Όπως έλεγα και τις προάλλες, οι μέρες των διακοπών μου στα Βατερά (Μυτιλήνη) περνούν, κι εγώ τις περνάω σαν τον Αόρατο Άνθρωπο, κανείς δεν με βλέπει, άνθρωποι σκοντάφτουν πάνω μου μόνο κατά λάθος (βλαστημάνε κιόλας), κανείς δεν ασχολείται μαζί μου, κανείς δεν μου δίνει σημασία, όσο χρυσό μάτι/ μπικίνι /φόρεμα κι αν επιστρατεύω. Απ’ την άλλη, μένω στο ίδιο δωμάτιο με τη Φίλη που για χάρη της σφάζονται κάθε μέρα όλα τα παλικάρια των Βατερών και γενικά γίνεται το Βατερλό.
Έτσι, με χαρωπή διάθεση, έχοντας ημι-αποδεχτεί τη μοίρα μου (δεν είναι η χρονιά μου), βρίσκομαι στο Μπαρ – Σταθμό Νούμερο 1, (το λένε Hola!) το οποίο είναι «καθιστό», άντε και όρθιο αν δεν βρεις σκαμπό, πάντως αυστηρά στατικό, και πίνουμε κοκτέιλ. (Δηλαδή οι άλλοι πίνουν αυτά τα χαρωπά χρωματιστά ποτά με τα φρουτάκια, τις ζάχαρες, τους δυόσμους, τους τριμμένους πάγους και τις ομπρελίτσες, αυτά που κάνει ο μπάρμαν τρεις ώρες και εικοσιεννέα λεπτά για να φτιάξει το ένα, κι εγώ πίνω ουίσκι με νερό -όπως πάντα).
Βέβαια, τις πρώτες μέρες που παίρνω αντιβίωση, δεν πίνω τίποτα. Μετά, λέω «άντε, θα πιω χυμό λεμόνι με νερό!» (Τσακίρ κέφι). Την προ-τελευταία μέρα της αντιβίωσης, είμαι στο μπαρ του μπαρ (το οποίο είναι αποκομμένο από το υπόλοιπο μαγαζί κι εγώ πάω έτσι για βόλτα) και πάω να παραγγείλω. Μπάρμαν: «Χυμό λεμόνι με νερό;» Εγώ: «Όχι πια. Από σήμερα, Haig με νερό». Να σημειώσω εδώ, ότι πάντα νιώθω μια συγκίνηση, ένα δέσιμο, μια οικειότητα, ότι μπορώ ρε παιδί μου να βασιστώ πάνω στον άνθρωπο που θυμάται το ποτό μου. Και κοιτάζω μπάρμαν καλύτερα. Υπερβολικά χαριτωμένος και υπερβολικά μικρός, μου λέω. Ακόμα κι εγώ έχω όρια. Αργότερα, στο Κλαμπ – Σταθμός Νούμερο 2 (Arena), εμφανίζεται Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν. Δίπλα μου μικρή και χαριτωμένη φίλη. Της τον δείχνω. Φίλη: «Α πα πα, καλέ, και μισή μπουκιά είναι, κι εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου οι τρέντις!» Μου ρίχνει καχύποπτο βλέμμα και συνεχίζει:
Χμμμ… Δηλαδή, εσένα σ’ αρέσουν;
Εγώ σφυράω ανέμελα και κοιτάζω το ταβάνι. Τέλος πάντων, δυο μέρες (ή τρεις;) αργότερα, εγώ πλέον ξέρω σίγουρα ότι δεν υπάρχει καμία σωτηρία πάνω στο νησί και Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν εξακολουθεί να ξέρει το ποτό μου. Όταν πάω να παραγγείλω, τον πετυχαίνω χωρίς πολύ δουλειά να κάθεται με φίλους. Μου μιλάει, κάτι μου λέει να πάω να κάτσω μαζί τους, α πα πα, ντροπή και αίσχος, φεύγω άρον-άρον να μην μπω στον πειρασμό.
Αλλά, δυστυχώς, το κόκκινο φωτάκι του πειρασμού άναψε. Κι ως γνωστόν, αν δεις φως, μπαίνεις.
