Μετά από εκείνη τη βραδιά στο Γκαζάκι, την Κυριακή την περνάω στο ντουζ να κάνω απολύμανση (ΟΚ, υπερβάλλω), και αμέσως μετά έρχεται Δευτέρα (το συνηθίζει). Το απόγευμα, λίγο πριν αρχίσω να ετοιμάζομαι για γυμναστήριο, μου μιλάει στο fb τσατ ένας ψηλός, περίεργος, εσωστρεφής και αμίλητος τύπος, ο οποίος είναι μπασκετμπολίστας. Είχαμε γνωριστεί πριν κάνα χρόνο, είχαμε ειδωθεί μερικές φορές αλλά το πράγμα δεν τράβαγε, δεν είχε νόημα να βλεπόμαστε, δεν έβγαζα νόημα ούτως ή άλλως κι είχαμε να μιλήσουμε μήνες. Παρόλα αυτά, μου λέει: «tha ertheis Guzel simera?» Έλα μαλλί στον τόπο σου. Ρωτάω από πού κι ως πού, πώς του ΄ρθε και γιατί. Και, καλά, δευτεριάτικα;. Γίνεται πάρτι, λέει, για τις κακοποιημένες γυναίκες, λέει. Το Guzel είναι δίπλα μου, γι’ αυτό το λέει. Και το κάνουν οι μπασκετμπολίστες, λέει. Εγώ (η οποία, θυμίζω, είμαι 1,50), λέω: «Ρε Ψηλέ, θα βγω κακοποιημένη κατά λάθος… θα με ποδοπατήσουν. Λέει να μην ανησυχώ, θα με προσέχουν. (Όπου ακούς πολλά αυγά, κράτα μικρό καλάθι. Θα εξηγήσω μετά). Για ιδιάζοντες λόγους -που έχουν να κάνουν με τις κακοποιημένες γυναίκες και όχι με Ψηλό- το σκέφτομαι. Συγκεκριμένα, πριν κάνα μήνα, είχα σκεφτεί να πάρω μέρος σε εθελοντικό πρόγραμμα για μακιγιάζ σε κακοποιημένες γυναίκες το οποίο ξέρω ότι υφίσταται αλλά δεν έχω εντοπίσει στο διαδίκτυο. Και να που τσουπ, οι κακοποιημένες γυναίκες εμφανίζονται μπροστά μου. Θεώρησα την πρόσκληση καρμικό συμβάν, οπότε είπα να πάω. Και ήταν όντως καρμικό.
Γιατί ο Εσωστρεφής Ψηλός θα γυρίσει ως σκατόμυγα.
Μετά το γυμναστήριο, λοιπόν, ετοιμάζομαι. Λέω να μην ντυθώ όπως ντύνομαι συνήθως, ντροπή, φιλανθρωπική εκδήλωση για τις κακοποιημένες γυναίκες είναι, οπότε βάζω ένα κλασικό μαύρο ταφταδένιο φόρεμα με γόβα. Κιουρία. (Βέβαια, αποδεικνύεται ότι όλο μου το βυζί είναι έξω μ’ αυτό το φόρεμα, αλλά σημασία έχει η καλή πρόθεση). Και πάω Guzel. Ψηλός. Ψαλμός. Αλληλούια. Όπως το ‘χα ψηλιαστεί. Α ρε Φίλη, κρίμα που δεν είσαι εδώ, να χορτάσει το μάτι σου. Δεν έχω ξαναδεί τόσους άχαρους κρεμανταλάδες μαζεμένους. Κρίμα τόσο ΤΕΦΑΑ που πάει χαμένο. Πιάνω γωνία να νιώθω πιο ασφαλής, γιατί, πού να δούνε παιδί μου εδώ κάτω; θα σκοντάψουν πάνω μου κατά λάθοςκαι θα μας πάρει όλους η μπάλα. (Είναι και του μπάσκετ, που πονάει). Δηλαδή, και που φοράω τακούνι, σιγά! Από 1,50 πήγα 1,60. Πσσσσσς! Ειδικά μπροστά στο 2,10… Χαμός! Ξέρεις που λένε ότι «ο έρωτας βαράει κατακέφαλα» και επίσης «ο έρωτας περνάει απ’ το στομάχι». Ε, για τον έρωτα με μένα και τους δίμετρους λένε. Γιατί το κεφάλι μου τους φτάνει στο στομάχι.
