Είναι λοιπόν μέσα προς τέλη Ιουλίου 2012 κι εγώ ασχολούμαι με πολύ σημαντικά ζητήματα όπως 1) το μαύρισμά μου στη βεράντα της κουζίνας -δεν πάω για μπάνιο στην Αθήνα γιατί με το που θα μπω στη θάλασσα κολλάω όλα τα γυναικολογικά του λεκανοπεδίου, 2) την αποκρυπτογράφηση της επικοινωνίας και συναναστροφής μου με Διαβολικό Δίδυμο, 3) διάφορους άλλους ταλαίπωρους που φέρνει στο δρόμο μου η ζωή, 4) τις θερμίδες του παγωτού Δωδώνη χωρίς ζάχαρη, το οποίο καταναλώνω σαν να μην υπάρχει αύριο (και μάλιστα με μπικίνι). Το ηθικό πάντως είναι υψηλό γιατί τέλος Ιουλίου δεν πα να καίγεται ο κόσμος, δεν πα να έρχεται η Δευτέρα Παρουσία, έρχεται και o Αύγουστος οπότε σκόνη και μπούρμπουρη, γιατί bitches, εγώ θα πάω Βατερά.
Σε ένα ημι-παράλληλο σύμπαν, αρχίζω και μιλάω σε καθημερινή βάση με το Αγόρι που έλεγα παραπάνω που κάθε δεύτερη Παρασκευή πάει για χημειοθεραπείες. Το πράγμα είναι αρκετά σουρεάλ. Η *ιδέα* του πράγματος είναι σουρεάλ γιατί, στην πραγματικότητα, παρόλη την αρχική αμηχανία, η συζήτηση κυλάει εύκολα, καθόλου βεβιασμένα και αρκετά ευχάριστα. Το ότι ο ίδιος είναι συνήθως με θετική διάθεση έως και μες στην καλή χαρά, βοηθάει κι εμένα στο να αντιμετωπίζω το όλο πράγμα σαν «εντάξει μωρέ, δεν είναι τίποτα το τρομερό, καρκίνος είναι, θα περάσει».
Εκείνος δεν εκφράζει ποτέ τίποτα απαισιόδοξο, ποτέ κανένα παράπονο. Μιλάμε για τις καθημερινές λεπτομέρειες της αρρώστιας σαν να μιλάμε για ένα κρυολόγημα, μιλάμε για τις χημειοθεραπείες σαν να μιλάμε για συνεδρίες λέιζερ αποτρίχωσης. Έχουμε ένα κοινό: είμαστε και οι δύο καλοί στο να ρίχνουμε τα πράγματα στην πλάκα, ακόμα και τα πιο δύσκολα πράγματα. Μάλλον, ίσως *ειδικά* τα πιο δύσκολα πράγματα. Στα πολλά και διαφορετικά θεωρητικά και μη που συζητάμε, όταν διαφωνούμε μερικές φορές παίζει το χαρτί «έχω δίκιο γιατί έχω καρκίνο». Αλλά για πλάκα. Γελάμε.
Γελάμε ενώ μιλάμε για καρκίνο.
Και μιλάμε πολλές ώρες την ημέρα. Τα ωράριά μας είναι παρόμοια, δηλαδή κοιμόμαστε λίγο πριν το ξημέρωμα και ξυπνάμε μεσημέρι, οπότε κάνουμε παρέα ο ένας στον άλλον όταν οι άλλοι κοιμούνται. Μ’ αφήνει ήσυχη όταν ασχολούμαι με άλλα αγόρια. Θα ξαναπώ ότι μου έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν μιλάμε επειδή με βλέπει ερωτικά -αν και δεν με βρίσκει τελείως χάλια- απλά γνωρίζει ότι δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα μεταξύ μας αυτή την περίοδο και ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτούς που μου αρέσουν συνήθως. Συχνά-πυκνά το λέει πειράζοντάς με για τον εντυπωσιακό αριθμό γνωριμιών μου που φοιτούν στο ΤΕΦΑΑ.