Αυτά, συνέβησαν στο Μπαρ – Σταθμό Νούμερο 1 (Hola!). Μερικές ώρες αργότερα, στο μπαρ – Σταθμό Νούμερο 3 (El Sol), και μάλιστα ενώ έχει ήδη αρχίσει να ξημερώνει, εμφανίζεται Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν με παρέα από προσωπικό του Μπαρ – Σταθμό Νούμερο 1. Εκείνη την ώρα, Φίλη (αυτή η καργιόλα που μονοπώλησε όλα τα αρσενικά στο νησί), θέλει να φύγει. Εγώ, την ακολουθώ πιστά (βλαστημώντας). Περνάω μπροστά από Μικρό Χαριτωμένο Μπάρμαν. Ο οποίος μου λέει να κάτσω.
Όπως είπα, είναι αργά. Έχει μεσολαβήσει ένας ικανός (και αναγκαίος) αριθμός ουισκιών με νερό. Αλλά πρέπει να φύγω. Όμως, δεν μπορώ και να φύγω έτσι. Οπότε του εξηγώ ότι πρέπει να φύγω με διάφορες χειρονομίες. Που κάνω πάνω του. Ναι, από μια ώρα και μετά, σε άμεση συνάρτηση με μια ποσότητα αλκοόλ και μετά, αναπτύσσω μια δική μου πρωτόγονη μορφή επικοινωνίας -την ερευνά αυτή τη στιγμή που μιλάμε το ντισκόβερι τσάνελ. Τώρα, μην φανταστείς τίποτα χυδαίο, απλά πιάνω τον άνθρωπο, έτσι λίγο. Τον άνθρωπο είπα. Όχι τίποτα άλλο. Σεμνά. Και ο άνθρωπος δεν διαμαρτύρεται καθόλου, οπότε δεν έκανα τίποτα κακό, εντάξει;
Την επομένη, είναι Σάββατο. Φοράω ένα ωραιότατο, εντυπωσιακό, έντονο τιρκουάζ φόρεμα, το οποίο όμως μου κάνει μόνο όταν στέκομαι όρθια και παντελώς ακίνητη. Τη στιγμή που κουνιέμαι ή αλλάζω στάση, το φόρεμα μαζεύει κι από πάνω κι από κάτω. Το πάνω κατεβαίνει και το κάτω ανεβαίνει. Αν αυτό που φοράς είναι ρισκέ είτε ως προς το ένα ή ως προς το άλλο, δηλαδή είτε για βυζί σε κοινή θέα ή για κώλο σε κοινή θέα, πάει στο καλό, κάπως το κουμαντάρεις. Αλλά και τα δυο μαζί δεν γίνεται. Σε κάποια φάση, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, συνειδητοποιώ ότι αν χορέψω σύντομα θα φοράω μόνο έναν ωραιότατο, εντυπωσιακό, έντονο τιρκουάζ μασαζοκορσέ (απ’ αυτούς που μπαίνουν στη μέση, ως ζώνη). Ευτυχώς, έχω μαζί μου σορτσάκι και τιρκουάζ μπολερό με παγιέτες. (Μερικές φορές πρέπει να βγαίνεις προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο). Αλλάζω στην τουαλέτα σαν τον Σούπερμαν σε γκέι-παγιετέ έκδοση. Με βλέπει Γαμπρός με το Ντύσιμο Νούμερο 2 και, δεδομένου του ότι η κοιλιά έξω είναι πάντα αβανταδόρικη, γυρνάει στη Φίλη:
Αυτό λέγεται αθέμιτος ανταγωνισμός.