Σύντομα, βρίσκω και Εσωστρεφή Ψηλό. Με συστήνει σε άνθρωπο που είναι τόσο Τεραστιωδώς Πελώριος, που είναι σαν να ανήκει σε άλλο είδος. Για να σου δώσω να καταλάβεις, πες πως εγώ είμαι σπιτίσια πορτοκαλιά γάτα και στέκομαι δίπλα σε (μη σπιτίσια) τίγρη της Βεγγάλης. Τέτοια αναλογία. Εσωστρεφής Ψηλός: «Από ‘δω η Ειρήνη… είναι μπασκετμπολίστρια…» και γελάει (το μόνο νορμάλ σημείο της συμπεριφοράς του, έβερ). Κι όμως φίλε μου. Τεραστιωδώς Πελώριος, με κοιτάζει (καθοδικά, έχουμε κατοπτικό πλάνο), και λέει πολύ (μα πολύ) σοβαρά: «Ναι; Κι εσύ παίζεις;» Γελάω λίγο νευρικά. Συνεχίζει να με κοιτάζει σοβαρά. Παγώνω. Παιδιά, δεν κάνει πλάκα. Το εννοεί. Μιλάμε για Υψηλή Διανόηση. Τόσο ψηλή που λες μια κουβέντα και κάνει ηχώ. Στα επόμενα 3 λεπτά το Guzel αδειάζει, φεύγουν όλοι και Εσωστρεφής Ψηλός λέει να φύγουμε κι εμείς, να πάμε Κολωνάκι, στο Big Apple (το οποίο αυτός και κάποιοι άλλοι τύποι προφέρουν «μπιγκ έιπλ». Παιδιά, είναι «απλ». Απλ-ούστατο). Έχω κάτσει στο Guzel συνολικά 10 λεπτά, οπότε μου κακοφαίνεται να πάω κατευθείαν σπίτι. Άντε, λοιπόν. Κολωνάκι; Κολωνάκι. Big Apple; Big Apple. Big μούντζα; Big μούντζα.
Μπαίνουμε στο (κατάμεστο, δευτεριάτικα) μαγαζί, και κατευθυνόμαστε σε παρέα με (πολύ) ψηλούς. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή παίζει Χατζηγιάννη: «Ό,τι και να κάνω… πάλι δεν σε φτάνω…» Ο Ντι-Τζέι έχει το χάρισμα της ενόρασης. Στο τραπέζι μας, προς το παρόν μόνο αγόρια κι εγώ (που δεν μετράω, κανείς δεν με βλέπει εδώ κάτω). Ενδιάμεσα των ψηλών υπάρχουν και δύο κοντοί. Ο ένας είναι κι αυτός μπασκετμπολίστας, ο άλλος είναι –λέει- μάνατζερ της ομάδας. Αποφασίζω να σταθώ προς την πλευρά των κοντών να νιώθω σαν νορμάλ άνθρωπος και να μην φάω καμιά αδέσποτη ανάστροφη στη μούρη -αν χορεύει μπασκετμπολίστας δίπλα σου, την αγκωνιά την έχεις σίγουρη, κι εμένα μάλιστα θα μου ‘ρθει κατευθείαν στο δόξα πατρί.
