Θυμάσαι εκείνη την εβδομάδα που μπήκε η Άνοιξη; Συγκεκριμένα, ήταν Τρίτη. Πράγμα που μου θύμισε ένα αστείο μέσα σε ένα βιβλίο της Marian Keyes (Sushi for Beginners) σχετικά με το ακριβοθώρητο καλοκαίρι στην Αγγλία, όπου μιλάνε κάτι γκόμενες και ρωτάει μία «…θυμάστε πέρυσι το καλοκαίρι;» και απαντάει η ηρωίδα: «ναι αμέ, νομίζω ότι έπεφτε Τρίτη». Ευτυχώς, στην Ελλάδα αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που ΔΕΝ έχουμε, αλλά φέτος όλοι μας περιμέναμε την Άνοιξη με τέτοια λαχτάρα που, εκείνη την Τρίτη 20 Μαρτίου, νιώσαμε όλοι μαζί μια συλλογική ανακούφιση, σαν να κρατάγαμε για μήνες την αναπνοή μας και επιτέλους αφεθήκαμε και ήρθε η αγαλλίαση. Λιακάδα, πουλάκια να κελαηδούν, λουλούδια να μοσχοβολάνε και δεν πα ο κόσμος να καίγεται, θα σκάσει το χειλάκι μας ένα χαμόγελο και ό,τι και να γίνει, θα έρθει το Καλοκαίρι. Ο ερχομός της Άνοιξης για την Ελλάδα είναι Εθνική Εορτή.
Μιλώντας για Εθνικές Εορτές, μετά από εκείνη την Τρίτη, έρχεται και Σαββατοκύριακο, όπως συνηθίζει. Σάββατο προς Κυριακή έχουμε αλλαγή ώρας που γίνεται εαρινή ενώ Κυριακή είναι 25η Μαρτίου, η επίσημη Εθνική Εορτή. Δηλαδή πολλές αφορμές για γιορτή. Εγώ αποφασίζω να γιορτάσω στο πολυαγαπημένο μου μαγαζί, το Suite. Έχω ήδη στείλει sms στο Αγόρι Περιπατητή: «Αυτό δεν είναι γκομενικό μήνυμα. Αλλά αν πας Suite, πες μου». Το παιδί έχει απαντήσει πως ναι, απόψε θα είναι εκεί. Βγαίνω με Φίλη για ποτό νωρίς στο Άσπρο Πιάτο στο Χαλάνδρι, έπειτα Φίλη παραδίδει όπλα κι εγώ ξεκινάω για εκεί. Μετά από τους συνομήλικους με φουλ ρυτίδα ή μποτοξαρισμένη φάτσα στο Άσπρο Πιάτο (είναι από τα λίγα μαγαζιά που μαζεύουν και κόσμο άνω των 30), το Suite είναι όλο χειλάκια πετροκέρασο και μάγουλα βερίκοκο, σωστή παιδική χαρά. Πώς λέμε «η χαρά του παιδιού». Ε, είναι όλη δική μου.