Εγώ, απ’ την άλλη, δεν είμαι σίγουρη. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Τα ακούω αυτά που λέει, τα καταλαβαίνω, δυσκολεύομαι όμως να τα καταγράψω και να τα πιστέψω. Όπως έχω αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν, όταν πρωτο-γνωρίζω κάποιον, αν μιλάμε για ώρες και γελάμε, μου παίρνει κάπου… χμμμ… 3 μέρες να τον ερωτευτώ. 3 μέρες όταν τον βλέπω κάθε μέρα και περνάμε χρόνο μαζί. Τον συγκεκριμένο, βέβαια, ακόμα δεν τον έχω δει. Οπότε, ΟΚ, δεν είναι το ίδιο, παρόλο που χαχανίζω (διαδικτυακά) και τον πειράζω με διάθεση φλερταριστική και ύφος γκομενικό. Παρόλο που μιλάμε σχετικά αθώα και υπάρχουν σαφή όρια. Κι εγώ δεν είναι ότι αισθάνομαι κάτι τρομερά έντονο, πάντως, πάνω στην εβδομάδα έχω αποφασίσει ότι θέλω οπωσδήποτε να τον δω.
Και το κανονίζουμε για ένα απόγευμα. Κάτι χαλαρό, τύπου καφέ-ποτό. Είμαι ήδη για καφέ –επαγγελματικό ραντεβού- κι έρχεται να με βρει. Έχω προσπαθήσει ήδη να αφαιρέσω οποιαδήποτε προσδοκία από το μυαλό μου. Όπως και να ‘ναι, ό,τι και να ΄ναι, τον συμπαθώ, χαίρομαι να του μιλάω –πράγμα που δεν μου συμβαίνει με πολύ κόσμο- ήδη απολαμβάνω την παρέα του και τον εκτιμώ. Δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα άλλο. Δεν θέλω να σκέφτομαι αν θα μου αρέσει. Αν θα μου είναι ελκυστικός. Έχω προσπαθήσει και να σβήσω τις φωτογραφίες του απ’ το μυαλό μου, μια και έχει πει ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Θέλω να μην περιμένω τίποτα. Θέλω.
Θέλω και παγκόσμια ειρήνη.
Φτάνει. Τον βλέπω, χαίρομαι που τον βλέπω, αλλά δεν είμαι σίγουρη πώς να αντιδράσω και πώς να φερθώ. Δεν μου βγαίνει τίποτα απ’ αυτά που ένιωθα από μακριά. Το παίζω εκ του ασφαλούς. Διατηρώ μια ευχάριστη, άνετη και φιλική στάση, αλλά εδώ και δέκα μέρες, μ’ αυτό το αγόρι μιλούσα δωδεκάωρα και νύχτες ολόκληρες φλερτάροντας μαζί του και σίγουρη ότι τον γουστάρω, και τώρα πάω να μαζέψω τα αμάζευτα.
Κι εκείνος φαίνεται πολύ σφιγμένος. Νομίζω ότι έχει απόλυτη συναίσθηση του τι συμβαίνει, γεγονός που κάνει το όλο πράγμα ακόμα πιο άβολο. Δεν έχω ιδέα πώς να το χειριστώ. Κάνω πως όλα είναι απολύτως νορμάλ, υπερβάλλω στα χαμόγελα, γελάω με αστεία που δεν είναι τόσο αστεία, αλλά είμαι απογοητευμένη. Όχι μόνο απογοητευμένη. Νιώθω και ένοχη, μαλακισμένη, προδομένη απ’ τον εαυτό μου, προδομένη απ’ το σύμπαν, ξανά ένοχη, ξανά μαλακισμένη, ξανά απογοητευμένη. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Φέρομαι συγκρατημένα και φιλικά.
