Ρε παιδιά, 5 Φεβρουαρίου είχα γενέθλια και δεν έχω πει τίποτα για το πώς πέρασα! Γιατί δεν μιλάει κανείς; Και, ξέρω, ήταν και του Αγίου Βαλεντίνου και μετά ήταν και Απόκριες και τώρα οδεύουμε προς Πάσχα αλλά πρέπει να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μάλλον, όχι με τη σειρά. Γιατί έχω μια παλιά, ημι-ξεχασμένη ιστορία-απορία απ’ τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, και πρέπει να τη μοιραστώ. Γενικά, εγώ χέστηκα γι’ αυτή τη γιορτή, εκτός κι αν έχει Kitcherella party ή αν κάποιος άγνωστος μού χαρίσει ξαφνικά λουλούδια γιατί τον άγγιξε το Ίμπαλς (από ρετρό διαφήμιση αποσμητικού, δεν ξέρω αν το Ίμπαλς κυκλοφορεί ακόμα). Αν μου χαρίσει μπαλόνια, ακόμα καλύτερα. Σοκολάτες χωρίς ζάχαρη, τον παντρεύομαι. Αλλά κατά τα άλλα, συνήθως δεν με πολύ-απασχολεί. Για μένα, π.χ., η 14η Αυγούστου είναι πολύ πιο μεγάλη γιορτή (κάποια μέρα θα σου εξηγήσω). Αν πάντως θες ντε και καλά να διαβάσεις εκτενή ανάλυση περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, δες την περσινή γιορτή Αγίου Βαλεντίνου, εδώ.
Πριν δυο χρόνια, που λες, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, εν μέσω υπόπτων συνθηκών, γνωρίζω Αγόρι στο Fogg’s στο Agora Center στην Κηφισίας. (Οι ύποπτες συνθήκες είναι το ότι βρίσκομαι εκεί με μια φίλη και μ’ έναν ταξιτζή. Συγκεκριμένα, με τη φίλη και τον ως τότε άγνωστο ταξιτζή, που μας πήγε ως εκεί. Ναι, τον πήραμε μαζί). Αλλά αυτό άσχετο. Εγώ, όπως είπα, γνωρίζω Αγόρι. Αγόρι που χορεύει ωραία. Ετών 24. Δεν θα πω λεπτομέρειες αλλά φεύγω με την παρέα του και πάμε μπουζούκια. Μετά απ’ αυτή τη βραδιά, βλέπω αυτό το Αγόρι Fogg’s Μπουζούκια σταθερά για 7 (ολογράφως: επτά) ολόκληρους μήνες (ως τον Ιούλιο) με στάνταρ εβδομαδιαίο πρόγραμμα που τηρείται αυστηρά από όλους τους συμμετέχοντες (αυτόν κι εμένα). Το πρόγραμμα έχει ως εξής: Παρασκευή βράδυ έρχεται να με πάρει από τη Νίκαια όπου διαμένει, και βγαίνουμε σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης για χορό. Μετά με γυρνάει σπίτι ΧΩΡΙΣ να ανέβει σπίτι. Γιατί είμαι κουρασμένη. Κυριακή απόγευμα έρχεται σπίτι (και ανεβαίνει). Σάββατο βράδυ ελεύθερο, με τη λογική ότι καθένας κάνει τα κουμάντα του. Δεν ξέρω τι έκανε, δεν ξέρει τι έκανα αλλά ήταν συμφωνημένο ότι κάτι κάναμε. Ξεκάθαρα πράγματα. Για 7 μήνες.
Δεν είχαμε σχεδόν καμία επικοινωνία μέσα στην εβδομάδα, παρά μόνο για τα πολύ σημαντικά, όπως π.χ. όταν έδινε για Προφίσιενσυ (για το οποίο ένα βράδυ με έβαλε να του γράφω τα SOS για κάτι προφορικά ενώ είχα πιει κιόλας, πικρή ιστορία). 14 Φεβρουαρίου, τον ξέρω ενάμιση μήνα. Είναι πάλι Απόκριες, εγώ έχω ντυθεί Lady Gaga (έχω ζωγραφίσει και τον μπλε ελεκτρίκ κεραυνό απ’ το άλμπουμ-ντεμπούτο της κάτω απ’ το μάτι) κι έχω βγει με κάτι κορίτσια συναδέλφους στο Κολωνάκι και περνάμε καλά αλλά τίποτα το τρομερό. Κάποια στιγμή, προς το τέλος της βραδιάς, πάω στο γνωστό μου eleven bar restaurant, κοντά στο σπίτι μου να πιω ένα τελευταίο ποτό. Εκεί, με παίρνει τηλέφωνο το Αγόρι Fogg’s Μπουζούκια. Ρωτάει πού είμαι, του λέω. Λέει να περάσει από εκεί, λέω αν είναι προς τα μέρη μου φυσικά και να περάσει, λέει όχι, δεν είναι προς τα μέρη μου αλλά απλά θα περάσει, δεν θα κάτσει. Λέω ότι δεν καταλαβαίνω, λέει δεν πειράζει και ότι θα με πάρει τηλέφωνο να βγω για μια στιγμή. Και παίρνει. Και βγαίνω. Και μου δίνει κάτι κόκκινα τριαντάφυλλα.