Αμέσως εντοπίζω Περιπατητή, ο οποίος έχει ομορφύνει εντυπωσιακά και αυτό το έχουν προσέξει και διάφορα άλλα κοριτσάκια που τιτιβίζουν γύρω-γύρω, χασκογελάνε, τον πιάνουν, χορεύουν μαζί του και τα γνωστά (είναι ψηλός κι αθώος, συμβαίνει αυτό σε κάτι τέτοιους). Περιπατητής έχει πιει πολύ αλλά ακόμα είναι στην ανέμελη και χαρούμενη φάση: «απολαμβάνω απρόσμενη και ανέλπιστη προσοχή από παντού». Εγώ κρατάω μια απόσταση να αφήσω το παιδί να κάνει δουλειά του και χορεύω διακριτικά εκεί δίπλα. Μιλάω με φίλο του που ξέρω και είναι πολύ καλό παιδί, με συστήνουν και σε καινούριο φίλο, βλοσυρό, βαρύ κι αμίλητο, που πίνει στο μπαρ και απλά κοιτάζει γύρω του σοβαρά και βλοσυρά. Δεν δίνω σημασία, εν τω μεταξύ, κάθε 15 λεπτά, Περιπατητής αποπροσανατολίζεται και με πλησιάζει με ημι-άγριες διαθέσεις. Είναι αυτό το εκστατικά ενθουσιασμένο αλλά συγχρόνως αγχωμένο: «Θεέ μου! Μα τόσες επιλογές! Χάνω το μυαλό μου, δεν ξέρω τι να διαλέξω, πάω γύρω-γύρω να μην αφήσω καμία παραπονεμένη!» (το οποίο βέβαια, ως γνωστόν, δεν πιάνει, γιατί έτσι απλά εκνευρίζονται όλες και έχεις αυξημένες πιθανότητες να μείνεις με το ποτό στο χέρι. Τα έχουμε ξαναπεί. Από μια στιγμή και μετά, το κλειδί είναι στην επικέντρωση του ενδιαφέροντος). Για κακή του τύχη, παράλληλα, Περιπατητής συνεχίζει να πίνει με τέτοιο ρυθμό που, ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, απλά θα ροχαλίζει σε ξένο κρεβάτι αντί για το δικό του. Λίγο αργότερα, αποφασίζει να φύγει με συνοπτικές διαδικασίες, διότι πλέον έχει περάσει στη φάση του «θέλω να κοιμηθούμε αγκαλιά».
Με τη διαφορά ότι απευθύνεται στη λεκάνη της τουαλέτας.
Και μένω εγώ με τον Αγγελικό Φίλο και το Βλοσυρό Φίλο. Σε κάποια φάση εμφανίζεται ο Κουστουμάτος (που γνωρίσαμε εδώ) και με χαιρετάει. Τον ρωτάω πού είναι απόψε ο αγαπημένος μου σερβιτόρος και μου δείχνει στο βάθος το Τρισχαριτωμένο Πλασματάκι (με εντυπωσιάζει που θυμάται ποιον λέω). Του λέω ότι είναι αστείο γιατί έχουν κι άλλον ένα σερβιτόρο που μοιάζει στο Τρισχαριτωμένο Πλασματάκι, και συμφωνεί: «ναι, τους προμηθευόμαστε απ’ το ίδιο μαγαζί». Γελάω κι από μέσα μου σκέφτομαι ότι ίσως κάποια μέρα πρέπει να δώσω στον Κουστουμάτο μια ευκαιρία. Αλλά όχι απόψε. Επίσης, γεννιούνται καίρια ερωτήματα. Αυτούς που είναι απ’ το ίδιο καλούπι, τους παίρνουν χονδρική; Το κατάστημα δέχεται πιστωτικές; Και πόσο κοστίζει η αποστολή κατ’ οίκον;
Με αμπαλάζ ή χωρίς;
Δεν ρωτάω τίποτα απ’ αυτά, βέβαια, εγώ απλά πίνω και χορεύω. Βλοσυρός Φίλος με κοιτάζει έντονα και κακά. Τον αγνοώ. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο τραγούδι χορεύω, αλλά οι στίχοι περιέχουν τη λέξη «θέλω» στο ρεφρέν και το τραγουδάω. Βλοσυρός Φίλος μου μιλάει: «Τι ακριβώς θέλεις;» Όπα. Καλέ, τρόμαξα. Εκτός του ότι αυτή η ερώτηση είναι επικίνδυνη γιατί η απάντηση μπορεί να πάρει 3 χρόνια, είναι μια ερώτηση που όταν στην κάνει κάποιος ξαφνικά, είναι γιατί διατίθεται κάτι να δώσει (αυτό το «κάτι» δεν είναι βέβαια αυτό που εσύ μπορεί να θέλεις, πάντως ΚΑΤΙ είναι κι αυτό). Και να κάνω τώρα ένα βήμα πίσω. Βλοσυρός Φίλος είναι πολύ βλοσυρός. Και κοιτάζει κάπως κακά και δεν χαμογελάει. Επίσης, τον είδα πριν λίγο να ασχολείται με το κινητό του, μάλλον έστελνε sms είτε σε μία γκόμενα είτε σε πολλές (είναι μια ώρα δύσκολη). Αυτά είναι τα μείον.