Παρόλα αυτά, η βραδιά δεν λέει τίποτα, παρόλο που πάω πάνω-κάτω διασχίζοντας το δρόμο με το τακούνι, καμιά εξακοσαριά φορές. Το πάνω-κάτω έχει να κάνει με το γεγονός ότι φέτος, κάποιο σατανικό και άκρως σαδιστικό μυαλό του μάνατζμεντ σκέφτηκε να κάνει το καλοκαιρινό κλαμπ (Arena) που έως και πέρυσι ήταν ανοιχτό ή πάνω από τον παραλιακό δρόμο (Σάββατα και εορτάς) ή κάτω απ’ το δρόμο (μπιτς μπαρ, σε πιο χαλαρές μέρες), να λειτουργεί συγχρόνως ΚΑΙ πάνω ΚΑΙ κάτω. Με διαφορετική μουσική. Έτσι, για να χανόμαστε. Να μην τον έχουμε τον άλλον σίγουρο. Ούτε καν μέσα στο ίδιο μαγαζί. Να μην βαριόμαστε. Να ‘χουμε κάτι να ασχολούμαστε. Κυνηγάς τον άλλον πάνω-κάτω όλη νύχτα κι έχεις ξεπατωθεί; Μα πώς αλλιώς θα κάψεις τις θερμίδες απ’ το σαγανάκι-λαδοτύρι που τσάκισες στα ούζα;
Η παρέα μου εμένα βρίσκεται κάτω, στο κομμάτι «μπιτς μπαρ». Ξημερώνει. Για τελευταία –και ηρωική- φορά, πάω μια βόλτα να δω τι γίνεται πάνω. Μπαίνω. Απέναντι, βλέπω Μικρό Χαριτωμένο Μπάρμαν. Μου γνέφει να πάω εκεί. Δικαίωσις. Τσούκου-τσούκου το τακούνι στο χαλίκι, πάω δίπλα, χαιρετάω, φιλάω σταυρωτά και κάτι λέμε. Δεν έχω ιδέα τι. Μέσα στο πεντάλεπτο, φιλιόμαστε. Επιτέλους, γέλασε το πικραμένο μου χείλι. Χαλάλι το πάνω-κάτω, χαλάλι ο πόνος απ’ το τακούνι, χαλάλι η Φίλη με τα λάστιχα κι όλα. Εδώ, να κάνω μια παρένθεση. Εγώ, αν είναι να φιληθώ μ’ έναν Χριστιανό (και μη, όπως π.χ. προ δύο Σαββάτων που έπεσα και χτύπησα τον κόκκυγά μου και είχα μόλις γνωρίσει άνθρωπο απ’ την Ιορδανία όπου φαντάζομαι ότι οι χριστιανοί εκεί δεν είναι Χριστιανοί), όταν λοιπόν εγώ είναι να φιληθώ, φιλιέμαι από το πρώτο αν όχι πεντάλεπτο, άντε ας πω τέταρτο που είμαι τετ-α-τετ. Δεν. Ξέρω. Τι. Διάολο. Λένε. Όλοι. Αυτοί. Που. Μιλάνε. Με. Τις. Ώρες. Ειλικρινά, το έχω απορία. Διότι, κατά συντριπτική πλειοψηφία, οι πιθανότητες «να σου φύγει» αν συζητήσεις με τον άλλον και ανακαλύψεις τι σόι μυαλό κουβαλάει, είναι τεράστιες.
Οπότε, γιατί να το διακινδυνεύεις;
Λίγο μετά, για κάποιο λόγο φεύγω να πάω κάτω στους φίλους μου (συνδυασμός αμηχανίας – τάσεων φυγής), αλλά είμαι τρομερά χαρούμενη. Οι φίλοι μου έχουν κατέβει στις ξαπλώστρες και τρέχω να τους βρω στην άμμο σε παροξυσμό χαράς και ενθουσιασμού. Με υποδέχονται με επευφημίες, εγώ γελάω, χορεύω πάνω στις ξαπλώστρες, χορεύω και γελάω γενικά, βγάζουμε φωτογραφίες, βρέχω ποδαράκια στη θάλασσα, παίρνω πόζες, χοροπηδάω, αγαπάω όλο τον κόσμο, όλα φαίνονται υπέροχα, πόσα λίγα χρειάζεται ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή, τέτοια χαρωπά. Φίλη μου λέει ότι εκεί δίπλα έχουν μπει στη θάλασσα και κάνουν μπάνιο κάτι τύποι με τα σώβρακα που φαίνονται της προκοπής (όχι τα σώβρακα αλλά οι τύποι) εγώ όμως εκείνη την ώρα δεν δίνω σημασία, συνεχίζω να χορεύω και να γελάω. Γιούχου.
Τις επόμενες δύο μέρες γίνεται το σώσε -όσο μπορεί να γίνεται εκεί που παραθερίζουμε, και μην τον είδατε το Μικρό Χαριτωμένο Μπάρμαν. Έχω και σαφείς ενδείξεις ότι μια βραδιά με φτύνει για έναν πρώην μου (δεν αναφέρομαι ακριβώς σε δεσμό), ο οποίος του μιλάει στο αυτί για ώρες και με κοιτάζει συγχρόνως κακά και θριαμβευτικά, αλλά όταν του ζήτησα εξηγήσεις (του πρώην), λέγοντας: «Πας ρε να μου φας το γκομενάκι;» (παρόλο που δεν χρησιμοποιώ ποτέ τη λέξη «γκομενάκι» γιατί δεν μου αρέσει, αυτό ήταν περίπου το νόημα), αρνήθηκε τα πάντα. Άντε, ας το δεχτώ. Είπαμε, καλοκαίρι είναι, θα περάσει.
