Tags
Cancer, happy ending, σχέση, Αγόρι Που Δεν Θα 'Πρεπε, Καρκίνος, Τέλος, Love, The End, True Love
Τις επόμενες μέρες τις περνάμε παράξενα. Βρισκόμαστε σε ένα ενδιάμεσο αμηχανίας, δειλού ενθουσιασμού, ενδοιασμών, διστακτικότητας, αβεβαιότητας αλλά και χαλαρότητας, άνεσης και κάπως συντροφικότητας. Ένας αντιφατικός συνδυασμός. Μιλάμε τα βράδια όπως πριν, δεν έχουν αλλάξει και πολλά, αλλά συγχρόνως έχουν αλλάξει όλα. Δεν έχω *ιδέα* τι κάνω, *ιδέα* τι κάνουμε, έχουμε πει ότι δεν υπάρχουν πιέσεις, προχωράμε «χαλαρά» σαν πραγματικοί friends with benefits κι ό,τι γίνει, δεν γίνεται λόγος για αποκλειστικότητα, μάλιστα νιώθω την ανάγκη να δηλώσω την μη-αποκλειστικότητα εμπράκτως (μη ρωτάς, ξαναείδα το Κουτάβι στο άσχετο).
Παρόλα αυτά, ξαναβλεπόμαστε και πλέον βλεπόμαστε και στο σπίτι μου, σαν να είναι φυσιολογικό κομμάτι της νέας μας «φιλίας με πλεονεκτήματα». Εγώ κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, τον βλέπω να γίνεται όλο και πιο γλυκός αλλά παραμένω συγκρατημένη, συχνά χαμογελάω ειλικρινά αλλά πιο συχνά χαμογελάω βεβιασμένα, ανησυχώ full time για την πιθανότητα του να έχω κάνει επική μαλακία, κάποιες φορές αναρωτιέμαι τι θα γίνει με Διαβολικό Δίδυμο που με είχε αφήσει σε αγωνία, ακόμα πιο συχνά αναρωτιέμαι τι θα γίνει γενικά.
Περνάνε κάπως έτσι κάπου δυο εβδομάδες. Και βλεπόμαστε όλο και πιο συχνά. Μια βραδιά που έχουμε βγει για ποτό, καθημερινή, ανησυχώ όχι για τα παραπάνω αλλά για άλλα, πολύ πιο σοβαρά. Ναι, το ήξερα απ’ την αρχή ότι είχε καρκίνο αλλά μπορώ να σου πω ότι -όσο αυτό είναι δυνατόν- στην αρχή, το είχα πάρει ελαφρά. Αυτός φερόταν σαν να είναι ΟΚ, άρα όλα ήταν ΟΚ. Όσο περνούσε ο καιρός, το έπαιρνα πιο βαριά. Αφού γνωριστήκαμε καλύτερα, σύντομα ήξερα και κάτι που για τα δικά μου δεδομένα ισοδυναμούσε με αποστολή αυτοκτονίας. ΟΚ, υπερβάλλω μελοδραματικά, αλλά σίγουρα αναγνώριζα στη συμπεριφορά του σαφείς τάσεις αυτοκαταστροφής. Δεν ήταν απλά ότι δεν πρόσεχε τον εαυτό του. Είχε αποφασίσει ότι το «έχω καρκίνο» ήταν αποστομωτική δικαιολογία για να εκδικείται το σώμα του που τον πρόδωσε. «Τρώω έτσι ώστε να το ‘χω σιγουράκι ότι θα βουλώσουν και οι αρτηρίες μου», «πίνω για να αποτελειώσω και το συκώτι μου» και γενικότερα άφηνε τον οργανισμό του να τα βγάλει πέρα με τον καρκίνο και τις χημειοθεραπείες χωρίς να του δίνει καμιά βοήθεια. Στην τύχη του. Πράγμα που εμένα μού είναι αδιανόητο. Ως τώρα, κρατούσα μια απόσταση. Πλέον, νιώθω ότι με αφορά.
Και, στο αυτοκίνητο, γυρνώντας από μια live βραδιά σουίνγκ στο Μοναστηράκι (μην με κρίνεις, πήγαμε γιατί είχαμε γνωστούς), του εξηγώ ότι εγώ δεν μπορώ. Έχει ήδη πει, βέβαια, ότι είναι στο πρόγραμμα να κόψει τις καταχρήσεις και να γυρίσει σελίδα, αλλά εγώ το ‘χω ξαναπεράσει όλο αυτό -τις μεγάλες υποσχέσεις που δεν τηρούνται, δηλαδή- και δεν μπορώ. Δεν μπορώ να είμαι εκεί να επιβλέπω σαν τον κέρβερο, δεν μπορώ να τρελαίνομαι από το άγχος αν δεν κρατάει το λόγο του, δεν μπορώ να λιώνω απ’ την πικρία όταν θα τσακωνόμαστε και θα με μισεί που τον ελέγχω. Δεν μπορώ να θέλω εγώ το καλό του και να μην το θέλει αυτός. Του τα λέω. Τα καταλαβαίνει. Με πάει σπίτι μου. Αυτό ήταν.
