε με κάποιον αγκαλιά, με νέτφλιξ και πίτσα ιδανικά, πολλές από εμάς μιλάμε με αγνώστους κατά καιρούς, και πλέον, τα πράγματα είναι ένα επίπεδο πιο δύσκολα.
Γιατί εκτός από το να μην είναι ηλίθιος, να έχει λίγο πλάκα και να μην μας πιάνει θλίψη όταν τον κοιτάμε στη φάτσα (αλλά και να μην είναι φασίστας), χρειάζεται να προσπαθούμε να καταλάβουμε από την αρχή και κάτι άλλο, που παλιότερα προσπερνούσαμε ανέμελα, γιατί είχαμε ζαλιστεί απ’ τις πεταλουδίτσες στο στομάχι που κατέκλυζαν την ύπαρξή μας κάθε φορά που ο λεγάμενος έστελνε μήνυμα.
Το αφήναμε και περνούσε απαρατήρητο γιατί είχε πλάκα και μας κοίταζε στα μάτια, αλλά μια ωραία πρωία που ξεστόμιζε κάτι ρουφώντας τον καφέ και τσεκάροντας το κινητό, ένα σχόλιο για εκείνον άκακο και καθημερινό, εμείς ξαφνικά συνειδητοποιούσαμε το πόσο λάθος κάναμε διότι ο έρωτας δεν είναι και τόσο τυφλός αλλά σίγουρα είναι κουφός, και μετά κοπανάγαμε το κεφάλι μας στον τοίχο, μια και δεν μπορούσαμε να κοπανήσουμε το δικό του και να του αλλάξουμε μυαλό, δυστυχώς.
Τουτέστιν, ένα συχνό φαινόμενο στη ζωή μου τα τελευταία χρόνια, ήταν να μένω άγρυπνη ως τα χαράματα και να συζητάω, να τσακώνομαι, να αναλύω, να επιχειρηματολογώ, προσπαθώντας μάταια να εξηγήσω σε αδιάφορους για το θέμα αγνώστους, που έτυχε και μου την έπεσαν και μετά το μετάνιωσαν πικρά, ότι η πατριαρχία είναι παντού γύρω μας και εξαιτίας της περνάμε όλοι φρικτά. Λέω το έκανα παλιά, γιατί δεν το κάνω πια. Είναι επίπονο, είναι εξουθενωτικό, σπάνια αξίζει την προσπάθεια, και πλέον θέλω να με προστατεύω, επιλέγοντας τις μάχες μου πιο σοφά.
Αλλά τότε που ακόμα είχα αντοχές, μιλούσα, ακόμα κι αν ένιωθα τη ματαιότητα, γιατί είχα μια ελπίδα. Γιατί θέλω να πιστεύω ότι όσο μιλάω, παρόλο που εκείνη την ώρα δεν το βλέπουν, κάποιοι ίσως κάτι να υποψιάζονται, έστω κι αμυδρά. Όχι ότι αλλάζουν κοσμοθεωρίες σε μια νύχτα, φυσικά, αλλά ποιος ξέρει, μπορεί να το δουν κάπου γραμμένο μετά, και μετά κάπου αλλού, χιουμοριστικά, μετά σε μια ταινία ή σε μια σειρά, και μετά να το πει κάποιος που σέβονται ή θαυμάζουν ειλικρινά, και τότε, κάπως, κάτι μπορεί να έρθει και να κάνει κλικ, και να συνέβαλε στο όλο πράγμα εκείνη η βραδιά. Ναι, είμαι ρομαντικιά.
Πριν επενδύσουμε στον εκάστοτε υποψήφιο, λοιπόν, χρειάζεται να ψυχανεμιστούμε αν θεωρεί ότι κατά βάθος οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άντρες. Ομολογώ ότι είναι σπάνιο να πετύχεις τέτοιο διαμάντι που θα στο θέσει τόσο ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές, αλλά αν τον αφήσεις να εκφραστεί, θα πει «εσείς οι γυναίκες είστε…» και πρόσθεσε εδώ όποιο στερεότυπο θες: συναισθηματικές, κυκλοθυμικές, ματαιόδοξες, ακατανόητες, εγκεφαλικές, ζηλιάρες, πονηρές, εκδικητικές, ύπουλες, εμμονικές, καταναλωτικά όντα, πολύπλοκα όντα, και όλα αυτά που έχουμε βαρεθεί να ακούμε όλη μας τη ζωή.
Θα πει ότι ο προορισμός της γυναίκας είναι να γίνει μάνα, και καθήκον της να προσέχει τα παιδιά και το σπίτι της, θα πει ότι η γυναίκα οφείλει να περιποιείται τον εαυτό της για να είναι όμορφη και σέξι αλλά συγχρόνως πρέπει να ‘ναι κυρία και να μην δίνει δικαιώματα, και βέβαια θα πει ότι η γυναίκα δεν είναι σαν τον άντρα, μην τα ισοπεδώνουμε όλα, κι αν έχει κάνει σεξ με πάνω από πέντε-έξι, πάει να πει ότι δεν είναι για κάτι σοβαρό και δεν κάνει για σκέση.