Τρίποντο
Εσωστρεφής Ψηλός με συστήνει αλλά δεν πολυασχολείται μαζί μου, οπότε συναναστρέφομαι τους κοντούς, χορεύουμε και μιλάμε. Αυτός που λέει ότι είναι μάνατζερ φαίνεται 17 χρονών. Είναι ξανθό με γαλανά ματάκια, πλυμένο, μαζεμένο, φοράει το πουλοβεράκι του, αποπνέει μια αθωότητα. Επιμένει ότι είναι 23. Τον ξανακοιτάζω. Άντε 19. «Αλήθεια», λέει, «είμαι 23». Θέλω να του πω «γλυκό μου παιδί, εγώ το 23 το ‘χω φάει με το κουτάλι και δεν είναι έτσι». Λέει ότι έχει μπέιμπι φέις. (Σκέψου τώρα τον κοντό ξανθό γαλανομάτικο 23χρονο με μπέιμπι-φέις. Αυτός, πάω στοίχημα, έχει γράψει γράμμα και στον Αϊ Βασίλη). Πάντως διαμαρτύρεται που δεν τον πιστεύω και πάει να βγάλει ταυτότητα, οπότε λέω «άντε, ΟΚ, 23». Και είναι μάνατζερ ομάδας. Αυτός θα μπορούσε να κάνει και τη μασκότ. Μην σου πω και την τσιρλίντερ. Εν τω μεταξύ, Εσωστρεφής Ψηλός μιλάει με Ξανθιά. Απομακρύνομαι να διευκολύνω την κατάσταση, διότι δεν έχω ακριβώς σκοπό να τον ξαναδώ σύντομα μετά από σήμερα, οπότε ας τον αφήσω ανενόχλητο. Απ’ την άλλη, όπως πάντα, αναρωτιέμαι τι διάολο λένε οι άλλοι άνθρωποι με κάποιον όταν εγώ δεν μπορώ να σταυρώσω μαζί του ούτε δυο κουβέντες. Τι να πω, η λογική σηκώνει τα χέρια ψηλά. Πάλι Χατζηγιάννης: «Χέρια ψηλά, κι όλα τα φτάνω…» Αμ δε!
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που εθεάθη ο Εσωστρεφής Ψηλός. Ίσως τελικά να είναι εξωστρεφής προς τις Ξανθιές ή προς δεν-ξέρω-τι, γενικά δεν έχω ιδέα αν όντως έφυγε με την Ξανθιά ή τι απέγινε, πάντως κάπου εκείνη την ώρα, εξαφανίζεται. Όταν το συνειδητοποιούν οι ψηλοί στο τραπέζι ότι τους έχει ξεμείνει μισό μπουκάλι ουίσκι και μια κοντή, τους πιάνει ένα άγχος. Όχι για το ουίσκι. Σου λένε, αυτή θα γίνει ντίρλα και θα τη μαζεύουμε ή θα βάλει τα κλάματα ή θα σηκωθεί να φύγει ή όλα αυτά μαζί. Αλλά έλα που δεν με ξέρουν. Η μουσική είναι μια χαρά κι έχουμε τραπέζι. Έχω παρέα Μικρό Μάνατζερ, με τον οποίο επικοινωνώ κιόλας (πράγμα που δεν έχω πετύχει σχεδόν ποτέ με Ψηλό). Σχολιάζουμε κάτι άλλες ξανθιές που έχουν εμφανιστεί στο τραπέζι μας, η μία έχει ψεύτικο βυζί και του εξηγώ πώς το καταλαβαίνεις αυτό (με προσέχει σαν να του εξηγώ πώς να κερδίσει το λόττο). Χορεύουμε, όταν καθόμαστε με βάζει να κάτσω στην ποδιά του, γελάμε και γενικά περνάω εξαίρετα. Σιγά-σιγά, οι σκατόψυχοι-σκατόψηλοι του τραπεζιού, εκεί που με κοίταζαν με οίκτο και λύπηση, αρχίζουν να με στραβοκοιτάζουν σαν ξετσίπωτη, άτιμη και προδότρα. Κι εκεί, ο Ντι Τζέι-Μένταλιστ βάζει Οικονομόπουλο, (το -γνωστό πλέον- λαϊκό άσμα που είχε βγει μόλις την ίδια μέρα):
Πουτάνα στην ψυχή