Και περνάνε άλλες δυο μέρες. Και έρχεται βράδυ. Και είμαστε στο Κλαμπ – Σταθμό Νούμερο 2, το οποίο ευτυχώς απόψε λειτουργεί μόνο κάτω και δεν έχω το γνωστό πήγαιν’-έλα. Σε κάποια φάση, με την περισκοπική μου όραση βλέπω δύο φερέλπιδες νέους να κυκλοφορούν στο μαγαζί. Ψηλοί, γυμνασμένοι, ευάεροι, ευήλιοι. Δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία γιατί φαίνονται –δικαίως- βαριεστημένοι και μάλιστα από κει που ήταν δίπλα μας, απομακρύνονται, οπότε μάλλον δεν με είδαν και τους έπεσε το σαγόνι, ίσως να τους έπεσε τίποτα άλλο. Αργότερα, κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες, φίλη που πρέπει να φύγει εκείνη την ώρα για να προλάβει το πλοίο χορεύει τον κύκνειο χορό πάνω στο μπαρ. Βρίσκομαι από κάτω και επευφημώ με μπρίο (ουρλιάζω). Δίπλα μου, με ίδιο μπρίο και ενθουσιασμό να σου και ο ένας εκ των δύο φερέλπιδων νέων, εκείνος μάλιστα που βρίσκω πιο χαριτωμένο. Εγώ (αλτρουιστικά): «Μην χειροκροτάς από ‘δω! Ανέβα πάνω να χορέψεις με τη Φίλη μου Που Φεύγει!» Φέρελπις Νέος:
Εγώ έλεγα να χορέψω μαζί σου!
Κι εκεί, ο άνθρωπος που προ μισαώρου φαινόταν βαριεστημένος, κάνει στροφή 180 μοιρών, μεταφορικά και κυριολεκτικά, γιατί με σέρνει σε ξέφρενο τρελό χορό τον οποίο δεν μπορώ και να ελέγξω απόλυτα, διότι Φέρελπις Νέος είναι και κάπως νταβραντισμένος. Μου λέει: «Μου το χρωστούσες από τις προάλλες που χόρευες μόνη σου πάνω στην άμμο κι ενώ έκανα μπάνιο δίπλα σου δεν έδινες σημασία!» Εγώ (από μέσα μου): «Αααααα! Ώστε εσείς ήσασταν με τα σώβρακαααα!…» Κι εκεί που χορεύω με Φέρελπι Νέο ο οποίος έχει προχωρήσει σε εμπεριστατωμένη σώμα με σώμα r’n’b’ κι εγώ δεν είμαι ακριβώς σίγουρη ακόμα τι θέλω από τη βραδιά κι απ’ τη ζωή μου, εμφανίζεται Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν. Και κάθεται ακριβώς δίπλα μας. Και βλέπω ότι μας κοιτά με ενδιαφέρον. Γαμώ την τύχη μου.
Απ’ την άλλη, εννοείται ότι ευχαριστώ την τύχη μου που δεν με άφησε να φαίνομαι μόνη και απελπιστικά διαθέσιμη, όμως δεν «μου βγαίνει» ακριβώς, με το Μικρό Χαριτωμένο Μπάρμαν από δίπλα. Φέρελπις Νέος είναι, ξαναλέω, ψηλός, γυμνασμένος, μπλε μάτια, και με ένα σεβαστό όγκο σωματικά, που δίπλα του νιώθεις σαν κορίτσι και όχι σαν όρκα, πράγμα πολύ σπάνιο για μένα. Σπάνιο όχι γιατί είναι δυσεύρετο, αλλά γιατί, για ανεξιχνίαστους λόγους, σπάνια το επιλέγω. Διότι, ως γνωστόν, έχω μια τρομερή αδυναμία σε Μικρά Χαριτωμένα Αγόρια, γενικά. Κι όταν λέω «μικρά», (ανεξάρτητα από την Κοινή Γνώμη και Πεποίθηση), δεν εννοώ μικρά σε ηλικία αλλά μικρά σε μέγεθος. Τα βλέπω και μου φαίνονται αξιολάτρευτα, βγαίνουν καρδούλες και ροζ συννεφάκια (μην τρομάξει κανείς, για πλάκα το λέω). Θέλω όμως να τα ζουπήξω και να τα κάνω γούτσου-γούτσου και να τους κάνω χαρούλες. (Μήπως να πάρω κουτάβι;) Ειλικρινά αναρωτιέμαι πια.