Και φεύγει. Και μένω.
Αυτή ήταν απλά μια εξιστόρηση της κουλότητας της γιορτής, γιατί δεν είναι ότι αναρωτιέμαι αν αυτή η κίνηση σήμαινε κάτι άλλο. Ναι, είναι η γιορτή των ερωτευμένων. Αλλά, δεν μπορεί, κάτι θα μου έδειχνε και τους υπόλοιπους πεντέμισι μήνες. Θα ‘παιρνε κι ένα τηλέφωνο μια φορά Τεταρτιάτικα (ή όποια άλλη μέρα, από Δευτέρα ως Πέμπτη). Θα ‘λεγε ένα «να πάμε για έναν καφέ, βρε αδερφέ». Θα βλέπαμε και καμιά ταινία ολόκληρη (τώρα αυτό δεν είμαι σίγουρη αν είναι ενδεικτικό, τέλος πάντων). Το θέμα είναι ότι όχι. Οπότε, σοβαρά πιστεύω ότι το εν λόγω αγόρι πιθανώς δεν με συμπαθούσε καν, απλά υποθέτω ότι ένιωθε πως είχε μια «υποχρέωση» να κάνει μια «ρομαντική» κίνηση αυτή τη ρημάδα τη μέρα. (Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι μου πήρε κι ένα βρακί). Μόνο αρκουδάκι δεν έφερε. Είμαι εκεί μες στο κρύο έξω απ’ το eleven, ντυμένη με κάτι μεταλλικά μοβ, φλούο φούξια, διχτυωτά γάντια, μπλε ελεκτρίκ λουστρινένια μποτάκια και μάτι-κεραυνό, έχω μείνει με τα κόκκινα τριαντάφυλλα στο χέρι και νιώθω ότι ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν και είμαι 15. Και, μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν λέω για τα γενέθλιά μου, που έγινα 35.
Όχι ότι έχω πολλά να πω, και αυτά που θα πω είναι σίγουρα είναι λιγότερα απ’ τα κεράκια που ήταν πάνω στην τούρτα, αλλά από εδώ κι εμπρός κάπως έτσι θα είναι το πράγμα, οπότε καλύτερα να το συνηθίζω. Ξεκινάμε λοιπόν να πάμε στη La Boom στο Κολωνάκι. Η La Boom είναι κάτι σαν παρωδία των ντισκοτέκ της δεκαετίας του 80 (τις οποίες εγώ πρόλαβα, φυσικά), αλλά είναι γεμάτη συμπαθέστατο και στιλάτο κόσμο (καμία σχέση με τον κόσμο που θα έβλεπες σε αυθεντική ντισκοτέκ της δεκαετίας του 80). Σιντριβάνι στην είσοδο, τα κλασικά χρωματιστά πλακάκια που αναβοσβήνουν στην πίστα, μουσική από τα εύπεπτα 80s μέχρι και «Είναι φάση το αγόρι» (Στάθης Ψάλτης – Καίτη Φίνου). Λέω ε, του πούστη, οι συνομήλικοι φίλοι μου θα νιώθουν άνετα.
