Γράφτηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2011
Μέσα στην εβδομάδα, Μπαμπάς παίρνει τηλέφωνο από το χωριό (Βρίσα Μυτιλήνης), όπου έχουν ξεμείνει με τη Μάνα και κάνουν ακόμα διακοπές. Μπαμπάς: «Ειρήνη, τι νέα;» Ο μπαμπάς μου δεν με ρωτούσε «τι νέα;» σχεδόν ποτέ, όσο δούλευα, έτρεχα σ’ όλη την Αθήνα κι έλειπα απ’ το σπίτι 16 ώρες το 24ωρο. Τους τελευταίους μήνες που κάθομαι μες στη γκαρσονιέρα μου και πετάω τάπες (του νιπτήρα και της μπανιέρας), με ρωτάει «τι νέα;» κάθε δυο μέρες. Θα αρχίσω να επινοώ διάφορα. «Και, που λες, Μπαμπά, σκέφτομαι να πάω στο Νεπάλ σε βουδιστικό μοναστήρι, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν πρέπει να ξυρίσω τα μαλλιά μου και αν είναι υποχρεωτικό να φοράω πορτοκαλί, γιατί ξέρεις ότι σιχαίνομαι το πορτοκαλί…» και άλλα τέτοια.
Συνέχεια τηλεφωνήματος. Μπαμπάς: «Ειρήνη, δύο πράγματα: Πρώτον, δες την αλληλογραφία γιατί κάτι ακούστηκε στην τηλεόραση για έξτρα φόρους, κοίταζε αν έρθουν». (Ήρθαν μπάι δε γουέι, κι εγώ, όντας άνευ εισοδήματος, το πήρα βαρέως). Μπαμπάς: «…Δεύτερον, κάτι ακούστηκε επίσης ότι έχουν έρθει καινούριοι κατάλογοι ΙΚΕΑ. Κοίταζε και γι’ αυτούς». Μιλάμε για επαναπροσδιορισμό της γνωστής έκφρασης «εκτός τόπου και χρόνου». Κάτι τέτοια ακούν στο Υπουργείο Οικονομικών και φορολογούν και ψύλλου πήδημα. Ας φορολογήσουν και ψηλού πήδημα. (Με κοντούς παρακαλώ πολύ να έχουμε φοροαπαλλαγή, είναι άνευ αποδοχών).
Προς το τέλος του τηλεφωνήματος, Μπαμπάς: «Ειρήνη, και ξέρεις, εμείς εδώ είμαστε για ό,τι χρειαστείς…» Εκτός από τα νέα μου, κάθε δυο μέρες, Μπαμπάς με ρωτάει και αν έχω λεφτά. Εγώ η πτωχή πλην τίμια, καθυστερώ το αναπόφευκτο όσο μπορώ, προσπαθώ να διατηρήσω μια ψευδαίσθηση αυτονομίας, γιατί ντροπή κιόλας, είμαι και μιας κάποιας ηλικίας που θα έπρεπε να μπορώ να αντιμετωπίσω την ανεργία με αυτά που τόσα χρόνια που δουλεύω έχω βάλει στην άκρη. (Θα κάνω εδώ μια παύση γιατί γελάω, ας γελάσει και όποιος θέλει μαζί μου). Με λίγα λόγια, αν ψάχνεις γι’ αυτά που ‘χω βάλει στην άκρη, δεν θα βρεις άκρη. Οι Γονείς βέβαια έχουν απόλυτη επίγνωση της απόλυτης έλλειψης δικών μου αποταμιεύσεων, οπότε έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται. «Πού τα βρίσκει αυτή τα λεφτά;» «Αυτή ξόδευε κάθε μήνα το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν τριτοκοσμικού έως και αναπτυσσόμενου κράτους στο Hondo και στα Mac (όχι της Apple, της Estee Lauder)». Εδώ που τα λέμε, είναι γεγονός πως όταν είχε βγει μια φήμη –νομίζω πέρυσι- ότι ο Hondos δεν πήγαινε καλά και ίσως να κλείσει, πανικοβλήθηκα τόσο που εξόρμησα αλαλαγμένη χώνοντας ό,τι να ‘ναι, από αρώματα μέχρι σερβιέτες στο φούξια καλάθι μου, να συνεισφέρω, μπας και το σώσουμε. Πώς λέει το κράτος, «παιδιά δώστε γιατί θα κλείσουμε;» Ε, εγώ έσωσα το Hondo. Ό,τι θεωρεί πατρίδα του κανείς.
Για το Hondo ρε γαμώτο!