Αλλά. Ξαναλέω, «ΑΛΛΑ». Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι το εξής: Βλοσυρός Φίλος είναι όμορφος. Ναι, απέκρυψα αυτή την πληροφορία διότι ως τώρα ήταν τόσο βλοσυρός που δεν με αφορούσε. Αλλά τώρα που έχει σημασία, θα το ξαναπώ. Πολύ πολύ όμορφος. Το «τι θέλεις;» είναι η 3η πιο συνηθισμένη ερώτηση που μου απευθύνει το αντίθετο φύλο μετά το «μένεις μόνη σου;» και «θέλεις να έρθω να σου κάνω παρέα;» κι εγώ του απαντάω κάτι παπαριές που δεν θυμάμαι κι εκείνος δηλώνει χωρίς φόβο και πάθος τη διάθεση και την προθυμία του να «δώσει». Κοινώς, μου την πέφτει ελαφρώς αλλά μόνο λεκτικά και κάπως αποστασιοποιημένα. Ξαναλέω ότι είναι πολύ πιο όμορφος από μένα ότι αρχίζει να χαμογελάει και αρχίζει να έχει και κάπως επεκτατικές διαθέσεις προς το άτομό μου. Επικίνδυνα πράγματα. Παρόλα αυτά, εγώ ακόμα είμαι νηφάλια και λαμβάνω υπόψη μου τα εξής δεδομένα: α) τα μηνύματα που τον είδα να στέλνει για τα οποία ρωτάω και μου τα μασάει και β) είναι φίλος του Περιπατητή και δεν θέλω να τα μπλέκω. Βέβαια, Περιπατητής σηκώθηκε κι έφυγε και εγώ το είχα δηλώσει ότι δεν επικοινώνησα μαζί του γκομενικά. Άρα αυτό δεν πιάνεται. Απ’ την άλλη, η γκόμενα μάλλον υφίσταται και δεν θα σηκωθεί να φύγει έτσι απλά. Οπότε συγκρατούμαι και δεν ασχολούμαι. Μόνο που συνεχίζω να πίνω.
Κάποια στιγμή, η μουσική σταματά και μας διώχνουν. Βγαίνουμε παρέα οι τρεις μας, εγώ, ο Αγγελικός Φίλος και ο Πρώην Βλοσυρός Φίλος. Έξω τελείως μέρα. Αγγελικός Φίλος λέει ότι οπωσδήποτε θα με πάει σπίτι (είναι και τζέντλεμαν), εγώ λέω πάω να πάρω ταξί, αυτός επιμένει, λέει όμως να πάμε πρώτα να φάμε κάτι στο φούρνο. Είναι 25η Μαρτίου, έχει αλλάξει η ώρα, είναι Άνοιξη, είναι χαρά Θεού, η Κηφισιά κούκλα, λέω «πάει στο διάολο». Εκεί απέναντι απ’ το Suite έχει ένα θεϊκό φούρνο (πάνω στην Κασσαβέτη), τον οποίο επισκεπτόμουν καθημερινά τα δύο χρόνια που δούλευα στην περιοχή, τότε που ακόμα έτρωγα σαν νορμάλ άνθρωπος. Τώρα πλέον οι φούρνοι δεν έχουν να μου προσφέρουν τίποτα (δεν τρώω ούτε ζάχαρη ούτε τίποτα ψωμένιο/ ζημωτό/ με βάση το αλεύρι) αλλά δεν με πειράζει ιδιαίτερα γιατί όπως είπα, έχω πιει, έχω παρέα και δεν ήθελα να τελειώσει ακόμα η ωραία βραδιά (αυτό είναι πάντα η καταστροφή μου). Στο φούρνο λέμε κάτι μπούρδες όπου θυμάμαι να εξηγώ στον Αγγελικό Φίλο (που είναι πολύ όμορφος αλλά δεν τον έχω δει ποτέ να το εκμεταλλεύεται) ότι είναι σαν χνουδωτό αρκουδάκι -πράγμα που τον πληγώνει ανεπανόρθωτα- ενώ ο άλλος, ο Πρώην Βλοσυρός Φίλος είναι ακριβώς το αντίθετο. Αυτό το σατανικό σέξι πράγμα του μαλάκα που ξέρεις ότι είναι μαλάκας αλλά σου χαμογελάει κι εσύ αντιδράς σαν γρανίτα φράουλα στο καταμεσήμερο. Αν είσαι κορίτσι, ξέρεις.