Στο κάτω-κάτω, είναι ένας άγνωστος με τον οποίο μιλούσα μερικές μέρες στο facebook. Φέξε μου. Το ‘χω κάνει μόνο χμμμ… καμιά… πενηνταριά φορές. Δεν έγινε και τίποτα. Αλλά κρίμα. Πραγματικά μου άρεσε. Άντε τώρα να βρω κάποιον άλλον της προκοπής ν’ ασχοληθώ. Ευτυχώς που φεύγω σε λίγες μέρες για Βατερά και θα ξεκόψουμε λίγο, αναγκαστικά.
Αλλιώς, πώς πας από το «μιλάμε κάθε νύχτα, όλη νύχτα» στο «μιλάμε αραιά και τελείως φιλικά»; Σίγουρα πρέπει να γίνει σταδιακά και προοδευτικά. Αλλά εγώ δεν είμαι για τέτοια, θέλω ξεκάθαρα πράγματα, όχι νεφελώδη ούτε ενδιάμεσα. Και σίγουρα δεν θέλω να είμαι φίλη με κάποιον που (ίσως να) με γουστάρει. Είπαμε, η καριολίασή μου έχει ένα όριο και το friend zone είναι μετά απ’ αυτό. Οπότε ίσως είναι προτιμότερο να εξαφανιστώ. Αλλά είναι τόσο καλό και σωστό και αξιόλογο παιδί. Και καθόλου μαλάκας. Και πόσο μαλάκας θα φανώ εγώ; Γιατί, ερωτώ:
Πώς ξεκόβεις από κάποιον που έχει καρκίνο;
*Το περιεχόμενο αυτού του ποστ μπορεί να σου φανεί αγενές, κακοήθες, προσβλητικό ή και επώδυνο. Λυπάμαι πολύ. Πάντως είναι απόλυτα ειλικρινές.
Προς άνοιξη μεριά, στα 24 μου, έχοντας ούτε 6 μήνες στην πατρίδα, με προτροπή Μάνας αποφασίζω να κάνω χειρουργική επέμβαση για να μικρύνω το βυζί μου (και τα δύο, συμμετρικά). Τα προηγούμενα χρόνια, όσο ήμουν στη σχέση με τον Αθώο Άγγλο, ούτε που μου περνούσε απ’ το μυαλό το ενδεχόμενο, παρόλο που λόγω ύψους, πιθανότατα έμοιαζα με δύο βυζιά που περπατούσαν. Ξέρεις, το γνωστό «στρίβουν στη γωνία τα βυζιά κι εγώ εμφανίζομαι πέντε λεπτά μετά». Βλέπεις, Αθώος Άγγλος με λάτρευε όπως κι αν ήμουν, με μαλλί-σφουγγαρίστρα, ξεχειλωμένη πιτζάμα, πράσινη μάσκα-άργιλο στη φάτσα, ξανθιστικό πάνω στο μουστάκι και τρίχα-πλεξούδα στη μασχάλη. Οπότε, δεν ήταν *ακριβώς* αντικειμενικός, και το βυζί ήταν το λιγότερο.
Πώς να κρίνω τη βυζο-σμίκρυνση απολύτως απαραίτητη;
Ωχ, και το είχα χάσει!