Μπορεί και να αναπτύξει το θέμα από την ανάποδη πλευρά, και να σολάρει με τα «εσείς οι γυναίκες είστε ανώτερα όντα από εμάς τους άντρες, που σκεφτόμαστε πολύ απλά, και το μόνο που θέλουμε είναι…» και πρόσθεσε πάλι ένα στερεότυπο που να αντιπροσωπεύει την ουγκ ματσίλα.
Θα τα πει και πιο διακριτικά, πιο υπόγεια, αυτά που δεν είναι εμφανή με την πρώτη ματιά. Θα πει εγώ δεν πιστεύω στο φεμινισμό αλλά στο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, θα πει ο φεμινισμός δεν χρειάζεται πια στη Δύση, θα πει δεν υπάρχει κουλτούρα του βιασμού, είναι μεμονωμένα τα περιστατικά, αλλά ντάξει, τι έκανε κι εκείνη στο σπίτι αγνώστου απ’ την πρώτη βραδιά; θα πει «ναι, αλλά για τις ψευδείς κατηγορίες βιασμών δεν λέτε», και γιατί χρησιμοποιείτε τη λέξη «γυναικοκτονία», ήταν απλά μια δολοφονία. Αυτοί είναι οι χειρότεροι, χωρίς αμφιβολία.
Πολλοί φερέλπιδες νέοι για τους οποίους είχες ψηλές προσδοκίες, έχουν χαθεί σ’ αυτό το επίπονο αλλά ανελέητο ξεσκαρτάρισμα. Μηδένα προ φεμινιστικής συζήτησης μακάριζε.
Και, αναπόφευκτα, αυτό το βουβό δράμα οδηγεί στην καχυποψία σε κάθε νέα γνωριμία, και στην ψυχοφθόρα αίσθηση ότι για πάντα οφείλεις να εξηγείς ακριβώς γιατί αυτό που λέει ο άλλος, είναι μαλακία. Μερικές φορές, το αντίο είναι εύκολο και προφανές, μερικές όμως νιώθεις ότι μπορεί να γίνεσαι λίγο άδικη, απότομη και «υπερβολική».
Φυσικά και δεν είσαι υπερβολική. Έχεις κάθε δίκιο πλέον να λες άντε γεια, θέλω να ξέρεις ήδη. Θέλω να έχεις καταλάβει. Θέλω να θέλεις ισότητα. Να θες ουσιαστική ισότητα σε κάθε πτυχή της ζωής. Θέλω να είσαι φεμινιστής. -Θέλω και να κάνεις σεξ σαν φεμινιστής.
Αλλά συγχρόνως συνειδητοποιείς ότι εκεί έξω o κόσμος δεν είναι όπως στο σάιτ που βρίσκεσαι τώρα, και ότι είναι δύσκολο όταν ο άλλος δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή ή σε τριβή με μια μη-πατριαρχική συλλογιστική, ξαφνικά να τον πυροβολείς με ιδέες και θεωρίες που του φαίνονται παράλογες, που του ανατρέπουν τα δεδομένα, και μάλιστα να τις λες θυμωμένα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπαίνουν στον κόπο να αμφισβητήσουν τις πατροπαράδοτες αξίες, τις εσωτερικεύουν σαν ακλόνητες αλήθειες, και προχωρούν στη ζωή διαιωνίζοντας ό,τι έμαθαν παιδιά, εκτός κι αν συμβεί μια κοσμογονική αλλαγή.
Αλλά υπάρχουν κάποιοι εκεί έξω που δεν θεωρούν ότι είναι φεμινιστές, αλλά είναι της προκοπής. Που θα καταλάβαιναν αν έβλεπαν, που θα συμφωνούσαν αν άκουγαν, που θα έκαναν το σωστό αν διάβαζαν. Αυτοί είναι το θέμα. Αυτοί, που κατά τα άλλα μπορεί και να είναι αυτό που θες (μόνο που αυτά τα άλλα είναι πολλά, γιατί η πατριαρχία διαποτίζει τα πάντα, όσο κι αν δεν το θες). Ούτε μ’ αυτούς οι συζητήσεις δεν είναι απλές.
Όταν σου γκρεμίζουν το σπίτι που μεγάλωσες, ακόμα κι αν το βλέπεις ότι ήταν σάπιο κι ετοιμόρροπο, και πάλι, αντιστέκεσαι. Είναι ανθρώπινο. Και δεν είναι άντρες, είναι άνθρωποι.
Γι’ αυτό, τι να πω. Κουράγιο. Τουλάχιστον, όταν είμαστε μόνες, περισσεύει πίτσα και για μπραντς την Κυριακή.