Αυτός τρώει πίτσα, εσύ τρως τα μούτρα σου.
Τα παιδία τρώει, λοιπόν. Μετά, άντε να πηγαίνουμε σπίτια μας σιγά-σιγά. Αγγελικός Φίλος και Πρώην Βλοσυρός Φίλος συζητάνε το πού μένω σχετικά με το πού μένουν, συμφωνούν ότι είναι πιο λογικό να με πάει Πρώην Βλοσυρός Φίλος, πανικοβάλλομαι, λέω «ΟΧΙ, ΟΧΙ, πάω να πάρω ταξί!», δεν μ’ αφήνουν, Πρώην Βλοσυρός Φίλος χαμογελάει επικίνδυνα, ΟΚ, τη βλέπω τη δουλειά. Αλλά ξεκινάμε. Εγώ –το λέω για χιλιοστή φορά- έχω πιει. Αλλά κάνω φιλότιμη προσπάθεια να διατηρήσω ένα σοβαρό και καθωσπρέπει ύφος, ώστε να μην δώσω εσφαλμένη εντύπωση. Εννοείται ότι αυτό αποδεικνύεται εντελώς αδύνατον και σύντομα το τρώει η μαρμάγκα. Στο δρόμο του ρίχνω κλεφτές ματιές (είναι χάρμα οφθαλμών), του λέω πού πρέπει να στρίψει10 εκατοστάπριν την κάθε στροφή και μπορεί και να έχω αρχίσει και να χαχανίζω κιόλας. Φτάνουμε κάτω απ’ το σπίτι μου. Τον ευχαριστώ πολύ, πάω να φύγω. Δεν μ’ αφήνει. Και εκεί ακριβώς, αρχίζει ένας μαραθώνιος αγώνας αυτοπειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης, που κρατάει δύο ώρες. Ναι, καλά διάβασες. ΔΥΟ ΩΡΕΣ.
Δεν είναι ότι ανεβαίνουμε σπίτι και κρατάει εκεί το πράγμα δύο ώρες. Όοοοχι φίλε μου. Καμία σχέση. Δεν πάμε σπίτι. Την πρώτη ώρα την περνάμε στο αυτοκίνητο κάτω απ’ το σπίτι, ενώ εγώ προσπαθώ να φύγω ανεπιτυχώς. Δεν είναι το «αρχίζω και ουρλιάζω βοήθεια γειτόνοι και είμαι πραγματικά θυμωμένη και το δείχνω» αλλά το άλλο, το βλαμμένο, το «ξέρω ότι πρέπει να φύγω αλλά η αλήθεια είναι ότι περνάω εξαίρετα» το «τραβάτε με κι ας κλαίω», αυτό που δεν βγάζει ακριβώς νόημα αλλά βγάζει εκείνη την ώρα στο δικό μου το ηλίθιο μυαλό και πρέπει να με δεις μεθυσμένη για να αντιληφθείς περί τίνος πρόκειται. Θυμάμαι ότι ρωτάω για την κοπέλα του και λέει ότι έκανε πλάκα και δεν έχει κοπέλα και έστελνε μηνύματα σε φίλο του και πάει να μου δείξει κινητό κι εγώ είμαι τόσο ζώον που σχεδόν τον πιστεύω. Έχω πει: Παρακαλώ πολύ μην μου λέτε ψέματα γιατί εγώ θα τα πιστέψω, ειδικά αν ΘΕΛΩ να τα πιστέψω. Σε μια στιγμή παράνοιας, βλέπω πίσω στο αυτοκίνητο μια καφέ δερμάτινη ζώνη κι αρχίζω και ουρλιάζω ότι είναι ζώνη της κοπέλας του, ενώ είναι ζώνη για βάρη. (Μα φυσικά. Στο δικό μου σύμπαν όλοι είναι 20-25 χρονών και γυμνάζονται. Συνήθως παίζουν μπάλα. Κυριολεκτικά και μεταφορικά). Επίσης, εδώ και τουλάχιστον μία ώρα, είναι τελείως μέρα. Αρχίζουν και κυκλοφορούν περαστικοί. Όχι ότι κάνουμε τίποτα, (ΟΚ, μετά από πολύ μεγάλη πίεση, σε κάποια φάση φιλιόμαστε. Αλλά ΠΟΛΥ μεγάλη πίεση). Παρόλα αυτά, οι περαστικοί έχουν πιθανότητες να με ξέρουν και είναι κάπως προφανές ότι δεν είμαστε εκεί επειδή ετοιμαζόμαστε να πάμε Εκκλησία. Του λέω: «Σταμάτα, οι άνθρωποι μας βλέπουν!» Αυτός:
Ε τότε έλα κάτσε πάνω μου!