Όταν όμως ξαφνικά βρέθηκα χωρισμένη, στην άγρια τούτη ζούγκλα της single ύπαρξης, τα είδα αλλιώς τα πράγματα. Και είχα άμεση ανάγκη από πιο δημιουργικές ενδυματολογικές επιλογές, δηλαδή ξώβυζων φορεματακίων. Οπότε, μπαίνω χειρουργείο. Και βγαίνω. Η εγχείρηση πέτυχε, λέει. Για τις πρώτες δυο εβδομάδες, βέβαια, κάθε μέρα που κάνω ντους κι αλλάζω γάζες, έχω την Αδερφή να με κρατάει γιατί κάθε φορά που βλέπω Το Πράγμα (και τα δύο) λιποθυμάω. Σοβαρά, το θέαμα είναι φρικαλέο, είμαι κάτι σαν τραυματίας πολέμου. Αλλά, σιγά σιγά, γίνομαι σχεδόν καλά. Το μόνο που παραμένει, είναι ένα μικρό θεματάκι με τα ράμματα. Μάλλον αρνούνται να απορροφηθούν ή κάτι τέτοιο και για μήνες (έως και χρόνια μετά), κάθε φορά που βλέπω να ξεπέχει κάποιο νηματάκι, το τραβάω έξω. Ο γιατρός έχει πει ότι συμβαίνει και μιλάμε για κάτι νηματάκια 2 χιλιοστά, σαν παιχνίδι είναι, σχεδόν το διασκεδάζω.
Μια τρελή βραδιά, ας πούμε δυο μήνες μετά την επέμβαση, έχω βγει το βράδυ και γυρνάω σπίτι (το «σπίτι» ήταν τότε ακόμα το σπίτι των Γονιών), ελαφρώς μεθυσμένη. Πολύ ελαφρώς, απλά σε μια ευχάριστη, χαχανιστική κατάσταση. Πάω στο μπάνιο, ξεβάφομαι κάνοντας ησυχία, χτενίζομαι και μετά επιθεωρώ βυζί, όπως κάθε βράδυ, να δω για ράμματα. Και ναι, βρίσκω ένα. Το τραβάω.
Κι εκεί, συμβαίνει το εξής συναρπαστικό: ξέρεις πώς είναι όταν έχεις ένα βρακί που έχει περάσει τις ένδοξες μέρες που το φορούσες έξω, και πλέον το φοράς μόνο μέσα στο σπίτι με σερβιέτα με φτερά; ένα απ’ αυτά που έχουν ξεχειλώσει λίγο, κι αν τραβήξεις ένα λαστιχάκι που φαίνεται, σουρώνει όλο το βρακί και πρέπει να το ξαναστρώσεις και να το ξαναϊσιώσεις; Αυτό ακριβώς. Μετά τρόμου και δέους, βλέπω από τη μία ΟΛΟ το βυζί να σουρώνει, και απ’ την άλλη να μου έχει μείνει στο χέρι δεκαπέντε εκατοστά νήμα. Σοκ. Απίθανο σοκ. Στη θέση του πρώην βυζιού, έχω ένα διακοσμητικό βολάν-σφηκοφωλιά (=είδη ντεκόρ στο σχέδιο ρούχων). Πώς λέμε «παντελόνι με πιέτες;» Έτσι. Βυζί με σούρα.
Γάμα τα, τα ράμματα.
Μου έρχεται μια σκοτοδίνη. Πάει, σβήνω. Είμαι σίγουρη ότι η ελαφρώς ελαφριά διάθεση λόγω πολλαπλών ουισκιών με σώζει από βέβαιη λιποθυμία. Παρόλα αυτά, πανικός. Δεν θέλω να φωνάξω να ξυπνήσω Αδερφή και/ή Γονείς γιατί θα με βρίσουν που έχω πιει. Τουλάχιστον έτσι σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι έχω πιει, διότι τώρα που το σκέφτομαι, καμιά Μάνα δεν θα νοιαστεί ιδιαίτερα αν το παιδί της είναι ελαφρώς σουρωμένο…
…την ώρα που το βυζί του είναι πλήρως σουρωμένο.
