Παρόλο που έχουν περάσει 10 ολόκληρες μέρες από την επέμβασή μου, “καλά” δεν με λες. Παρόλο που μου είπαν “σε 3 μέρες θα είσαι μια χαρά”, είμαι παραπάνω από δύο τρομάρες. Βγαίνω έξω για πρώτη φορά το Σάββατο (δηλαδή 8 μέρες μετά), και την Κυριακή την περνάω σε κώμα, με 39 πυρετό, ζαλάδες, ναυτίες κι άντε ξανά-μανά αντιβίωση. Το Σάββατο, λοιπόν, πάμε στο πρώην Μπλε (τώρα το λένε Cabana ή κάτι τέτοιο), για χαλαρό καθιστό ποτό, για να μην κουραστώ εγώ η παθούσα. Καμία σχέση. Καί δεν μας έκατσε το χαλαρό, καί δεν του κάτσαμε. Σε κάποια φάση που χορεύω (με φλατ, κι εγώ για χαλαρά πήγαινα), μένει για λίγο πάνω μου το βλέμμα ενός χαριτωμένου σερβιτόρου. Μέγα Λάθος. Στη συνέχεια της βραδιάς, όποτε περνάει από δίπλα τον κοιτάζω με λατρεία (είπαμε, έχω να βγω απ’ το σπίτι μια εβδομάδα), παραλίγο να του πέσουν του παιδιού κάτι καφάσια που κουβαλούσε πάνω στο κεφάλι, πάλι καλά που δεν είχαμε κανά ατύχημα (επιπλέον, γιατί έχουμε αρκετά ήδη). Κάποια στιγμή που ξαποσταίνω, με ρωτάει γιατί σταμάτησα να χορεύω, του εξηγώ ότι μόλις έκανα εγχείριση και το πάω λάου-λάου, μου λέει: “Εσένα δεν σε φοβάμαι”.
Εκτός του ότι στη φορολογική μου δήλωση τα “Ιατρικά Έξοδα” διαβεβαιώνουν το άκρως αντίθετο από το “αυτή δεν παθαίνει τίποτα”, σκέφτομαι ότι συγχρόνως κάνει Μέγα Λάθος Νούμερο 2. Που δεν με φοβάται. Γιατί, στην κατάστασή μου, εύκολα λέω σε Αδερφή να τον πάρει σηκωτό (εγώ δεν κάνει να σηκώνω βάρη), και να τον φέρει σπίτι μου όπου δεν θα τον ξαναδεί ποτέ το φως της ημέρας. Να με φοβάται, λοιπόν.
3 βράδια είχα μείνει μέσα στο νοσοκομείο. Πέμπτη, Παρασκευή (η μέρα της επέμβασης) και Σάββατο. Το πρώτο βράδυ κάνει μπιπ μπιπ το κλασικό sms: “Πού είσαι εσύ;” (Παρεμπιπτόντως, αν το “πού” το έστελνε όντως με τόνο, θα τον ζητούσα σε γάμο). Αλλά, τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Τι να πεις τώρα; “Στο κρεβάτι του πόνου”; Ο άλλος είναι ικανός να βάλει με το νου του S&M πράματα. Και να απαντήσει: “Έχω και μαστίγιο, να ‘ρθω μια βόλτα;” Πάμε στην Παρασκευή βράδυ (μέρα επέμβασης) που, έτσι για να μου θυμίζει πιο ένδοξες εποχές, χτυπάει το κινητό μου. Εγώ σε ημι-κώμα, τέζα, με ορούς, σωληνάκια, φουλ πανσιόν οπερασιόν, μανιφίκ. Μετά πόνου και κόπου, απαντάω στο τηλέφωνο. Από μέσα ακούγεται χαμός. Άνθρωπος: “Έλα, πού είσαι;” Εγώ: “Καλέ μου Άνθρωπε, (που δεν σε έχω γνωρίσει ποτέ από κοντά αλλά -λέει- με είδες κάπου στο Γκάζι και με ερωτεύτηκες και βρήκες από κάπου το τηλέφωνό μου -αυτή είναι μία άλλη ιστορία), δεν είναι καλή στιγμή.” Άνθρωπος: “Μα γιατί, είμαι Πανόρμου, εσύ πού είσαι;” Εγώ: “Η αλήθεια είναι ότι είμαι δίπλα (στην Ευρωκλινική) αλλά αλήθεια δεν είναι καλή στιγμή”. Άνθρωπος: “Στο κρεβάτι είσαι;” Εγώ: “Ναι, αλλά δεν είναι αυτό που νομίζεις”.
