Όπως έλεγα, το καλοκαίρι του 2011 άρχισα ομοιοπαθητική. Ένα σημαντικό πράγμα -λέει- στην ομοιοπαθητική, όταν πας πρώτη φορά και λες όλα σου τα προβλήματα στο γιατρό, είναι η λεγόμενη “ετερο-περιγραφή”. Η «ετεροπεριγραφή» είναι ο τρόπος με τον οποίο θα σε περιέγραφαν οι άλλοι, όλα αυτά δηλαδή που θα έλεγαν τα πιο κοντινά σου πρόσωπα -που σε ξέρουν καλά- για να σε χαρακτηρίσουν. Η ετεροπεριγραφή πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική και κοντά στην αλήθεια. (Αν δεν έχεις ιδέα τι να περιμένεις από το πρώτο σου ραντεβού με το γιατρό, αυτά τα βγάζεις εκείνη τη στιγμή απ’ το κεφάλι σου -κι εύχεσαι οι φίλοι σου να σε νομίζουν έξυπνη, γνωστική και σκεπτόμενο άτομο). Γενικά, καλό είναι να μην πέσεις τελείως έξω και καλό είναι επίσης να μην πας να ρωτήσεις τη γνώμη του περιπτερά της γειτονιάς που σε γουστάρει (εκτός βέβαια κι αν έχεις διατηρείς δεσμό δέκα ετών με τον περιπτερά, άλλο αυτό). Εγώ τυχαίνει να ξέρω από πριν ότι θα μου ζητήσει ο γιατρός αυτή την ετεροπεριγραφή, οπότε λέω να προετοιμαστώ και να ‘χω μαζί μου σκονάκι.
Ξέρω ότι η Αδερφή και η Μάνα θα μου πουν πάνω-κάτω τα ίδια, οπότε, για να μην μπω σε συζητήσεις χωρίς νόημα, χωρίς τέλος και χωρίς ελπίδα, κάνω τη λιγότερο επίπονη επιλογή και διαλέγω την Αδερφή. Ωραία. Πάει αυτό. Το θέμα είναι ότι χρειάζομαι και κάποιον εκτός οικογένειας. Μούμπλε μούμπλε. Χμμμ… Μια και, για χιλιοστή φορά, θα πω ότι είμαι βαθιά αντικοινωνικό άτομο, δεν νομίζω ότι κανένας από τους φίλους μου με έχει ζήσει στενά κι από κοντά για αρκετό καιρό ώστε να κάνει γι’ αυτό που χρειάζομαι. Νομίζω ότι οι περισσότεροι έχουν μάλλον λάθος εντύπωση (ναι, συνήθως προσπαθώ να προστατεύω αυτούς που δεν έφταιξαν σε τίποτα από τη σκληρή πραγματικότητα του εαυτού μου, ας με νομίζουν καλύτερα ροζ, τσουλέ και ελαφρόμυαλη). Μόνο που, ο μόνος άλλος άνθρωπος που (έχει την ατυχία να) σε ζει από πολύ κοντά είναι ο Άλλος, δηλαδή το εκάστοτε έτερον ήμισυ. Χμμμ… Κάτσε να σκεφτώ.
Ο τελευταίος Άλλος που κράτησε ικανό διάστημα είναι ο Άχρηστος Παλιοκαργιόλης. Χμμμ… βέβαια, εδώ δεν εμπιστευόμουν Άχρηστο Παλιοκαργιόλη να αλλάξει μια λάμπα, κι αν του μίλαγα ξανά θα τον έβριζα για τα λεφτά που μου χρωστάει, κι αν τον έβλεπα κι από κοντά θα του άλλαζα εγώ τα φώτα, άρα θα πίστευα ποτέ ότι αποτελεί ιδανική επιλογή; Μάλλον όχι. Οπότε, ποιος;
Χμμμ… δεν έχω επιλογή. Στέλνω μήνυμα σε Αθώο Άγγλο. Αθώο *Παντρεμένο* Άγγλο. Χωρίσαμε πριν δέκα χρόνια (εδώ). Αλλά Αθώος Άγγλος απαντά. Ρωτάει τι έγινε και γιατί χρειάζομαι ομοιοπαθητική. Εξηγώ μέσες άκρες ότι δεν έγινε τίποτα σοβαρό και αν μπορεί να μου στείλει 2-3 προτασούλες μόνο, με μια γενική περιγραφή. Αθώος Άγγλος με παίρνει τηλέφωνο. Αφού μιλάμε για κανά μισάωρο, λέει θα μου τη στείλει στο email μου. Το ίδιο βράδυ, μου στέλνει μια σελίδα κείμενο.