Αποφασίζω να το αντιμετωπίσω μόνη μου, παρόλο που το όλο πράγμα είναι κάπως πέρα από αυτό που μπορώ να αντιμετωπίσω. Αλλά και τι να κάνω; Όπως-όπως, ισιώνω βυζί με τα χεράκια μου, προσπαθώντας να του δώσω σχήμα βυζιού (αυτά είναι που δεν μας μάθαν στα Καλλιτεχνικά του Γυμνασίου). Αφού το ισιώνω, μου έχουν ξεμείνει κάπου 5 εκατοστά κλωστή, που δεν ξέρω τι να την κάνω. (Το κλασικό, όπως όταν συναρμολογείς έπιπλο ΙΚΕΑ και στο τέλος σου μένουν κάτι βίδες ή όταν επιδιορθώνεις κάτι ξεχαρβαλώνοντάς το και μετά σου μένουν δυο-τρία ανταλλακτικά). Εγώ δεν δύναμαι να ξανανοίξω βυζί και να χώσω μέσα την κλωστή, οπότε παίρνω ψαλιδάκι νυχιών και κόβω ό,τι περισσεύει. Κάνω και στο βυζί φιλικό πατ-πατ, να ξέρει ότι εγώ θα το αγαπώ όπως και να είναι. Βάζω ορό ανάπλασης (στη φάτσα) και πάω για ύπνο.
Βρισκόμαστε στη Μεγάλη Βρετανία (όχι το ξενοδοχείο, την αυθεντική). Τις πρώτες δυο-τρεις εβδομάδες κάνω παρέα με Γάλλους, Ισπανούς, Γερμανούς και Πορτογάλους από το πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, εξερευνώ το Plymouth και (ας μην πω “εξερευνώ”, δεν έκανα τίποτα το φοβερό) τα αγόρια που πρόκειται να γίνουν “ο Τύπος μου”, δηλαδή χαριτωμένα, με ανοιχτά ματάκια και κόκκινα χειλάκια και πάω και σε μερικές διαλέξεις ως τουρίστρια. Τα μόνα μαθήματα που με ενδιαφέρουν είναι τα εξής δύο: 1) Η Αρωματοποιία (όπου αριστεύω, έχω μύτη όχι μαλακίες), και 2) ένα τρομερά αμφιλεγόμενο μάθημα του οικονομικού τμήματος του πανεπιστημίου, στο οποίο αναλύεται η Ηθική σε σχέση με τον Καπιταλισμό.
Το είχα μυριστεί εγώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το κατεστημένο.
Στο μεταξύ, γνωρίζω και κάτι Άγγλους που μένουν κι αυτοί στην Εστία μου, στον ίδιο όροφο με μένα. Σύντομα, γνωρίζω και Αθώο δίμετρο, κατάξανθο, καταγάλανο Άγγλο που περιφέρεται στους διαδρόμους, συνήθως προκαλώντας ελαφρό χάος. Λέω ότι περιφέρεται γιατί, ενώ παλιότερα έμενε στην Εστία μου, δεν μένει πλέον μια και τον έχουν ήδη διώξει δύο φορές (χωρίς τρίτη πιθανότητα επανένταξης). Τον έχουν διώξει γιατί -πριν με γνωρίσει- ήτο ελαφρώς τσογλάνι του κερατά, σχεδόν αλκοολικός και σχεδόν επικίνδυνος. Οι κατηγορίες εναντίον του περιελάμβαναν πταίσματα, όπως το ότι είχε βγει γυμνός μπροστά σε κάμερες κι έπαιζε ντραμς μέσα στη νύχτα, αλλά και πιο σοβαρά αδικήματα, όπως το ότι είχε σπάσει δωμάτια, είχε βάλει φωτιά, είχε χτυπήσει συναγερμούς όταν ΔΕΝ υπήρχε φωτιά, έκανε το μικρό χημικό στην κουζίνα, κάπνιζε τα πάντα και παρασκεύαζε ύποπτο αλκοόλ που σε έριχνε σε κώμα. Οι γονείς του, βλέπεις, είχαν χωρίσει πρόσφατα και το είχε πάρει κάπως βαριά. Μπάι δε γουέη, η Μάνα μου δεν τα ξέρει όλα αυτά και θα είναι ένα σοκ γι’ αυτήν, θα σου εξηγήσω άλλη φορά.