Γελάω, βέβαια. Λες και φταίω εγώ! Τι θα κάνω δηλαδή; Θα τα βάψω μαύρα; Άσε, έχω ήδη προνοήσει, φορούσα μαύρα από πριν. Κοίτα, για να το ξεκαθαρίσω, η αλήθεια είναι ότι χέστηκα για Εσωστρεφή Ψηλό, και σχεδόν χαίρομαι που με βγάζει από την άβολη θέση του «μαζί ήρθαμε άρα μαζί θα φύγουμε κι άρα μαζί θα καταλήξουμε». Το μόνο άβολο της όλης κατάστασης είναι ότι έχω μείνει μόνη μου σε μια άγνωστη παρέα. Πράγμα που, για μένα, δεν είναι και ΤΟΣΟ άβολο. (Αν δεν ήταν και ψηλοί, θα ήταν πολύ βολικό, μπορώ να σου πω). Μικρός Μάνατζερ έτυχε απλά να βρίσκεται εκεί, να είναι κοντός, να είναι χαριτωμένος και να χαίρεται ιδιαίτερα για τη γνωριμία μας. Δεν πέτυχε, έτυχε. Δεν επιδίωξα εγώ τίποτα. Βλέπεις, εφόσον δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα ο Εσωστρεφής Ψηλός, δεν είχα και την ανάγκη να το επιδιώξω. Γιατί, σε άλλη περίπτωση, αν γούσταρα πραγματικά κάποιον κι αυτός εξαφανιζόταν, ΤΟΤΕ σίγουρα θα έπαιρνα δραστικά μέτρα και θα κινούσα γη και ουρανό (δηλαδή, βυζί και κώλο) για να περάσω καλά. Έτσι λειτουργώ. Παίρνει μπρος το ένστικτο επιβίωσης και αυτοσυντήρησης:
Σαρβάιβαλ οβ δε τσούλεστ
Είναι ρε παιδί μου μερικά πράγματα που τα ακούς μια φορά στη ζωή σου και μετά σου εντυπώνονται για πάντα. Όπως πριν από πολλά χρόνια, μια συζήτηση με την Αδερφή μου. Είναι η αθώα (ακόμα) εποχή που έχω γυρίσει σχετικά πρόσφατα από Αγγλία και κάτι γίνεται, κάποιος μ’ ενδιαφέρει(;) δεν θυμάμαι, πάντως με κάποιον ασχολούμαι. Ως τότε, είμαι ένα παράξενο κορίτσι που προχωράει κάπως μονόπαντα στη ζωή όσον αφορά τα αγόρια, με παρωπίδες. Η Αδερφή, βλέποντας πού πάει το πράμα και θέλοντας να αποφύγει το τραγικό έπος όπου για 5 συναπτά έτη (προ Αγγλίας αλλά και λίγο μετά) περνούσα μέρες και νύχτες μονολογώντας σαν υπνωτισμένη ιέρεια, το μάντρα: «Θέλω τον Τάδε» (όπου ο Τάδε ήταν πάντα ο ίδιος), με βάζει κάτω να μου μιλήσει. Ακολουθεί Αδερφική συμβουλή.
Αδερφή με πιάνει απ’ τους ώμους, με κοιτάζει στα μάτια σοβαρά και ετοιμάζεται να μου πει κάτι σημαντικό. Την κοιτάζω κι εγώ στα μάτια (ανοδικά, είναι κι αυτή ψηλή, παρότι διόλου άχαρη). Αδερφή: «Ειρήνη, don’t put all your eggs in one basket». (Ναι, οι συμβουλές έρχονται στην Αγγλική. Μετάφραση: «μην βάζεις όλα σου τα αυγά στο ίδιο καλάθι»). Και όχι, στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ κοτέτσι. Αυτή η ξενόφερτη λαϊκή σοφία έχει ρίζα στο κυριολεκτικό του πράγματος, από ανθρώπους που είχαν όντως κότες (και ήταν ίσως ψηλοί και άχαροι και ατζαμήδες), και τους έλεγαν να μην βάζουν όλα τα αυγά στο ίδιο καλάθι γιατί «αν το ρίξεις βρε ζώον, θα σπάσουν όλα». Με την ίδια λογική, το ρητό χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει κάποιον για τους κινδύνους τού να ποντάρει κανείς όλα του τα χρήματα στο ίδιο νούμερο ή να εναποθέτει όλες του τις ελπίδες σε έναν άνθρωπο. Αν σου πέσει το καλάθι, αν πέσει άλλο νούμερο, αν αποδειχθεί ο άνθρωπος στον οποίον βάσισες όλες τις ελπίδες σου, νούμερο, τότε θα χάσεις τ’ αυγά και τα πασχάλια. Γι’ αυτό, μοίρασέ τα. Τα αυγά. Και τις ελπίδες. Όσο πιο πολλά καλάθια βάλεις, τόσο πιο πολλές πιθανότητες έχεις να κερδίσεις.