Μετά από το τηλεφώνημα κι αυτά που μου γράφει, με πιάνει μια ανείπωτη θλίψη και μελαγχολία. Περίμενα -όπως και πήρα- αληθινά (και όχι απαραίτητα ευχάριστα) λόγια από την Αδερφή, αλλά αλήθεια δεν έχω ιδέα τι περίμενα απ’ αυτόν. Ήταν απλά ο μόνος που μπορούσα να ρωτήσω, κι έχω απόλυτη συναίσθηση της ρομπίασης του να ρωτάς “ποια είμαι;” έναν παντρεμένο άνθρωπο που ζει σε άλλη χώρα από την οποία σηκώθηκες κι έφυγες (εγώ τον χώρισα) πριν δέκα χρόνια. Πιο χαμηλά δεν πάει. Δηλαδή πάει, αλλά ο Θεός τότε με σταμάτησε από το να ρωτήσω Αστείο Αγόρι, με τους ουρανούς να ανοίγουν και εκκωφαντικό ηχητικό εφέ με ηχώ:
Ειρήνη, έχεις ήδη πιάσει πάτο! Άσ’ το τηλέφωνο κάτω!
Τέλος πάντων, δεν ξέρω τι περίμενα από Αθώο Άγγλο. Αλλά δεν περίμενα να διαβάσω αυτό το γράμμα που απευθυνόταν στο γιατρό, που έλεγε ότι με γνώρισε από τα 19, ότι πιθανώς να έχω αλλάξει από τότε αλλά δεν το νομίζει, γιατί ο χαρακτήρας μου φαινόταν διαμορφωμένος από πολύ παλιότερα, πολύ πριν με γνωρίσει. Το γράμμα που έλεγε προκαταβολικά συγγνώμη αν με προσβάλλει, και μετά με περιέγραφε με… πολύτιμα λόγια (ναι, ξέρω ότι ακούγεται αηδία αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω), με εικόνες που είχα ξεχάσει και πράγματα που, όταν έχεις συνηθίσει για καιρό να βλέπεις τον εαυτό σου με τα μάτια των άλλων που σε πρωτογνωρίζουν, δεν τα βλέπεις πια και δεν έχουν τίποτα να κάνουν με γκλίτερ και με παγιέτες -τις οποίες τότε δεν φόραγα καν. Μεταξύ άλλων, έλεγε:
Από τους ανθρώπους που θεωρεί δικούς της, είναι σχεδόν αβάσταχτα απαιτητική αλλά συγχρόνως μπορούν να βασιστούν στο ότι θα είναι αμετακίνητα πιστή…
Αυτό το γράμμα ουσιαστικά περιέγραφε αυτά που πιστεύω κι εγώ για τον εαυτό μου (κάπου εκεί βαθιά κρυμμένα), αυτά που πιστεύω ότι με κάνουν άνθρωπο που ψιλοαξίζει να γνωρίσεις, και, αν έχεις τέτοια γρουσουζιά και κατάρα πάνω σου, ίσως και να αγαπήσεις. Αυτά που εύχομαι να πιστέψει κι Όποιος είναι (όχι “όποιος να ‘ναι”, όχι ακόμα) που θα τύχει να βρεθεί στο δρόμο μου. Αυτά που αγαπώ κι εγώ από μένα. Το έχει πει και η αξιαγάπητη -κατ’ εμέ- Κάρι στο Sex & the City (και, το ‘χω πάρει απόφαση, αποκλείεται να μην είσαι φαν και να το διαβάζεις αυτό το μπλογκ): Αν βρεις κάποιον που σ’ αγαπάει για αυτό που εσύ αγαπάς τον εαυτό σου, αυτό είναι υπέροχο.
Ναι, είναι.
Όπως υπέροχη ήταν κι η στιγμή που όταν Αθώος Άγγλος είχε έρθει για πρώτη φορά να με δει στο σπίτι των Γονιών μου, το καλοκαίρι μετά το εξάμηνο που πέρασα στην Αγγλία, τότε ακόμα ήμασταν πιο πολύ ερωτευμένοι με την *ιδέα* του ότι είμαστε ερωτευμένοι και, καθισμένοι ένα βράδυ στην κουζίνα, είπε ασυναίσθητα κάτι σχεδόν από μέσα του, δεν θυμάμαι τι, ήταν κάτι που δεν είπε για να το ακούσω και να απαντήσω, μιλούσε στον εαυτό του, ήταν δικό του προσωπικό αστείο. Και γέλασα, και απάντησα σαν να είναι δικό μου. Και γύρισε και με κοίταξε. Και κοιταχτήκαμε. Και μου είπε απλά:
So… it’s You.