Και τώρα θα με ρωτήσεις -και με το δίκιο σου- “τότε γιατί τον αναφέρεις ως ‘Αθώο Άγγλο’;” Κι όμως, φίλε μου, όπως είπα και πρωτύτερα, όλα αυτά ήταν πριν με γνωρίσει. Με το που με βλέπει, Αθώος Άγγλος μαγεύεται και μεταμορφώνεται από Διαολεμένο Παλιόπαιδο σε Ξανθό Αγγελάκι. Σε τρομερά σύντομο χρονικό διάστημα, κάνει στροφή 180 μοιρών και γίνεται το πιο αληθινά Καλό Παιδί που μάλλον (δηλαδή, σίγουρα) έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Τότε βέβαια δεν το ήξερα αυτό το τελευταίο. Ότι δηλαδή δεν θα γνώριζα άλλον τέτοιο ποτέ. Δεν είχα ιδέα. Τότε νόμιζα ότι ΟΛΟΙ είναι εν δυνάμει καλά παιδιά.
Πώς είσαι σίγουρη ότι μόλις φιλήσεις έναν βάτραχο θα γίνει πρίγκιπας; Αυτό.
Πάντως, στην αρχή γινόμαστε -ας πούμε- φίλοι. Το οποίο σημαίνει ότι δεν φιλιέμαι μαζί του μετά από το πρώτο εικοσάλεπτο γνωριμίας, όπως συμβαίνει συνήθως. Όχι, η σχέση μας είναι αρχικά φιλική, μάλλον γιατί εγώ μάλλον δεν τον γουστάρω και τόσο, οπότε φτάνω να τον ξέρω μπορεί και δυο εβδομάδες μέχρι που αρχίζουμε να κάνουμε πολύ παρέα. Περνάμε πολύ χρόνο μαζί γιατί, για κάποιο λόγο που δεν θα μπορέσω να καταλάβω ποτέ, παρά τα χάσματα κουλτούρας, Αθώος Άγγλος κι εγώ καταλαβαινόμαστε απ’ την αρχή και μπορούμε να μιλάμε μαζί για ώρες. (Ευχαριστώ την υπέροχη Σκωτσέζα καθηγήτρια Αγγλικών μου που μεταξύ άλλων με είχε βάλει να διαβάσω και το “The Lion, The Witch and The Wardrobe” (=Τα χρονικά της Νάρνια στα ορίτζιναλ βιβλία), που αποτέλεσε και ένα αγαπημένο θέμα συζήτησης. Κάποιες μέρες μετά, σε κάποιο φοιτητικό πάρτι, οι Blur να ακούγονται από τα ηχεία, φτηνά στρόμπο λάιτ να αναβοσβήνουν και πλαστικά ποτηράκια με μπίρα ανά χείρας, Αθώος Άγγλος σκύβει (πολύ) και με φιλάει. Και αυτό ήταν. Την εποχή εκείνη της αθωότητας, αυτό αμέσως σήμανε ότι έχουμε σχέση. Μακριά απ’ το σπίτι, μακριά απ’ την πατρίδα, μακριά από καθετί γνώριμο, εγώ σκόνταψα πάνω στην Αγάπη. (Βασικά, αν λάβεις υπόψη σου τη διαφορά ύψους, αυτή σκόνταψε πάνω σ’ εμένα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία).