Ναι, κι εγώ έκανα την «Γουάτ Δε Φακ» φάτσα. Διότι αυτό δεν βγάζει νόημα ούτε καν για μένα, όσο ουίσκι κι αν έχω πιει. Αλλά έχει και συνέχεια. Αφού επιτέλους βγαίνω απ’ το αυτοκίνητο, βγαίνει κι αυτός για να με πάει μέχρι την πόρτα (ναι, εννοείται «και καλά»). Τη δεύτερη ώρα, λοιπόν, την περνάμε σε πιλοτή-είσοδο-σκάλες-ασανσέρ. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, ενώ με έχει σε στριμώξει σε μια γωνία (ξαναλέω, δεν κάνουμε τίποτα αλλά οι προθέσεις είναι σαφέστατες), περνάει καλή και ήσυχη γειτόνισσα που ξέρω πιο πολλά χρόνια από όσα είναι αυτός γεννημένος, η οποία πανικοβάλλεται, φέρνει το χέρι στα μάτια και αναφωνεί: «Ω! Συγγνώμη, συγγνώμη, δεν είδα τίποτα, συγγνώμη!» Η γειτόνισσα ξέρει και την ηλικία μου. Ω τι ντροπή.
Και τώρα, είμαι σίγουρη ότι όλοι θα θεωρούν εμένα υπεύθυνη και θα με κατηγορούν σιωπηλά για το παρακάτω περιστατικό: Πριν από κάποιο καιρό, τότε που τον έβλεπα τακτικά, είχα περάσει μια βραδιά με το The Artist Formerly Known As Koutavi, κατά την οποία ήμουν αδιάθετη. Μια και υπήρχε μια σχετική οικειότητα μεταξύ μας (αυτομούντζα), το ότι ήμουν αδιάθετη δεν είχε ιδιαίτερη σημασία και οι διαδικασίες ακολουθήθηκαν κανονικά, χωρίς το θέμα να αποτελεί εμπόδιο. Το επόμενο πρωί, κατεβαίνω να πάω σούπερ μάρκετ και στην είσοδο της πολυκατοικίας, στον πίνακα ανακοινώσεων, βλέπω καρφιτσωμένο ματωμένο προφυλακτικό με σημείωμα που ουσιαστικά έλεγε ντροπή και αίσχος σ’ αυτόν που το πέταξε στο φωταγωγό και να έρθει να το πάρει. Εκτός του ότι οι απορίες μου για το ΠΟΣΟ διεστραμμένος ήταν αυτός που μάζεψε(!!!) το χρησιμοποιημένο, αηδιαστικό και ματωμένο προφυλακτικό ώστε να το καρφιτσώσει εκεί ήταν άπειρες, ο πανικός μου έτεινε επίσης στο άπειρο, και αμέσως έστειλα sms στο The Artist Formerly Known as Koutavi ότι αν ήταν αυτός, θα τον σκίσω. Ευτυχώς, με καθησύχασε ότι δεν είναι τόσο γύφτος. (Και τον πιστεύω, βασικά γιατί νομίζω πως τα πέταξα εγώ). Αλλά, ακόμα και η ίδια μου η Μάνα είχε πει «όλοι θα νομίζουν ότι ήσουν εσύ». Τότε, ίσως όχι. Μετά από την 25η Μαρτίου, δεν νομίζω ότι υπάρχει ουδεμία αμφιβολία.