Και δεν με άφησε ποτέ να έχω καμία αμφιβολία. Ποτέ. Γι’ αυτό, δεν περίμενα ότι γίνεται να ξεχάσεις το πώς είναι να σ’ αγαπάει κάποιος αληθινά. Η λήθη, βέβαια, μπορεί να είναι ένας προσωρινός αμυντικός μηχανισμός. (Η ηλιθιότητα, πάλι, μπορεί να είναι αμυντικός μηχανισμός που διαρκεί για πάντα, αλλά κοστίζει λιγουλάκι πιο ακριβά). Έτσι ήταν να αγαπάς και να σ’ αγαπούν. Και καλά που δεν ρώτησα Άχρηστο Παλιοκαργιόλη, ο οποίος επέμενε πεισματικά ότι μ’ αγαπούσε, παρόλο που αρνιόταν να μου πει γιατί. Έχουμε πει πόσο μικρός είναι ο κόσμος, έτσι; Χτες, λοιπόν (θυμίζω, καλοκαίρι 2011), μιλάω με κάποιον (ωραίο) άγνωστο στο facebook και μου λέει ότι έχουμε κι έναν κοινό γνωστό, ρωτάω ποιον, μου περιγράφει έναν τύπο, λέω ότι δεν ξέρω κανέναν τέτοιο τύπο, μου περιγράφει μια φωτογραφία μου… Καλέ! Ο Άχρηστος Παλιοκαργιόλης! Είναι -λέει- παντρεμένος τώρα. Μην κάνω την αριθμητική. Η αγάπη, κράτησε μια μέρα (αφού έφυγα).
Άραγε, τα δικά μου τα λεφτά τι πλήρωσαν; τα προσκλητήρια, τα κουφέτα ή το γαμήλιο ταξίδι;
Μετά το πρώτο ταξίδι που ο Αθώος Άγγλος έκανε για να με δει, ακολούθησαν κι άλλα. Για τον ένα χρόνο που είχαμε σχέση από απόσταση, βλεπόμασταν μια φορά το μήνα, συνήθως ερχόταν αυτός άλλες φορές πήγαινα εγώ. Τότε, δεν είχαμε skype, δεν είχαμε facebook, δεν είχαμε msn, δεν είχαμε email, δεν είχαμε κινητά. Μόνο γράμματα (δεκάδες), καρτοτηλέφωνα και «πετάω την Παρασκευή». Κάθε ταξίδι είχε ένα κοινό. Όταν ερχόταν η στιγμή να χωρίσουμε, στο αεροδρόμιο, Αθώος Άγγλος άφηνε τα δάκρυα κι έτρεχαν. Ποτάμι. Κάθε φορά. Θυμάμαι ότι τον φιλούσα να τα σκουπίσω, τον παρηγορούσα όπως μπορούσα αλλά από μέσα μου τον θεωρούσα αδύναμο, έλεος, ένας μήνας ήταν μόνο. Άκουγα κάτι τέτοιο:
Αν δεν σε είχα γνωρίσει, θα ήταν πανεύκολο. Αλλά τώρα, ξέρω πώς είναι. Και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό.
Το περασμένο σαββατοκύριακο (πάλι, μιλάω για κοντά στο καλοκαίρι 2011), είμαι Why Sleep με τη Φίλη. Σε κάποια φάση, Φίλη πάει για κατούρημα. Μετά από λίγο, κι ενώ έχουν πλησιάσει επικίνδυνα διάφοροι υπερβολικά φιλικοί αλλόφυλοι πρόθυμοι να μου κάνουν παρέα, Φίλη επιστρέφει και μου λέει: “Τι σου ‘φερα;” Κοιτάζω. Ωχ! Το Ροζ Πουκάμισο Γκάζι! Με το που κοιταζόμαστε, βάζουμε και οι δυο τα γέλια. Γελάμε για κανά δίλεπτο. Χαιρόμαστε πολύ που βλέπουμε ο ένας τον άλλον, λέει ότι είχε χάσει κινητό κι έχει χάσει το τηλέφωνό μου, λέω “βέεεβαια”, πάω να του την πω για πλάκα και μιλάω δήθεν σοβαρά χρησιμοποιώντας το όνομά του, ας πούμε: “Άκου εδώ, Χρήστο!” αυτός ξαφνικά κατσουφιάζει και λέει κάτι τύπου (με άλλα ονόματα): “Δεν με λένε Χρήστο, με λένε Χάρη”. Σιγή. Ουπς! ΟΚ, έκανα λάθος, το παραδέχομαι. (Προς υπεράσπισή μου, μιλάμε για τέτοια κοντινή αναλογία ονομάτων). Και δεν φταίω εγώ. Αλλά πού να εξηγήσω ότι ΠΑΝΤΑ τον αναφέρω (και τον σκέφτομαι) ως “Ροζ Πουκάμισο Γκάζι”; Του δείχνω και το κινητό μου, έτσι τον έχω αποθηκευμένο. Με βάζει να του κάνω κλήση. Ωραία, το λύσαμε. Δεν με μισεί. Αυτή η παρένθεση φαίνεται άσχετη αλλά δεν ήταν τελείως. Ήθελα να πω ότι μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ξεχνάς πώς είναι και το Άλλο.