Είναι η βραδιά που το Κουτάβι θα συνυπάρξει για πρώτη φορά με τους φίλους μου. Δηλαδή θα τον δουν για πρώτη φορά. Λάθος, όχι για πρώτη φορά. Τον έχουν ξαναδεί σε βίντεο. (Όχι τέτοιο βίντεο, διεστραμμένε). Απλά έχω ποστάρει στο γκρουπ της παρέας μου στο facebook (ναι, έχουμε γκρουπ), ένα βίντεο που το Κουτάβι παίζει ένα σόλο κιθάρα. (Έχω πει ότι είναι δάσκαλος κιθάρας; Είναι). Εκεί, λοιπόν, κάνει ένα τρομερά εντυπωσιακό απίστευτα γρήγορο πράγμα με τα δάχτυλά του. (ΟΚ, είπα «όχι τέτοιο βίντεο» και εννοούσα «όχι τέτοιο *ακριβώς*», αλλά ΟΚ, προκάλεσε τέτοιους συνειρμούς). Το πόσταρα στο γκρουπ απλά για να το δουν τα άλλα κορίτσια και να γελάσουμε, εντάξει; Άρα ναι, τον έχουν δει εκεί. Μόνο που, στο σόλο, το Κουτάβι είναι μόνο του. Και, όταν είναι μόνο του, φαίνεται τελείως νορμάλ (είναι και κάπως μακρινό το πλάνο). Γιατί, σκέψου, αν δεις κάτι μικροσκοπικό σε λευκό φόντο, δεν μπορείς να ξέρεις ότι είναι μικροσκοπικό. Χρειάζεσαι μέτρο σύγκρισης. Πώς σου λένε «με κάθε παραγγελία, δώρο αυτό το σουφλέ σοκολάτας;» Και κάνουν κοντινό στο σουφλέ που γεμίζει τη φωτογραφία και φαίνεται οργιαστικά λαχταριστό και γεμίζει το στόμα σου υγρή σοκολάτα και παθαίνεις μια σιελόρροια; Κι έρχεται μετά με την πίτσα μέσα σε πλαστικό κεσεδάκι και είναι μιάμιση κουταλιά της σούπας;
Και μένεις με το κουτάλι στο χέρι; Αυτό.
Να σημειώσω εδώ ότι σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνω το Κουτάβι με την πικρή απογοήτευση του σουφλέ αλλά αναφέρομαι μόνο στην ψευδαίσθηση που σου δίνει το μέγεθος ενός αντικειμένου που το βλέπεις απομονωμένο, χωρίς να έχεις το μέτρο σύγκρισης που έλεγα. Οπότε, ουσιαστικά, οι φίλοι μου τον βλέπουν για πρώτη φορά. Ευτυχώς, τους έχω προειδοποιήσει όσο μπορώ. Λέω «ευτυχώς», γιατί αλλιώς θα ήμασταν όλο το βράδυ στην Εντατική (είναι και μεγάλοι άνθρωποι) λόγω απανωτών πνιγμών από παροξυσμούς γέλιου που σε συνδυασμό με το ουίσκι προκάλεσαν αναρρόφηση και πιθανώς αιφνίδιο θάνατο. Χτύπα ξύλο. Και, ξαναλέω. Το θέμα δεν είναι το Κουτάβι μόνο του. (Έβαλα και τη φωτογραφία μόνο και μόνο για να φανεί ότι τον αγκαλιάζω και καταφέρνω να τον κρύψω). Το θέμα, λοιπόν, είναι το Κουτάβι με τη φακλάνα (εμένα) πάνω του.
Παρένθεση: Είπα για το φοβερό του ταλέντο στην κιθάρα (που δεν με αφορά ιδιαίτερα) και τον εντυπωσιακό τρόπο με τον οποίο εξασκεί το εν λόγω ταλέντο χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά του (που με αφορά ιδιαίτερα). Το έδειξα (το βίντεο) και σ’ αυτόν, εξηγώντας του το αστείο. Πολύ σοβαρά, μου απαντά: «μόνο που αυτό μπορώ να το κάνω μόνο με το δεξί». Κρίμα κι άδικο. Κρίμα, γιατί, για να μπορέσει να εξασκήσει το ταλέντο, κάθε νύχι στο δεξί του χέρι έχει μήκος που βλέπεις συνήθως σε ημι-μόνιμο ακρυλικό γαλλικό μανικιούρ με στρασάκια, σχεδιάκια και γκλίττερ. Πράγμα που το καθιστά άχρηστο για οποιαδήποτε άλλη χρήση. Κι εδώ είναι που εκτιμάς το Αγόρι Fogg’s Μπουζούκια. Εκείνη την πικρή βραδιά που μετά από μερικούς μήνες γνωριμίας, του έκανα ιδιαίτερο στα Αγγλικά (όχι κατ’ ευφημισμόν, όντως τον βοηθούσα να διαβάσει για Προφίσιενσυ), τον είδα να γράφει για πρώτη φορά. Εγώ: «Ωχ, είσαι αριστερόχειρας; Πώς δεν το είχα προσέξει τόσον καιρό;» Αγόρι Fogg’s Μπουζούκια (χαμογελαστά):
…Γιατί είμαι μόνο στο γράψιμο. Όλα τα άλλα τα κάνω και με τα δύο.