Άνθρωπος: “Είσαι με παρέα;” Εγώ: “Ναι, με δυο νοσοκόμες…”
Από εκεί κι έπειτα, η συζήτηση πήγε άπατη.
Αφού παίρνω εξιτήριο και είμαι πλέον σπίτι μου, περνάω την πρώτη νύχτα με (σχετική) επιτυχία. Με ξυπνάει το τηλέφωνο. Το σταθερό. Οι συνήθεις ύποπτοι τηλεφωνικής κλήσης στο σταθερό είναι οι εξής: Μάνα, Αδερφή, Eurobank, Εταιρία Ερευνών. Η Μάνα και η Αδερφή κάτι ξέρουν και δεν παίρνουν πριν το μεσημέρι. Οπότε απαντώ κοφτά και ημιεχθρικά (πράγμα που μου έρχεται εντελώς φυσικά, ειδικά όταν α) με ξυπνάνε και β) διακινδυνεύω να σπάσω ράμματα τεντώνοντας χέρι προς τηλέφωνο). Μου το κλείνουν. Σιχτιρίζω και την ξαναπέφτω. Σταθερό ξαναχτυπά. Το ξανασηκώνω. Λέω “παρακαλώ” με τόνο φωνής “!@#$%^&*!”. Ο ένοχος δεν είναι κανένας από τους παραπάνω συνήθεις υπόπτους. Κι αυτή τη φορά δεν το κλείνει. Ακούω στην άλλη άκρη κάποιον που βαριανασαίνει. Χμμμ… ένας γνώριμος ήχος από τα παλιά… χμμμ… έχει και μια ρυθμικότητα… χμμμ… Ωχ! βρε ά στο διάλο! Καλέ, τι ρετρό στιγμιότυπο είναι αυτό που ζω; Τι μου θύμισες τώρα! Ψιλο-συγκινούμαι. Και λυπάμαι να πω στον Αγκομαχόντας την πικρή αλήθεια, ότι “φίλε, αν αυτή τώρα ήταν βίντεο-κλήση, δεν θα σου ξανασηκωνόταν ποτέ”.
Πάντως, μιλάμε για πολύ βίντατζ φάση. Από τα δικά μου χρόνια γυμνασίου-λυκείου, φαντάσου. Οι τυρρανόσαυροι ακόμα περπατούσαν στις εύφορες κοιλάδες της γης. (Πάντως, χωρίς πλάκα, στον Παράδεισο Αμαρουσίου που μένω, ακόμα κυκλοφορούσαν κότες και πρόβατα). Και ακόμα δεν υπήρχαν κινητά. Και μας έπαιρνε πολύς κόσμος στα σταθερά, για πολλούς και ποικίλους λόγους, κι εμείς χαχανίζαμε κι άντε και λέγαμε “α να χαθείς, σαχλέ!” Αθώες εποχές. Βασικά, όπως επιβεβαιώνει το ρυθμικό αγκομαχητό, δεν ήταν αθώες κατ’ επιλογήν (όπως θα μπορούσε να επιβεβαιώσει και ο Μπαμπάς που συχνά σήκωνε το εν λόγω σταθερό και του το ‘κλειναν στα μούτρα κι εγώ και η Αδερφή σφυρίζαμε κλέφτικα -γι’ αυτό έφταιγαν τα πρόβατα). Ήταν εποχές Σκότους. Σαν το μεσαίωνα ένα πράμα. Δεν ήταν τα κινητά που έληξαν το σκοταδισμό. Όχι βέβαια. Ο διαφωτισμός ήρθε όταν μπήκε στα σπίτια του μέσου έφηβου το ίντερνετ. Και εγένετο φως. Οθόνης. Και, εν όψει οθόνης, το παλιό καλό σλόγκαν των αθώων εποχών “ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!”, έχει γίνει “τελειώσατε; ψεκάστε, σκουπίστε!” (έλα, μην είσαι γύφτος). Οπότε, σκέφτομαι να πω στον Αγκομαχόντας. “Ρε συ, σου έκοψαν τη σύνδεση;”
Όταν την περασμένη εβδομάδα ρώτησα το γιατρό μου Dr Καρακόζη γιατί νιώθω τόσο άθλια και μου είπε να τρώω, η χαρά μου δεν περιγραφόταν. Ρίχνω λοιπόν κάτι πάνω μου και βγαίνω να πάω σούπερ-μάρκετ. Δυστυχώς, δεν ρίχνω κάτι πάνω μου σύμφωνα με τα νέα δεδομένα σωματότυπου. Η γκαρνταρόμπα μου δεν διαθέτει τίποτα αμπίρ (αυτό το κόψιμο που σε κάνει να φαίνεσαι σαν έγκυος αλλά περιέργως λειτουργεί και για όταν είσαι ΟΝΤΩΣ έγκυος). Πού να βρω όμως άλλη γκαρνταρόμπα (ή άλλη μπάκα) τέτοια ώρα; Οπότε πάω ως έχω. Προσεκτικά. Με ρυθμό χελώνας σε γύψο. Αν βρισκόταν γιαγιά με Π πίσω μου, θα κόρναρε να κάνει προσπέραση. Εγώ κρατάω τη μπάκα (εφέ εγκύου) και για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω το κεφάλι ψηλά ενώ είμαι άβαφτη, διότι είναι η πρώτη φορά που αν κάποιος με δει και μου πει “μα πώς είσαι έτσι; σου συνέβη κάτι;” έχω να πω θριαμβευτικά “ναι! έβγαλα σκωληκοειδίτιδα!” (μόνο μην τα φτιάξουμε και ξυπνάμε μαζί γιατί θα νομίζεις ότι κάθε βράδυ με απαγάγουν και μου κάνουν εγχειρήσεις).