Πράγμα που μου θυμίζει και μια ακόμα θαυμάσια εμπειρία του καλοκαιριού μου (μία από τις πολλές), όταν είχα πάει μόνη σε μεσημερο-απογευματινό πάρτι στο μπιτς μπαρ των Βατερών (για μένα το «όπου κι αν πας με καλή παρέα θα περάσεις ωραία» δεν ισχύει και βάλε κι ότι μεγάλωσα σε μια εποχή που βγαίναμε και μόνοι μας και ήμασταν όλο το μαγαζί μια παρέα. Οπότε αν γουστάρω να πάω κάπου πάω και μόνη μου). Εκεί λοιπόν, εν μέσω ημίγυμνων δεκαεξάχρονων σε τεκιλο-παραλήρημα, γνωρίζω νάνο. Όχι και καλά κάποιον πολύ κοντό, όχι. Το αυθεντικό. Δεν ξέρω ποιος είναι ο πολιτικά ορθός όρος, μάλλον θα έπρεπε να το ψάξω αλλά βαριέμαι. Ο νάνος είναι γύρω στα 40-45. Και κάπου 1,40-1,45. Μου πιάνει την κουβέντα. Εκεί, για πρώτη φορά στη ζωή μου καταλαβαίνω πώς είναι να σου κάνουν συνέχεια πατ-πατ στον ώμο για να κατέβεις να σου μιλήσουν. Συνέχεια. Εγώ σιχτίριζα και ορκίστηκα απλά να μην μιλάω ποτέ σε ψηλούς, εκτός κι αν αυτοί το αρχίζουν πρώτοι. Μεταξύ άλλων, Νάνος: «Είσαι σαν ζωγραφιστή». Εγώ: «Μα *είμαι* ζωγραφιστή!» (Αυτή ήταν και η μοναδική σύνδεση με το παραπάνω θέμα των καλλυντικών).
Και φτάνουμε στην Τετάρτη που μας πέρασε. Κανονίζω με Αδερφή να πάμε για καφέ στο Χαλάνδρι. Αδερφή αργεί, ο καφές γίνεται ποτό. Πάμε B.Bluz. Βραδιά latin-r’n’b’. Περνάμε καταπληκτικά γιατί χορεύουμε ασταμάτητα και φοράμε φλατ, συνδυασμός που για μένα και για Αδερφή είναι πολύ κοντά στον ορισμό της ευτυχίας. Προς το τέλος, κάτω απ’ τον υπερυψωμένο χώρο που είμαστε, τύπος μου χαμογελά πλατιά. Πολύ πλατιά. Τύπος είναι τόσο πλατύς που γεμίζει όλο το οπτικό μου πεδίο, συμπεριλαμβανομένης περιφερειακής όρασης. Μιλώντας για περιφέρεια, μιλάμε για εύρος ως εκεί που φτάνει το μάτι. Ο τύπος είναι ένας νομός από μόνος του, με λόφους, πεδιάδες, λόγγους, βουνά, ραχούλες, όταν κάνει μπάνιο και πρέπει να σαπουνίσει αφαλό, λέει στο σαπούνι «πάμε πλατεία;» Υπερβάλλω. Αλλά λίγο. Τύπος –του οποίου ολόκληρη η έκταση είναι καλυμμένη με λεπτό λευκό λινό- έρχεται πάνω στο υπερυψωμένο μας σημείο. Με πιάνει να χορέψουμε λάτιν. (Που εγώ δεν ξέρω). Εκείνος τα πάει μια χαρά, μου μιλάει. Σύντομα, ρωτάει: «Πόσων χρονών είσαι». Απαντάω «34». Τύπος: «Αν ήταν όλες σαν κι εσένα, θα μέναμε χωρίς δουλειά!» Εύλογη ερώτησή μου: «Δηλαδή;» Κι εκεί Τύπος λέει ότι ασχολείται με καλλυντικά. Εδώ νιώθω έναν μικρό θρίαμβο, γιατί το καλοκαίρι γνώρισα -και φτύστηκα από (πρόσεξε την παθητική φωνή)- Φέρελπι Νέο του οποίου η δουλειά είχε σχέση με καλλυντικά, και να που η μοίρα έφερε στο δρόμο μου Τύπο με Καλλυντικά Νούμερο 2! Που κάνει και για τρεις! Κυριολεκτικά.