Εν τω μεταξύ, ο Πρώην Βλοσυρός Φίλος (δεν είναι καθόλου βλοσυρός πλέον, πίστεψέ με), έχει φτάσει σε ένα απελπισμένο στάδιο που λέει Ο,ΤΙ μαλακία να ‘ναι ώστε να έρθει σπίτι μου, ενώ με τραβολογάει από σκάλα, σε κιγκλίδωμα, σε ασανσέρ (δεν μένω σε ουρανοξύστη, 4 όροφοι είναι, αλλά περιπλανιόμαστε μια ώρα ακριβώς). Παράδειγμα: «Άσε με να έρθω μόνο να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό, μην μ’ αφήσεις να διψάω». Εγώ: «Πήρες μπουκάλι νερό και το ‘χεις στο αυτοκίνητο, πριν μου έδωσες και ήπια μια γουλιά». Δεν πτοείται με τίποτα, απλά αλλάζει θέμα. Στο τέλος, ζητάει να ανταλλάξουμε τηλέφωνα και κάνει να πάρει το δικό μου να γράψει το δικό του. Φτηνό κόλπο. Αν του έδινα το τηλέφωνό μου, σίγουρα δεν θα το ξανάβλεπα ποτέ αν δεν ενέδιδα. Μετά από τα (πάρα μα πάρα) πολλά, ξεφεύγω και τον αφήνω στο ασανσέρ και τρέχω να ανέβω τον τελευταίο όροφο με τα πόδια. Ξεκλειδώνω με την ψυχή στο στόμα το τελευταίο οχυρό. Επιτέλους, είμαι σπίτι. Χτυπάει το κινητό μου. Αυτός. «Άσε με να έρθω, να μιλήσουμε μόνο, τίποτα άλλο, μόνο να μιλήσουμε». Ναι. Θα έμπαινε μέσα, θα προλάβαινα να πω «βγάλε παπούτσια και π…» …Δύο λεπτά αργότερα, αφού θα είχε πετάξει το προφυλακτικό στο φωταγωγό, θα ολοκλήρωνα τη φράση μου:
…λύνε χέρια, με αυτή τη σειρά.
Φυσικά, την επόμενη μέρα νιώθω κατάπτυστη γιατί είμαι σίγουρη ότι είχε κοπέλα και βέβαια ο Θεός να μας φυλάει από αγόρια που νομίζουμε ότι «έχουμε» αλλά εκείνα είναι διατεθειμένα να περάσουν ΔΥΟ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΩΡΕΣ κάνοντας ό,τι μπορούν για να πηδήξουν μια ξένη γκόμενα. Αργότερα την ίδια μέρα, ανεβάζω στο facebook αυτό: «Διάβασα ότι πέθανε ο φωτογράφος Eric Watson, υπεύθυνος για το video clip του αγαπημένου μου τραγουδιού όλων των εποχών. Σήμερα το πρωί, γυρνώντας σπίτι εν μέσω απερίγραπτων συνθηκών, ένιωσα *ακριβώς* όπως τότε που ήμουν 14 χρονών. Σ’ ευχαριστώ Eric. Και σ’ ευχαριστώ Θεέ μου για τα καλοκαίρια, τα αγόρια και για τη μουσική.»
Καμιά εβδομάδα μετά, αποφασίζω να βγω με αγόρι που είχα γνωρίσει μια κουλή βραδιά μέσα στα Χριστούγεννα. Λέω «κουλή» γιατί είχαμε βγει με παρέα για καφέ και κάπως καταλήξαμε στο Big Apple στο Κολωνάκι. Εγώ, βέβαια, ήμουν ντυμένη για καφέ. Με φλατ μπότα και ένα σεμνό πλεκτό φόρεμα με κολάν. Όταν είπαμε να πάμε για ποτό, πάω τουαλέτα και βγάζω το κολάν να μην ζεσταίνομαι. Για τη μπότα που είναι φλατ και με κάνει να φαίνομαι σαν χόμπιτ, δεν μπορώ να κάνω πολλά, ανεβαίνω τουλάχιστον πάνω σε ένα σκαλί να έχω μισό μέτρο θέα. Και πάλι, σε σχέση με τις αιθέριες κολωνακιώτικες υπάρξεις που φοράνε ελάχιστα, είμαι σαν την καθαρίστρια που κάνει διάλειμμα για τσιγάρο. Παίρνω λοιπόν την τύχη μου στα χέρια μου. Δηλαδή, το πλεκτό μου φόρεμα στα χέρια μου. Το τραβάω, το σκίζω να μεγαλώσει η λαιμόκοψη, το κατεβάζω στο ντεκολτέ, δένω τα μανίκια μπροστά και το κάνω στράπλες. (Σημείωση: Τα ρούχα μου είναι υποχρεωμένα να υπογράψουν συμφωνητικό ότι παραιτούνται κάθε νόμιμου δικαιώματος από τη στιγμή που εισέρχονται στην ιδιοκτησία μου και ότι συναινούν σε παντός τύπου μεταποιήσεις ανά πάσα στιγμή, ακόμα και βίαια, αν εγώ κρίνω ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη. Και δεν φέρω καμία ευθύνη). Πάντως, τώρα, κάτι πάει κι έρχεται.