Το Άλλο, που όταν στην Αγγλία είχα πάει μια φορά από το Μπέρμινχαμ στο Λονδίνο για να μείνω ένα βράδυ και την άλλη μέρα να ξυπνήσω και να πάω για δεύτερη συνέντευξη στα Boots, τότε που ένιωθα μικρό κοριτσάκι, μόνη και φοβισμένη, χωρίς να το ζητήσω, Αθώος Άγγλος με άκουσε χάλια στο τηλέφωνο και οδήγησε 3 ώρες το βράδυ μετά τη δουλειά, απλά να έρθει να κοιμηθεί δίπλα μου και να ξανα-οδηγήσει το πρωί 3 ώρες να ξαναπάει δουλειά. Ήταν τόσο κουρασμένος, ούτε δυο λέξεις δεν ανταλλάξαμε, απλά μ’ αγκάλιασε κι έπεσε δίπλα μου.
Έφυγα οριστικά απ’ την Αγγλία παρόλο που τον αγαπούσα και που μ’ αγαπούσε. Για μένα, δυστυχώς, κάτι δεν υπήρχε πια. Τον έβλεπα σαν αδερφό μου (κλισέ, αλλά θλιβερά αληθινό). Για εκείνον ήταν πάντα όπως παλιά. Του είχα γράψει τότε ένα τελευταίο γράμμα (πλέον είχαμε email αλλά ήθελα να το έχει σε χαρτί) και του έλεγα πολλά, δεν θυμάμαι τι, αλλά θυμάμαι μια σκηνή. Έλεγα ότι αν έρθει ποτέ το Τέλος του Κόσμου και χρειαστεί να μπούμε στη μάχη ενάντια στο Κακό, εγώ κι αυτός θα πολεμάμε δίπλα-δίπλα. Και, με γνήσια λογική Harry Potter -που μου φαίνεται απόλυτα σωστή- του έλεγα να μην φοβάται τίποτα, γιατί το ότι αγαπήθηκε τόσο θα είναι για πάντα εντυπωμένο πάνω του, σαν φυλαχτό που κανείς δεν μπορεί να του πάρει μακριά. Πάντα να το θυμάται…
…Γιατί, ναι, το ξεχνάς. Ξεχνάς πώς είναι η Αγάπη. (“Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν…” -έχω και λαϊκό ρεπερτόριο, όχι, παίζουμε). Και δεν θέλω να το ξεχνάω. Αλλά ήταν σοκ όταν μου το θύμισε ο Αθώος Άγγλος με το μήνυμά του που άρχιζε με:
Γεια σου, είμαι εγώ, ο πάλαι ποτέ πρώην σου και για πάντα αδερφός σου από άλλη μητέρα.
Ήταν Αγάπη. Και δεν ξεχνιέται. Απλά δεν θέλω και να μου το θυμίζω κάθε μέρα, γιατί δεν θέλω να το σκέφτομαι όλη την ώρα και να ζω συνέχεια ένα δράμα. Το δράμα της ματαιότητος των επιπόλαιων (παρότι αναγκαστικών) επιλογών της ζωής μου. Αν επικεντρωνόμουν σ’ αυτό, δεν θα έβγαινα έξω ποτέ αλλά θα καθόμουν σπίτι κάθε βράδυ και θα πλάνταζα στο κλάμα, θα πέρναγαν δύσκολα τα μπαρ, θα χρεοκοπούσαν τα ταξί, θα ‘κλεινε o Hondos και το Sephora, θα γονάτιζα τη χαρτομαντηλο-βιομηχανία και την παγωτο-βιομηχανία. (Θα ‘παιρνα και τουλάχιστον 286 κιλά, κι άντε να βρεις γερανό Σάββατο βράδυ). Ούτε αστειάκια, ούτε χασκογελάκια, ούτε λιπ γκλος, ούτε ντισκομπάλες, ούτε χρυσά φορεματάκια. Σκέτο δράμα, σου λέω. Ασπρόμαυρο. Κι εγώ δεν μπορώ, θέλω κάτι από ροζ φουξιομόβ, από μεταλλιζέ τιρκουάζ ή από μπλε ελεκτρίκ…
…και καλό τέλος.