Δεν μιλάμε στο τσατ εκείνο το βράδυ. Μου παίρνει λίγο χρόνο μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έχει συμβεί. Αυτό ήταν. Δηλαδή τελείωσε. ΟΚ, πρέπει να συνεχίσω τη ζωή μου, να κλείσω την παρένθεση και να συνεχίσω από εκεί που είχα αφήσει τα πράγματα. Πάμε γι’ άλλα. Ναι. Έχω τον υπολογιστή ανοιχτό. Κοιτάζω την οθόνη. Είμαι στο facebook. Έχω πάνω από χίλιους φίλους. Δεν είναι άπειροι αλλά είναι αρκετοί. Οι περισσότεροι από αυτούς άγνωστοι. Πολλοί απ’ αυτούς θα ήθελαν να γίνουμε γνωστοί. Και να «γνωριστούμε καλύτερα». ΟΚ, με καθησυχάζω, μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν είχαμε και τίποτα με το Φίλο από το παράλληλο σύμπαν. Κοιτάζω το τσατ. Ανοίγω το τσατ. Πολλοί άνθρωποι. Άλλοι άνθρωποι. Πολλοί άλλοι άνθρωποι. Αλλά κανείς. Το τσατ είναι άδειο. Μέχρι που βλέπω να ανάβει πράσινο και στο Φίλο από το παράλληλο σύμπαν. Το χέρι μου πάει μόνο του. Με σταματάω. Όχι αυτόν! Μην κοιτάς αυτόν, μην πατήσεις αυτόν, σ’ αυτόν δεν μπορείς να μιλήσεις, μίλα σ’ όποιον θες αλλά όχι σ’ αυτόν, κοίτα κάποιον άλλον, έχεις τόσους άλλους!
Μα δεν έχω κανέναν. Έχω, αλλά δεν θέλω. Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν άλλον. Θεέ μου, τι διάολο έκανα; Πέφτω για ύπνο. Την επομένη, του γράφω και του λέω ότι αν υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να κρατήσει τις υποσχέσεις του, εγώ θα είμαι εκεί. Το υποσχέθηκε.
Δυο εβδομάδες μετά, για πρώτη φορά, τον αφήνω να κοιμηθεί σπίτι μου. Η απόφαση πάρθηκε υπερβολικά νωρίς για τα δεδομένα μου, τα οποία περιλαμβάνουν εκτεταμένα τεστ που αποδεικνύουν την υπομονή, επιμονή και αφοσίωση του ενδιαφερομένου σε χρονική διάρκεια μηνών, πριν τελικά συμβεί το μοιραίο: Ο κοινός ύπνος. Οι διαδικασίες επισπεύστηκαν εν γνώσει μου. Ο λόγος ήταν ότι υπήρχαν δύο σημαντικά δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη:
1. Ήθελα να πιστεύω πως η συμπάθειά του προς το άτομό του οφείλεται ΚΑΙ στον εσωτερικό μου κόσμο. Αυτό βέβαια είναι το ίδιο σαν να λέω ότι πιστεύω ευλαβικά στο Ιπτάμενο Μακαρονο-τέρας ως τον ένα και μοναδικό Θεό και Σωτήρα μου αλλά, τι να κάνεις; με μια πίστη ζούμε.
2. (Και σημαντικότερο). Είχα ήδη διαπιστώσει ότι αυτό το παιδί, χωρίς γυαλιά, δεν βλέπει την τύφλα του. Σχεδόν τίποτα, όμως. Όταν ξεκινάν οι περιπτύξεις, βγάζει το γυαλί και τότε δεν έχει καν νόημα να κλείσεις το φως. Είναι σαν να του ‘χεις δέσει τα μάτια με μαντίλι. Κίνκι κατά λάθος. Την κρίσιμη στιγμή, πρέπει να του δώσεις το προφυλακτικό στο χέρι, αλλιώς θα φορέσει κάλτσα ή μπαλόνι ή βραχιόλι, ό,τι βρει. (Μην σου πω ότι πρέπει να του δώσεις και το πουλί στο χέρι). Πάει ψηλαφώντας, δεν έχει επιλογή. Αβλεπί. Μιλάμε, τύφλα. Οπότε, χωρίς γυαλί, όσο προσεκτικά και να με κοιτάζει, όσο σκληρό και να ‘ναι το φως του ήλιου, με βλέπει με ένα ωραίο εφέ θολούρας και ασάφειας (blur) που σβήνει τις ατέλειες μαγικά, σαν photoshop απ’ τη μάνα του. Οπότε, τον αφήνω να κοιμηθεί σπίτι μου υπό έναν όρο, τον οποίο θέτω ρητά: Από τη στιγμή που θα ξυπνήσουμε το πρωί και μέχρι να πάω να βαφτώ, δεν επιτρέπεται να φορέσει γυαλιά.