Στο σούπερ-μάρκετ, για κάποιο λόγο παίρνω σιρόπι σοκολάτας (χωρίς ζάχαρη) αλλά η ταμίας που με έχει συνηθίσει να τρώω κάτι φύλλα σπανάκι και ωμά αμύγδαλα με κοιτά με απορία. “Μην με κρίνεις, υποφέρω” της λέω. Πάω και στο DVD κλαμπ. Εκεί, τα έχω δει όλα τα έργα. (Έχουμε πει, περνάω ψόφια περίοδο, τι να κάνω, βλέπω ταινίες). Δεν κρύβω τη δυσαρέσκειά μου στον DVDάνθρωπο. (Ο οποίος, μπάι δε γουέϊ, είναι πολύ ωραίος αλλά έχει γυναίκα και παιδί). Κοιτάζω δέκα φορές γύρω-γύρω, στο τέλος λέω “δε γαμιέται, ας δω επιτέλους το Sex & the City 2” (=τρελή μούφα). Μόνο που είναι στο κάτω-κάτω ράφι και δεν κάνει να σκύβω. Απευθύνομαι στον DVDάνθρωπο που εξυπηρετεί αλλού. Λέω: “μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;” DVDάνθρωπος: “Θες να σε πάρω τηλέφωνο;”
Τον κοιτάζω με έντονα επιτιμητικό βλέμμα. Ντροπή και αίσχος! (DVDάνθρωπος σκιάζεται). Στη ζαλάδα μου, προστίθεται μια θολούρα. Με πνίγει το δίκιο. Είμαι έτοιμη να αναφωνήσω “πώς τολμάς ενώ ξέρεις ότι ξέρω τη γυναίκα σου και το γιο σου;” και “δεν έχεις λίγη τσίπα πάνω σου;” και “φτου σου!” (ΟΚ, δεν θα τα έλεγα ποτέ έτσι αλλά εσωτερικά με πιάνει το επαναστατικό μου). Εκεί λοιπόν, με την άκρη του ματιού μου, βλέπω φευγαλέα την αντανάκλασή μου σ’ ένα τζάμι. Κάνω ένα βήμα πίσω κι αναλογίζομαι τα δεδομένα της χρονικής στιγμής. Εγώ = άβαφτη, με μπόλικο αντηλιακό που με κάνει ένα αστραφτερό ασπρουλί και να γυαλίζω απεριόριστα, με μάτι που γυαλίζει από μόνο του, με μαλλί πατημένο και με ολοστρόγγυλη, καλοσμιλεμένη μπάκα. Ο DVDάνθρωπος δεν θα μου την έπεφτε για κανένα λόγο, ακόμα κι αν είχε να του κάτσει η γυναίκα του από το μήνα του μέλιτος. Σκέφτομαι με πολύ γρήγορους ρυθμούς (για τα τωρινά μου δεδομένα). Συνειδητοποιώ ότι μόλις απέφυγα την υ π έ ρ τ α τ η ρομπίαση. DVDάνθρωπος εννοούσε να με πάρει τηλέφωνο μόλις επιστραφεί η ταινία που θέλω. Σ’ ευχαριστώ Θεούλη μου που με προστάτευσες απ’ το να ανοίξω το στόμα μου. Σ’ ευχαριστώ! Γιατί από την εγχείριση, μάλλον θα το σώσω. Από κάτι τέτοιο, δεν το σώνω.