(Αυτή η μικρή ιστορία είναι εδώ). Έχω ξεχάσει τελείως τη σύνδεση που πήγαινα να κάνω (το ορκίζομαι, υπήρχε). Κάτι με το κρίμα της υπόθεσης και το ταλέντο που πάει χαμένο, γιατί εκείνη τη βραδιά στηLa Boom, για δισεκατομμυριοστή φορά στη ζωή μου δεν πίνω επειδή παίρνω αντιβίωση γιατί έχω κάτι γυναικολογικά. Παρόλη τη ματαιότητα, φοράω ένα μοβ φόρεμα με παγιέτες. Κουτάβι: «Είσαι σαν γοργόνα». Εγώ:
Ναι, ούτε να με φας, ούτε να με γαμήσεις.
Τώρα, για ποιο ταλέντο δικό μου λέω; Μάλλον το να συσσωρεύω φορέματα με παγιέτες σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Έλεγα όμως για το ότι οι φίλοι μου έβλεπαν το Κουτάβι για πρώτη φορά. Δεν είναι μόνο το μέγεθος, δεν είναι μόνο η ηλικία (φοβάται βρε η Πίνδος το χιονόνερο;) Όχι, δεν είναι ένα απ’ αυτά. Είναι ο συνδυασμός των δύο. Που κάνει αυτό το αγόρι να φαίνεται 15. Κι εγώ σβήνω τα 35. Μάλιστα, τα σβήνω σε ένα κομμάτι τούρτας που εμφανίστηκε ως έκπληξη (συμβολικά λέμε 35, δεν χωράνε βέβαια 35 κεράκια πάνω σ’ ένα κομμάτι τούρτας. Και σκάσε, γιατί θα στα βάλω αλλού να φέγγουν). Τέλος πάντων, το γεγονός με βρήκε τελείως απροετοίμαστη, οπότε αναγκάστηκα να ευχηθώ κάτι πρόχειρο που μου βρισκόταν εκείνη την ώρα, οπότε αν η τύχη με βρει ξεβράκωτη και μου πάνε όλα σκατά, θα ξέρω πού να ρίξω τις κατάρες. Παρόλα αυτά, είμαι πανευτυχής και περνάω τη βραδιά με το Κουτάβι αγκαλιά. Οι φίλοι μου κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να γελάνε μόνο στα κρυφά, το οποίο δεν πετυχαίνει απόλυτα γιατί τους βλέπω, αλλά η κίνηση μετράει. Και, μιλώντας για κίνηση, χορεύουμε όλοι τρελά. (Από ένα σημείο και μετά, εγώ πασάρω το Κουτάβι στην Αδερφή να ξαποστάσω, γιατί πάτησα και τα 35 και μ’ έχει κοψομεσιάσει). Σε κάποια φάση, εκεί που οι φίλοι κοιτάν αλλού και γελούν διακριτικά, βάζει αυτό το αγαπημένο άσμα:
:
Κάνοντας τις απαραίτητες 70ς χορευτικές φιγούρες, το κεφάλι μου πάει προς διαφορετικές κατευθύνσεις και μάλιστα το Κουτάβι με κάνει στροφές, οπότε το μάτι μου πέφτει σε διαφορετικό φίλο κάθε φορά που παίζει το ρεφρέν. Και, κάθε φορά που ακούγεται η ατάκα «στη μαμά μου θα το πω», κάθε διαφορετικός φίλος μού φωνάζει «μην το πεις!» Όλοι τους! Ξεχωριστά! Όχι, δεν το κάνουν για πλάκα. Όχι, δεν είναι συνεννοημένοι. Όχι, δεν είναι σκηνοθετημένο. Είναι το κοινό αίσθημα: «Μην της το πεις, λυπήσου την!» Είναι τόσο αυθόρμητη αυτή η αντίδραση να προστατεύσουν τη Μάνα που, αν το μάθει, πραγματικά θα συγκινηθεί.
Οπότε, στη μαμά μου θα το πω.