Και δέχεται. Και πέφτουμε για ύπνο. Και κοιμόμαστε. Δηλαδή, αυτός είναι που κοιμάται (παρότι ξυπνάει με λουμπάγκο), ενώ εγώ καταφέρνω να κλείσω μάτια για κάνα εικοσάλεπτο συνολικά, γιατί μπορεί να λύσαμε το ένα πρόβλημα αλλά δυστυχώς, το ροχαλητό δεν επηρεάζεται διόλου απ’ τα γυαλιά.
Μου χτυπάει sms γύρω στις 12 το πρωί (ναι ρε, 12 είναι ακόμα πρωί, ειδικά Κυριακή). Είναι η παιδική μου φίλη που μου λέει να ανοίξω τηλεόραση και να βάλω Alpha, που εμφανίστηκε και μιλάει μια άλλη παλιά φίλη μας, η Φίλη από το ΤΕΙ. Η οποία αυτή τη στιγμή είναι στην Τεχνόπολη στο Γκάζι, στο meet market και υπάρχει λάιβ ανταπόκριση. Η Φίλη απ’ το ΤΕΙ, όπως κι εγώ, αντιμετώπιζε το ΤΕΙ ελαφρώς τουριστικά, και ως καλλιτεχνικός τύπος, κατέληξε να κάνει πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένης μιας αρκετά επιτυχημένης επιχείρησης όπου φτιάχνει τσάντες. Βάζω Alpha. Και ναι, να η Φίλη απ’ το ΤΕΙ στο meet market. Έχω να τη δω τουλάχιστον 10 χρόνια. Ενθουσιάζομαι. Τη δείχνω στο αγουροξυπνημένο και αποπροσανατολισμένο Φίλο απ’ το Παράλληλο Σύμπαν. Το οποίο κοιτάζει προς τη γενική κατεύθυνση της τηλεόρασης χωρίς να νετάρει. Δεν δίνω σημασία, του μιλάω για τη Φίλη απ’ το ΤΕΙ, τον ρωτάω πώς του φαίνεται, συνεχίζω λέγοντας να σηκωθούμε αργότερα να πάμε στο Γκάζι να τη δούμε. Φίλος απ’ το Παράλληλο Σύμπαν συνεχίζει να κοιτάζει γενικά κι αόριστα προς τον τοίχο χωρίς να κάνει focus. Τελικά ομολογεί ότι ίσα που βλέπει ότι στην οθόνη, κάπου στη μέση, υπάρχει μάλλον ένας άνθρωπος.
Άχου το γλυκούλι μου (=awwwww). Εντάξει λοιπόν, τον αφήνω να βάλει τα γυαλιά του αλλά τον προειδοποιώ: «Πρόσεξε, ΜΟΝΟ για να κοιτάξεις την τηλεόραση!» Χωρίς καμία αντίρρηση, τα παίρνει, τα φοράει, κοιτάζει την τηλεόραση. Με μια γρήγορη, θεατρινίστικη κίνηση -και καλά πολύ σοβαρά- τα βγάζει, γυρνάει προς εμένα, απαντάει στις προηγούμενες ερωτήσεις μου για τη Φίλη απ’ το ΤΕΙ. Ξαναγυρνάει στην τηλεόραση, ξαναβάζει τα γυαλιά, παρακολουθεί τη συνέντευξη. Τα ξαναβγάζει, γυρνάει και με ξανακοιτάζει, λέει ναι, να πάμε. Δεν περιμένει απάντηση, ξαναγυρνάει στην τηλεόραση, ξαναβάζει τα γυαλιά, κοιτάζει τις χειροποίητες τσάντες, κάνει σχόλια. Τα ξαναβγάζει, γυρνάει, κοιτάζει εμένα, μου μιλάει σαν να μην συμβαίνει τίποτα ασυνήθιστο. Εκεί κάπου, έχω ήδη αρχίσει να χαχανίζω. Έχει αρχίσει να γελάει κι εκείνος κάτω απ’ τα μουστάκια του αλλά προσπαθεί να παραμείνει σοβαρός. Και συνεχίζει το θέατρο με και χωρίς γυαλί με σοβαρότατο ύφος, μην «κλέβοντας» ούτε μια φορά. Χασκογελάω και δεν μπορώ να σταματήσω. Και προσέχω ότι στο φως, τα μάτια του είναι λίγο μελιά. Συνεχίζω να γελάω γιατί το όλο πράγμα είναι τρομερά αστείο, το κάνει να φαίνεται τρομερά ανώφελο και ανόητο, αλλά μαζί και τέλειο. Πλέον ξεκαρδίζομαι από ανακούφιση αλλά κι από χαρά, γιατί καταλαβαίνω ότι αυτό το αγόρι, που δεν με ξέρει καθόλου, ίσως να με ξέρει αρκετά. Κι εκείνη τη στιγμή, πιάνω τον εαυτό μου να μου λέει:
«Ειρήνη, έλεος, σύνελθε, αυτό το αγόρι έχει καρκίνο. Δεν θα ‘πρεπε να το ερωτευτείς».
…Αλλά πότε μ’ άκουσα;
~ The End* ~
[*Προς το Παρόν]