Στην καλαθοσφαίριση και στην αγάπη.
Βέβαια, η συγκεκριμένη θεωρία πήγαινε εντελώς ενάντια στη δική μου απόλυτα ρομαντική κοσμοθεωρία. Δυσκολεύτηκα να τη δεχτώ. Προτιμούσα να κάτσω να μου κάνουν φάουλ, παρά να παίξω τέτοιο σύστημα. Γιατί, by default (=πώς λέμε «εργοστασιακές ρυθμίσεις»; δηλαδή, που αν δεν πας να τις πειράξεις επί τούτου, έτσι έρχεται απ’ τη μάνα του;) εγώ θέλω να βάλω ΟΛΑ μου τα αυγά μέσα σε ΕΝΑ καλάθι και μάλιστα να πάρω το εν λόγω καλάθι και να το βάλω και κορώνα πάνω στο κεφάλι μου. Κι άμα πέσει, έπεσε. Θα μαζεύω τα σπασμένα. Σιγά τα αυγά! Μην κοιτάς που τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να ενστερνιστώ τη θεωρία και την ασπάζομαι τελείως μα τελείως επιφανειακά, με καλάθια που είναι ήδη γεμάτα από ξένα αυγά. (Εδώ εννοώ με αγόρια που ήδη ασχολούνται με άλλες δεξιά κι αριστερά, αν έχασες κι εσύ τα αυγά και τα πασχάλια). Αλλιώς, όταν θέλω πραγματικά ένα καλάθι και το βλέπω ετοιμόρροπο, και λέω πάει, θα γίνουν ομελέτα, πασχίζω απελπισμένα να το κάνω (το καλάθι) να πιστέψει ότι παίζω και σε άλλα καλάθια, και σε άλλα ταμπλό. Οπότε μοιράζω αυγά όπου βρω. Να ‘χουμε τουλάχιστον να τσουγκρίζουμε στην Ανάσταση. Έχω υπόψη μου ότι είναι μια επικίνδυνη και ελαφρώς αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
Αλλά πάρ’ το καλάθι και κούρευ’ το.
Δεν θα το αναλύσω παραπάνω γιατί είναι μεγάλο ζήτημα. Και βρίσκομαι στο Big Apple και κοντεύει 5 το πρωί. Και πρέπει να φύγουμε. Βγαίνουμε απ’ το μαγαζί, Μικρός Μάνατζερ κάνει κάτι αστεία ντροπαλά «τεχνάσματα» που μου θυμίζουν ξεχασμένες εποχές, για να με φιλήσει. Νοσταλγία. Επίσης, ντρέπεται και τους φίλους του που μας βλέπουν. (Ως γνωστόν, η ντροπή στο δικό μου σύμπαν βρίσκεται σε τελείως διαφορετικό επίπεδο, αλλά θα φτάσω και σ’ αυτήν σε λίγο). Μικρός Μάνατζερ έχει μηχανή, εγώ δεν το συζητάω καθόλου να με πάει σπίτι γιατί δεν ανεβαίνω σε μηχανή. Πάντως, αυτός σίγουρα έχει ακούσει άλλο ρητό απ’ το μεγάλο του αδερφό. Μάλλον το «στη βράση κολλάει το σίδερο», γιατί επιμένει να πάμε να κοιμηθούμε μαζί. Εγώ: «Τι “μαζί”, αφού έχεις δουλειά στις 10!» (ναι, ήταν να φύγει νωρίς αλλά στην πορεία, άλλαξε γνώμη). Αυτός: «Ε, δεν θα κοιμηθώ, θα πάω κατευθείαν». (Αυτά είναι τα νιάτα). Εγώ: «Θα σε ψάχνει η Μαμά σου». Αυτός: «Η μαμά μου δεν είναι Αθήνα». Μόνο που, Μικρέ Μάνατζερ, πρέπει να σκεφτώ κι εγώ τη δική μου τη Μαμά. Γιατί, αν σε μένα φαίνεσαι 17, στη Μαμά μου