Δεν θα περιγράψω το πώς ήταν, ήταν όλα πρωτόγνωρα, συναρπαστικά και τρομακτικά. Ήταν αυτό που ήθελα περισσότερο από τίποτα άλλο και συγχρόνως τίποτα δεν μου ερχόταν εύκολα, ούτε η εγγύτητα, ούτε η συνεχής συνύπαρξη ούτε η οικειότητα (ήταν και ο άνθρωπος Νο1 που με είδε άβαφτη, μιλάμε για μεγάλες θυσίες). Απ’ την άλλη, σκέφτομαι στιγμές όπως ένα καλοκαιρινό μεσημερο-απόγευμα σε μια πανέμορφη ακτή της Κορνουάλης που είχαμε πάει να διαβάσουμε. Μόνοι μας, ψυχή γύρω-γύρω, ηρεμία, βυθισμένοι στις σημειώσεις μας, το κύμα να σκάει και, κάποια στιγμή, κατά το ηλιοβασίλεμα, ένα κοπάδι δελφίνια εμφανίζεται κι έρχεται προς τα έξω. Δεν φεύγουν. Για καμιά ώρα, παίζουν, πηδάνε, ρίχνουν νερά και κολυμπάνε πάνω-κάτω σχεδόν μπροστά μας. Τα βλέπαμε ότι παίζουν, δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο. Με φόντο το ηλιοβασίλεμα. Δεν το πιστεύαμε. Μια κοιτάζαμε τα μενεξελιά σύννεφα, μια τα δελφίνια και μια κοιταζόμασταν, αλλά δεν έβγαινε κουβέντα.
Εκείνο το απόγευμα, ήμασταν σίγουροι ότι το Σύμπαν μάς έδωσε την ευχή του.
Δεν θα πω άλλα γιατί, ως γνωστόν, το ρομάντζο είναι βαρετό. Οπότε ώρα να το γυρίσω και να πω ότι τον Αθώο Άγγλο τον πήρα παρθένο. Όχι στο ζώδιο, στο ζώδιο ήταν Ταύρος. Στο άλλο. Το πράγμα δεν ήταν τόσο τραγικό όσο ακούγεται, διότι παρόλο που δεν είχε εξασκήσει το “μέσα-έξω”, είχε εξασκήσει άλλα ταλέντα κι εδώ βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει γιατί το ‘χουμε κάνει τελείως τσόντα και αυτή την εποχή (για την οποία γράφω) ακόμα είμαι μικρή. Στην πολύ αρχή της σχέσης μου, λοιπόν, με Αθώο Άγγλο, συμβαίνει αυτό: βρίσκομαι αντιμέτωπη με το πανάρχαιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, το «δεν μπορώ με προφυλακτικό». Διευκρίνιση: Αυτός αντιμετωπίζει το πρόβλημα, εγώ απλά αντιμετωπίζω το ότι το αντιμετωπίζει. Παίρνω όμως την κατάσταση στα χέρια μου. (Όχι ακριβώς στα χέρια μου, αλλά λέμε τώρα). Την κατάσταση τη λένε «Femidom» και είναι ένα προφυλακτικό για γυναίκες (μας τα έχουν μοιράσει τσάμπα στο Πανεπιστήμιο, αυτά μαζί με κάτι Ντορίτος). Εγώ, σαν γνήσια Μαρκετίστρια, πιστεύω στα νέα προϊόντα και έχω κάθε καλή πρόθεση να αναλάβω την ευθύνη και να χρησιμοποιώ εγώ προφυλακτικά από τώρα και στο εξής. Κι όταν φτάνει η κατάλληλη στιγμή, δηλαδή μια-δυο ώρες μετά… [Εξήγηση: στην ηλικία των 19, με μηδέν υποχρεώσεις, εγώ με ανταλλαγή φοιτητών κατά την οποία τα μαθήματα τα είχα γραμμένα (και όχι σε τετράδιο), εκείνος σπουδάζοντας και καλά Γεωγραφία (όταν τελικά το παράτησε τον έβαλα να σπουδάσει κι αυτός Μάρκετινγκ) και μένοντας μακριά από γονείς, η βασική μας ενασχόληση ήταν το πόσο καλά ελατήρια έχει το κρεβάτι].
…λέμε να πάμε το Femidom για ένα test fuck.