Εκεί λοιπόν στο Big Apple, ποτέ το κινητό μου δεν έχει σήμα. Καθόλου όμως. Και τυχαίνει να βλέπω κάποιον πίσω μου να στέλνει μήνυμα. Αυθορμήτως, τον ρωτάω: «Εσύ δηλαδή πιάνεις εδώ μέσα;» Όπου μου απαντάει κατευθείαν, στο δευτερόλεπτο, κάτι τύπου «γιατί, θέλεις το τηλέφωνό μου;» με πολύ παιχνιδιάρικο ύφος (το οποίο, όπως έχεις καταλάβει, είναι η καταστροφή μου). Και πράγματι ανταλλάσσουμε τηλέφωνα, παρόλο που συνολικά εκείνη τη βραδιά ανταλλάσσουμε μόνο μισή κουβέντα και τίποτα άλλο. Τις επόμενες μέρες ανταλλάσσουμε μηνύματα και μιλάμε και στο facebook και το παιδί έχει πλάκα και μάλιστα αυτό το άμεσο στις απαντήσεις του που συναντάς όταν του κόβει του άλλου –πράγμα πιο δυσεύρετο κι από ξεχασμένο πενηντάευρο στην τσέπη του τζιν σου. Παραλίγο να τον δω Παραμονή Πρωτοχρονιάς σε μια φάση απελπισίας, αλλά είπα να μην τον κουβαλήσω από Νέα Μάκρη (όπου διαμένει) και προτίμησα ένα τοπικό προϊόν (Μελίσσια). Δυστυχώς, το Φεβρουάριο μπήκε στρατό και δεν καταφέραμε ποτέ να συγχρονιστούμε ώστε να ειδωθούμε ως τώρα. Μην αναρωτηθείς πόσων χρονών είναι. Η ηλικία είναι μία: 24. Πλέον, έχω γίνει εξπέρ. Αρκεί να φιλήσω κάποιον γεννημένο το 1988 και θα το καταλάβω:
Ήταν καλή χρονιά.
Μετά από τόσον καιρό λοιπόν, κανονίζουμε να πάμε για καφε-ποτό στο Χαλάνδρι. Είναι χαριτωμένος, διασκεδαστικός και μυρίζει υπέροχα. Η βραδιά θα ήταν πάρα πολύ ευχάριστη αν μέναμε στο να λέμε άκακες μαλακίες και να γελάμε. Δυστυχώς, όμως, αρχίζουμε να μιλάμε κάπως σοβαρά. Πρώτα για την κρίση, μετά για το στρατό και μετά για τα μελλοντικά του επαγγελματικά σχέδια. Μέσα σε όλα αυτά, αναφέρει το ότι οι γονείς του έβαλαν μέσον για να πάει στρατό στην Αττική και, όταν βλέπει ότι δεν χαίρομαι ιδιαίτερα που το ακούω, μου αναλύει γενικότερα πώς δεν μπορείς να λειτουργήσεις με το νόμο σ’ αυτή τη χώρα γιατί κανείς δεν το κάνει και δεν πρόκειται ο ίδιος «να είναι ο μαλάκας». Λέμε πολλά πάνω σ’ αυτό και συνεχίζει υποστηρίζοντας την ίδια άποψη, ότι όταν όλα και όλοι λειτουργούν με βύσματα και ρουσφέτια για να κάνουν τη δουλίτσα τους, εκείνος δεν πρόκειται να μένει στην απέξω και μια ζωή να ταλαιπωρείται άδικα. Εγώ λέω διάφορα για αξίες, ιδανικά, αξιοκρατία και διάφορα κομμουνιστικά, λέω ότι αυτή η νοοτροπία είναι που μας οδήγησε σ’ αυτό που ζούμε. Λέει πως αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως είναι, δεν θα σκεφτόταν