θα φαίνεσαι 7. Κι αν –λέω αν- σε πετύχει να βγαίνεις απ’ το σπίτι μου στις 8 το πρωί, δεν θα περιμένει να της δείξεις ταυτότητα και να πεις «μα όχι κυρία Μαμά, είμαι 23 και Μάνατζερ!» Θα φάμε απλά και οι δυο ξύλο. Κι εμένα θα μου λέει κιόλας: «Ήθελες ξανθό γαλανό και διάλεξες αυτό που δεν έχει βγει απ’ το αυγό; δεν σου ‘κανε ο Αθώος Άγγλος που ήταν και 2 μέτρα παλικάρι;» Και τι θα πω; «Μαμά, δεν θέλω ψηλούς»;
Όταν Μικρός Μάνατζερ αποδέχεται το γεγονός ότι δεν θα πάμε σπίτι μαζί, λέει «καλά τότε, ας πάμε λίγο παραπέρα». (Στη Σκουφά είμαστε, όχι σε παραλία, αλλά ΟΚ). Και πάμε παραπέρα. Το «παραπέρα» είναι ακριβώς όπως βγαίνεις απ’ το Big Apple, απέναντι, στη Σίνα που είναι κάθετη στη Σκουφά, λίγο μετά τη γωνία όπως πας, θα δεις το μπαρ Tokyo. Καθόμαστε ακριβώς δίπλα, σε ένα πεζούλι. Στο ίδιο ακριβώς πεζούλι όπου πριν δυο μήνες περίπου, ο μπάρμαν του Tokyo επέμενε να σηκώσω το φόρεμά μου για να του δείξω το τατουάζ μου που είναι ίδιο με το δικό του (το μάτι του θεού Ρα). Το οποίο εγώ έχω κάνει στην κοιλιά. Όλη η ιστορία είναι εδώ. Υπάρχει ένα (ίσως γιαπωνέζικο) ρητό που λέει πως «ό,τι συμβεί δυο φορές, θα συμβεί και τρίτη). Καλύτερα να μην πάω ποτέ στο αληθινό Tokyo. Γιατί, στην Ιαπωνία, που τους αρέσουν οι πολύ αδύνατες, (Ιαπωνία = Η απονία), το θέαμα που θα προσφέρω θα είναι 100% του κώλου. Για δεύτερη φορά, λοιπόν, το μικρό και αθώο αυτό πεζούλι βλέπει πράγματα που δεν θα έπρεπε να βλέπει ένα πεζούλι. Το πεζούλι μπορεί να μου κάνει μήνυση για «προσβολή δημόσιου πεζουλιού». Το θέμα είναι ότι κατά τη διάρκεια των περιπτύξεων -απλά πράγματα, αν εξαιρέσεις το ότι το φόρεμα χωρίς καλσόν μες στο καταχείμωνο αποτελεί κώλο έλξης*, όσο φιλιόμαστε, λοιπόν, εγώ τα σκέφτομαι αυτά για το πεζούλι και χαχανίζω ανεξέλεγκτα. Μικρός Μάνατζερ απορεί: «Μα, 35 χρονών και γελάς συνέχεια; αυγά σου καθαρίζουν;
Βρε άει ρούφα το αυγό σου.
*ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν φοράω καλσόν είναι για να μην παθαίνω γυναικολογικά.
Υποσημείωση: Το συμβάν συνέβη το Δεκέμβρη, το Κολωνάκι ήταν ήδη στολισμένο. Μέσα στο Big Apple έτυχε να δω άνθρωπο που είναι φίλος μου στο fb, ο οποίος ενθουσιάστηκε πολύ που με είδε και κοιτούσε την παρέα μου των ψηλών με τρομερό ενδιαφέρον. Ενώ ακόμα ήταν πολύ νωρίς, αυτός ευχήθηκε να γίνει κάτι ώστε να γραφτεί μια ιστορία απ’ τη βραδιά και να ξέρει ότι ήταν κι αυτός εκεί. Δεν μπορούσα να τον απογοητεύσω…