Όλες οι κοντές υποτίθεται ότι θέλουν ψηλούς. Εγώ, γιατί γιατρέ μου;
Πριν από χρόνια, μια μέρα που βαριόμασταν τραγικά στο γραφείο και είχαμε ήδη παίξει νεροπιστολο-πόλεμο και Πρόσωπα-Ζώα-Πράγματα, είπαμε τα κορίτσια να κάνουμε ένα ψυχολογικό τεστ. Και ξεκινάμε. Φαντάσου –λέει- έναν κύβο κάπου στην έρημο. Πώς είναι αυτός ο κύβος; Περιέγραψέ τον. Μετά –λέει- έχεις ένα άλογο (πάλι εκεί στην έρημο), και έρχεται τυφώνας. Τι κάνεις; Για τον κύβο, απάντησαν οι άλλες κάτι ζάρια, κάτι κύβους του ρούμπικ, άντε και κύβους σε μέγεθος κομοδίνου, σιδερένιους, από καουτσούκ, από πλαστικό και τέτοια. Απάντησα κι εγώ ότι ο κύβος μου έχει μέγεθος σπιτιού, ότι βασικά είναι σαν σπίτι, και είναι όλος τζαμαρία (και είπα και διπλό-τριπλό τζάμι, όχι φτηνιάρικο, το θυμάμαι).
Λοιπόν, ο κύβος είναι λέει ο εαυτός σου. Το άλογο, είναι και καλά ο άνθρωπός σου (εμένα ήταν το κλασικό καφέ με λευκό αστέρι στο κούτελο, αλλά το πώς ήταν το άλογο, τελικά, δεν είχε καμία σημασία). Όλες οι άλλες, στον τυφώνα, είπαν ότι θα ανέβαιναν πάνω στο άλογό τους και θα έτρεχαν μακριά ελπίζοντας να προλάβουν να τον αποφύγουν. Εγώ… μαλάκας είμαι; Είπα ότι θα έβαζα πολύ απλά το άλογό μου μέσα στον κύβο μου και θα καθόμασταν μετά να δούμε τη θέα. Ο τυφώνας είναι –όπως κατάλαβες- ο κίνδυνος. Εκεί που οι άλλες θα ‘βαζαν τον εαυτό τους πάνω απ’ τον άλλον (κυριολεκτικά) και θα ‘τρεχαν μακριά, εγώ, στον κίνδυνο, βουτάω τον δικό μου και τον προστατεύω. Μην μου πάθει τίποτα το παιδί. Έστω το άλογο. (Και το παιδί, άλλογο θα είναι). Ηθικό δίδαγμα: Μήπως γι’ αυτό τους ψάχνω να ‘ναι μισή μερίδα; Να μπορώ να τους πάρω στον ώμο και να τους προστατεύσω αν χρειαστεί; Αυτό φταίει; Ε, γιατρέ μου;
Λοιπόν, είχαμε μείνει εκεί που χορεύω εγώ με Φέρελπι Νέο και ουσιαστικά με τραβολογάει κι εγώ προσπαθώ να παραμείνω όρθια, μ’ ένα πανικοβλημένο χαμόγελο στη φάτσα μου. Δίπλα, Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν παρακολουθεί τη σκηνή. Σε κάποια φάση, Φέρελπις Νέος πάει στο μπαρ. Στιγμιαία ανακούφιση.
Αλλά έλα μου που Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν έρχεται τώρα να χορέψει μαζί μου. Το σκασμένο! Έκανα πριν την ανάλυση των μεγεθών, αλλά το συγκεκριμένο δεν το είχα προσέξει/ συνειδητοποιήσει πλήρως ως τώρα. Γιατί, μέχρι αυτή τη στιγμή, τον έχω δει μόνο ή να στέκεται πίσω απ’ το μπαρ (πώς είναι αυτό που λέμε ότι η κάμερα προσθέτει 10 κιλά; ε, το μπαρ προσθέτει 10 πόντους) ή καθιστό σε σκαμπό ή όρθιο αλλά ενώ είμαι τελείως λιώμα και δεν έχω απόλυτη συναίσθηση των αναλογιών. Δεν μιλάμε απλά για extra small ενώ ο άλλος είναι large. Μιλάμε ότι πάει να κάνει αυτό που χορεύοντας, βάζουν το πόδι τους ανάμεσα στα δικά σου (έλα, αθώο είναι), αλλά εγώ νιώθω ότι έχω ένα κλαράκι ανάμεσα στα πόδια μου. Και δεν είναι τίποτα άλλο, είναι σίγουρα πόδι, έτσι; (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων). Οπότε γελάω.