Εκείνη την ώρα έρχεται και χορεύει μαζί μου πελώριος (με την άλλη έννοια) εβένινος βραζιλιανο-τέτοιος επαγγελματίας χορευτής που εμφανίζεται και κάνει περφόρμανς στο μαγαζί (τον λένε Jefferson Luiz), Extra Large Καλλυντικά δεν μασάει (μάλλον για αλλαγή), συνεχίζει αμέσως μετά να χορεύει μαζί μου και να μου μιλά. Αδερφή (με θαυμασμό): «Χώνεται παντού ε;» Εγώ: «Φαντάσου να χωρούσε κιόλας…» Extra Large Καλλυντικά ρωτάει πού μένω, λέω, ρωτάω κι εγώ, λέει «Πολιτεία, αλλά δεν μένω πολύ καιρό, πρόσφατα γύρισα Ελλάδα» Ε, ρωτάω φυσικά «και πού ήσουν;» «Αγγλία, Αμερική, Γαλλία». «Και τι έκανες εκεί;» Κι αρχίζει και μου λέει. Κάτι σπουδές, κάτι διδακτορικά στη Μοριακή Βιολογία, μετά Παρίσι και καλλυντικά, «…και μετά γύρισα Ελλάδα και αγόρασα τις τάδε μάρκες καλλυντικών…» (οι μάρκες που ανέφερε δεν ήταν ευρείας, δεν τις βρίσκεις στο υπόγειο, όχι. Μιλάμε για πολύ πολύ πολύ τοπ). Εγώ (εσωτερικά, μπερδεμένη): «Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη, μια στιγμή…τι είπες;» Εγώ (φωναχτά): «…τις… αγόρασες;» Extra Large Καλλυντικά: «Ναι.» Εγώ (εσωτερικά):
Λοιπόν, έχουμε και λέμε… μια μεζονέτα στον Παράδεισο Αμαρουσίου, 2-3 χωράφια με ελιές στη Μυτιλήνη, εξοχικό υπό κατασκευή στη Μυτιλήνη με πρόσβαση σε ιδιωτική παραλία, ξέρω να μαγειρεύω, αγγλικά, γαλλικά, άμεσα διαθέσιμη…
Εδώ που τα λέμε, επιτέλους παρουσιάστηκε η ευκαιρία μου να μην νιώθω εγώ χοντρή δίπλα στον άλλον. Ο από μηχανής χοντρός! Αυτή η λέξη και βασικά όλο το κείμενο γνωρίζω ότι όχι μόνο δεν είναι πολιτικά ορθά αλλά μάλλον είναι προσβλητικά, πράγμα που με κάνει να αυτομαστιγώνομαι αλλά τα επιτρέπω στον εαυτό μου κατ’ εξαίρεσιν και μόνο λόγω της παρακάτω συνέχειας). Ξανά στο θέμα μας. Το οποίο είναι ότι σοβαρά, αν ξανακούσω το «εσύ τι (άθλημα) παίζεις;» ή «μπορώ να σου κάνω εγώ προπόνηση» (κι αυτό δεν είναι υπονοούμενο, είναι απλά ατάκα ΤΕΦΑΑ), θα ουρλιάξω. Αλλά βλέπεις, εξηγείται, γιατί οι επιλογές σιλουέτας μου είναι οι εξής δύο: ή το «έχω αφεθεί» όπου μιλάμε για κοντή στρουμπουλή βιοχλαπάτσα ή το «έχω γαμηθεί (στο γυμναστήριο)» όπου μιλάμε για παλαιστή με κυτταρίτιδα. Αυτά τα δύο παίζουν. Και όταν το ΤΕΦΑΑ βλέπει μπροστά του τον παλαιστή, του βγαίνει ενστικτωδώς μια αντίδραση επίθεσης. Τη μεταφράζει σε «πέσιμο» (ευτυχώς δηλαδή, γιατί θα γυρνούσα κάθε σαββατόβραδο και με μαυρισμένο μάτι). Αλλά νισάφι πια. Extra Large Καλλυντικά: «Θες λοιπόν να βγούμε για φαγητό;» Εγώ δεν είμαι απόλυτα σίγουρη, τα μασάω (τι; μόνο αυτός;) λέω ότι δεν βγαίνω για φαΐ. Extra Large Καλλυντικά: «Αυτό είναι το πρόβλημα; φαγητό, ποτό, ό,τι θες. Και για δεντροφύτευση σε πάω!» Σ’ αυτό το σχόλιο έδωσα τηλέφωνο. Διότι πλάκα-πλάκα…
…το χρήμα πολλοί εμίσησαν, το χιούμορ ουδείς.
Extra Large Καλλυντικά με φτύνει πλήρως. Μάλλον είμαι κάτω απ’ τα στάνταρ του. Άδικη κοινωνία. Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις. Και φτάνει Παρασκευή βράδυ. Δεν είναι να βγω, μιλάω με Αγόρι στο chat, Αγόρι με το οποίο μιλάω πολύ καιρό και το συμπαθώ κιόλας. Βέβαια, όχι ότι ξεχνάω ότι πριν λίγες μέρες το εν λόγω Αγόρι έχει πει: «Ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ στη ζωή μου;» «Τι;» «Ότι θα γεράσω». Εγώ: Σιγή. Γιατί μόλις έγινε 26. Τέλος πάντων, δεν του κρατάω κακία. Απόψε λέει να τα πούμε από Skype (=κλήση με web cam), δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω, λέω ΟΚ. Βάφομαι στα γρήγορα ένα πρόχειρο μην με δει και τρομάξει. Μου λέει «σε 10’», την κόβω τη δουλειά ότι μιλάει σε άλλη, δεν βαριέσαι. Βάφομαι λίγο καλύτερα. Μετά λέει «σε λίγο», παίζει παιχνίδι. ΟΚ, περιμένω. Όσο περιμένω, δοκιμάζω μια νέα τεχνική αϊ λάινερ. Πετυχαίνει το αϊ λάινερ. Τον Πούλο. Θα βγω.