κι αυτός έτσι, αλλά δεν έχει επιλογή. Λέω ότι απ’ τον καθένα μας μπορεί να γίνει η αρχή, ότι όλοι έχουμε επιλογή να γίνουμε εμείς η αλλαγή, αυτός με λέει ονειροπόλα και ανεδαφική. Όταν ακούς ένα 24χρονο αγόρι να στα λέει αυτά, είναι λίγο θλιβερό. Ακόμα κι αν το πιστεύει στα 40 του, θες στα 24 να είναι αλλιώς. Ας είναι το «πού ‘σαι νιότη που ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος». Αλλά όχι. Δεν καταφέρνουμε να ξεφύγουμε απ’ το θέμα και ακόμα το συζητάμε όταν με γυρνάει σπίτι. Μ’ αρέσει. Είναι έξυπνος. Και μυρίζει ωραία. Και φεύγω χωρίς καν ένα φιλί στο μάγουλο.
Την επόμενη εβδομάδα, κανονίζω με άλλο αγόρι που έχω γνωρίσει πριν κάνα χρόνο αλλά δεν έχω δει ποτέ από κοντά. Όπως έγραψα στο facebook: «Δεν έχω τίποτα να κάνω απόψε, μου μιλάει αγόρι στο chat, μιλάμε αραιά και πού ένα χρόνο τώρα, λέω “βρε δεν πάει στο διάλο, ας βγούμε”. Προσπαθώ να συνεννοηθώ απ’ το chat. Δεν βγαίνει και πολύ νόημα. Λέει να μπω skype. Ούτε εκεί (φυσικά) βγαίνει νόημα. Τον παίρνω τηλέφωνο μπας και γίνει καμιά προκοπή. Και πάλι, κανένα νόημα. Λέει “δεν έχω σήμα”. Εγώ: “Ναι, μόνο που το κεφάλι σου είναι που δεν έχει”. Γενικά, πάντως, είναι τόσο χαριτωμένος και τόσο βλαμμένος που μου φαίνεται αξιαγάπητος. Τελικά τα καταφέρνουμε και κανονίζουμε και πάω να τον βρω αυτόν και την παρέα του κάπου μακριά. Πρώτα σε μια καφετέρια-μπαρ στο Ίλιον και μετά πάμε σε ο-Θεός-να-το-κάνει-club στο Μπουρνάζι. Τρελή παρακμή. Αλλά αυτό δεν είναι το πρόβλημα. Από κοντά είναι περίπου30 κιλά και φαίνεται σε ηλικία που τον ακουμπάς κι αμέσως σε μπουζουριάζει η αστυνομία και σε παν φυλακή. Αλλά ούτε αυτό είναι το πρόβλημα. Σε κάποια φάση, μέσα στο αυτοκίνητο (οδηγεί φίλος του, όχι αυτός), κάτι λέμε και λέει ότι δεν πιστεύει πως το αλκοόλ έχει σχέση με τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Επίσης, χρειάζεται να τον πιέσω για να βάλει ζώνη. Αργότερα, στο «club» στο Μπουρνάζι, με σηκώνει πάνω (ναι, όλοι επιχειρούν να με σηκώσουν, ακόμα κι αν τους ρίχνω20 κιλά) και στο κατέβασμα, κατά λάθος, χτυπάω λίγο μια κοπέλα πίσω μου. Αμέσως της ζητάω χίλια συγγνώμη και της σκουπίζω το παντελόνι. Εκείνος μου λέει «σιγά μωρέ, και τι έγινε, δεν έπαθε τίποτα, δεν χρειάζεται να είσαι και τόσο καλή!» Μάλιστα. Περιττό να πω ότι κι από εκεί έφυγα πάλι χωρίς ούτε ένα φιλί στο μάγουλο.
Η συνείδησή μου, μου κάνει χαλάστρα.