Μετά από δυο λεπτά, Φέρελπις Νέος επιστρέφει απ’ το μπαρ με σφηνάκια. Με παίρνει από τα χέρια Μικρού Χαριτωμένου Μπάρμαν με μια τόσο ανέμελη και τόσο αβίαστη κίνηση, χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό και καμία ένδειξη ενόχλησης ή «συγγνώμη που σας διακόπτω» στο ύφος του, που ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ότι ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΕ ΚΑΝ. Εγώ πλέον γελάω ανεξέλεγκτα. Πίνουμε σφηνάκι και κάνουμε γεια μας. Κι εκεί αρχίζει η φάση που Φέρελπις Νέος με τραβάει απ’ το χέρι επιμένοντας να πάμε μια βόλτα κι εγώ τον τραβάω πίσω (με όλη μου τη δύναμη) και χαχανίζω κάνω την τρελή/ την αθώα/ την 34χρονη καλόγρια που χορεύει με το μπρονζέ μίνι φόρεμα, λέγοντας: «καλέ, πού να πάμε βόλτα, μα αφού εδώ χορεύουμε τι ωραία, χι χι χι!», ενώ Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν παρακολουθεί τις εξελίξεις. Μετά από κανά μισάωρο, Φέρελπις Νέος παραδίνεται και στέκεται συνοφρυωμένος στο μπαρ. Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν φεύγει. Εγώ, πλησιάζω το μπαρ και λέω πολύ σοβαρά:
Τι θα γίνει αγοράκι, θα πάμε εκείνη τη βόλτα που λέγαμε;
Όχι ότι έγιναν πολλά στη βόλτα ως τις κοντινές ξαπλώστρες. Έβλεπα τους φίλους μου από πάνω να γελάνε και να βγάζουν φωτογραφίες και φυσικά γελούσα κι εγώ, ήταν και μέρα (γιατί για μένα είναι πρόβλημα, λέμε τώρα), οπότε σύντομα σηκωνόμαστε να φύγουμε. Ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά πρώτα ζητάει τηλέφωνο και μου κάνει και αναπάντητη. Τον ξαναβλέπω την επομένη το βράδυ και ΠΑΛΙ, τη στιγμή που γίνεται πιο εμπεριστατωμένο το θέμα και χορεύουμε έτσι πολύ αγκαλιαστά, ΠΑΛΙ εμφανίζεται Μικρός Χαριτωμένος Μπάρμαν. Ε άει στο διάολο!
Αυτή ήταν η τελευταία μας βραδιά. Την άλλη μέρα, εγώ, η μισή παρέα μου και Φέρελπις Νέος με τους δύο φίλους του, ταξιδεύουμε μαζί στο πλοίο για Αθήνα. Συναντιόμαστε πρώτο κατάστρωμα και μιλάμε όλοι μαζί για ώρες. Πολύ πολιτισμένα πράματα, και με χαρά διαπιστώνω ότι δεν είναι και βλαμμένος. Και του το κρατάω, για πολλούς και ποικίλους λόγους. Του το κρατάω γιατί μετά την επιστροφή εξαφανίστηκε πλήρως, ενώ 1ον όχι απλά δεν γκρίνιαζα καθόλου στο πλοίο, πράγμα που είναι η αγαπημένη μου ταξιδιωτική ενασχόληση, (είπα να μην φρικάρω τον ξένο κόσμο), 2ον όχι μόνο σηκώθηκα από τη θέση αεροπλάνου (του πλοίου) στις 4 το πρωί σαν το ζόμπι να ανανεώσω το μακιγιάζ παραπατώντας στους διαδρόμους από το κούνημα, να με δει και καλά φρέσκια φτάνοντας στον Πειραιά, αλλά με έφτυσε πλήρως ενώ 3ον μένει ουσιαστικά δίπλα μου και 4ον και σημαντικότερον, ενώ η δουλειά του έχει σχέση με καλλυντικά! Ε άει στο διάολο Νούμερο 2!