Πάω μόνη (πάλι) στο Suite στην Κηφισιά. Wet r’n’b party. Της ακολασίας. Χορεύω, κοινωνικοποιούμαι, περνάω εξαίρετα. Προς το τέλος της βραδιάς, βλέπω Αγόρι που έχω γνωρίσει πριν το καλοκαίρι στο ίδιο μαγαζί, δεν θυμάμαι αν έχω πει την ιστορία, δεν θυμάμαι ούτε και το όνομά του και τον λέω κάτι άσχετο, πληγώνεται ελαφρώς αλλά το ξεπερνάμε. Αυτό όμως που σίγουρα θυμάμαι είναι ότι αφού είχαμε φύγει τότε μαζί κατά τις 6 το πρωί προς παρακμιακό άφτερ μαγαζί σε εμπορικό κέντρο στο Μαρούσι, μετά, -φουλ μέρα, Σάββατο 8 το πρωί, μαγαζιά, αθώοι περαστικοί- για αδιευκρίνιστο λόγο, με είχε να περπατάω πάνω-κάτω το Μαρούσι (ψάχναμε παγκάκι; απόμερο πεζούλι; δεν ξέρω). Αυτός 23 (χρονών) με αθλητικά, εγώ 34 με τακούνια. Μετά από άπειρη ώρα ανελέητου βασανιστηρίου, με το που βλέπω ταξί, φεύγω και τον αφήνω σύξυλο. Το άλλο που θυμάμαι από εκείνη την τρελή βραδιά, είναι η σουρεάλ συζήτηση μέσα στο αυτοκίνητο, από Κηφισιά προς Μαρούσι. Αγόρι Περιπατητής: «Έλα ρε, πήγαινες 4ο Λύκειο Αμαρουσίου; Κι εγώ! Ποιους καθηγητές είχες;» Παύση. Εγώ (ατάραχη): «Οι δικοί σου καθηγητές σου μπορεί να ήταν δικοί μου συμμαθητές…»
Να σημειώσω εδώ ότι το Αγόρι Περιπατητής παίζει μπάσκετ και -μα να μην το βούλωνα πριν- με ρωτάει όχι μόνο τι παίζω/ κάνω σαν άθλημα αλλά ΚΑΙ λέει ότι μπορούμε να κάνουμε προπόνηση μαζί. (Διότι φυσικά είναι προφανές ότι θα ήμουν ένα πολλά υποσχόμενο αστέρι στο μπάσκετ). Πάντως, Αγόρι Περιπατητής είναι πασιχαρής που με ξαναβρήκε, θέλει να με πάει ως το σπίτι, στραβώνει το κλειδί του αυτοκινήτου και για λίγο έχουμε ένα δράμα στην Κηφισίας αλλά κι αυτό το ξεπερνάμε, με πείθει να πάμε πάλι στο παρακμιακό άφτερ μαγαζί. Βγαίνοντας στο φως, πάλι κατά τις 8, κάθομαι στο πρώτο πεζούλι που βρίσκω μη και του μπουν ιδέες για περιπάτους. Αγόρι: «Μου το κρατάς απ’ την άλλη φορά, ε;» Γελάω. Συνεχίζει: «Πάντως αν θες πάμε σπίτι μου, μένω μόνος μου». Εγώ: «Δεν μου λες παιδί μου, έχεις μανούλα;» Αυτός: «Ναι». Εγώ: «Τότε ΔΕΝ μένεις μόνος σου. Αποκλείεται οποιαδήποτε ελληνίδα μάνα να σ’ άφηνε εσένα να μείνεις μόνος σου. Αποκλείεται! Απλά οι γονείς σου λείπουν. Έτσι δεν είναι;» Αγόρι Περιπατητής (μουτρωμένα): «Ναι». Αυτή τη φορά του δίνω τηλέφωνο πριν φύγω, με βάζει να τον πάρω κιόλας για να το ‘χει σίγουρο. Παίρνω ταξί και πάω Λαϊκή.
Η βραδινή αμφίεση έχει έκπτωση στα ροδάκινα.