Πιθανώς δεν θυμάται κανείς για τι μιλάω, οπότε επαναλαμβάνω: μιλάω για το γυναικείο προφυλακτικό. Τεστ Ντράιβ – Τεστ Φακ. Το δοκιμάζω. Όλοι ξέρουμε πώς μπαίνει μια σακούλα σκουπιδιών μέσα στον τενεκέ των σκουπιδιών, ε; Αυτό που τη βάζεις μέσα, τη στρώνεις λίγο και μετά, για να σταθεροποιηθεί εκεί, γυρνάς το άνοιγμά της προς τα έξω να κάτσει γύρω-γύρω από το στόμιο του τενεκέ; Ε, βάλε τη φαντασία σου να το εικονοποιήσει και στην άλλη χρήση. Εκεί που φαντάζεσαι. Αυτό. Ακριβώς. Μια φορά, το υπέμεινα. Μετά, λέω: «ή θα φοράς εσύ ή τίποτα». Ευτυχώς, σε μικρή ηλικία, ακόμα μαθαίνουν εύκολα.
Αθήνα, λοιπόν. Εγώ, απλά ζω προσμένοντας και ξεφυλλίζοντας άλμπουμ του Τσαρούχη (Θεϊκό Αγόρι είχε εκπληκτική ομοιότητα με κάτι μοντέλα του, στο πιο όμορφο). Και περιμένω. “Και δεν χτυπάει το τηλέφωνο…” -Αννούλα. Όχι ότι δεν χτυπάει ποτέ. Χτυπάει. Και, κάθε φορά, το στομάχι μου κάνει τριπλό λουπ και μετά σκοντάφτει πάνω στον πάγο και τρώει τα μούτρα του. “Έλα θεία. Καλά είμαι, ναι, όχι, αλήθεια, κανείς δεν πέθανε, κανείς δεν είναι στην Εντατική, όλοι μια χαρά, στ’ ορκίζομαι…” Πάντως, δεν περνάει ούτε μια εβδομάδα και, κάποια στιγμή που δεν το περιμένω (φυσικά) χτυπάει το τηλέφωνο και είναι Αυτός. Πήρε. ΠΗΡΕ! Κι όμως. Μη χαίρεσαι, δεν έχει ούτε πανηγυρισμούς ούτε αλληλούια. Το τηλεφώνημα δεν έχει τίποτα το αξιοσημείωτο, κι ενώ με χαροποιεί, συγχρόνως με καταρρακώνει. Γιατί, ναι, παίρνει τηλέφωνο. Με τη (σημαντική) διαφορά του ότι, με έναν εντελώς μαγικό τρόπο που δεν κατάλαβα ποτέ, από τη στιγμή που πατάμε σε Αθηναϊκά εδάφη, είμαστε φίλοι. Εγώ κι Εκείνος, φίλοι. Φιλαράκια, βρε. Λες και με ήξερε κι από πριν τον Αύγουστο. Λες και είχε υπάρξει τίποτα φιλικό στην ως τότε γνωριμία μας. Λες και την πρώτη βραδιά που χορεύαμε στη ντισκοτέκ δεν μ΄έπιασε σφιχτά και μου είπε “σε θέλω”. Αλλά τώρα, από το πουθενά, φίλοι. Και μετά από το πρώτο τηλεφώνημα, ακολουθούν κι άλλα, και τηλεφωνιόμαστε γενικά αραιά αλλά σταθερά, ας πούμε σχεδόν μια φορά το μήνα. Σαν να μου ‘ρχεται περίοδος.
Ματώνω, ματώνω (χωρίς εσένα λιώνω) -Πέγκυ Ζήνα.
Από τότε αρχίζει μια νέα εποχή στη ζωή μου η οποία έχει να κάνει με κατάθλιψη-απελπισία-προσμονή χωρίς ελπίδα περισσότερο από ποτέ, και κρατάει 3-4 χρόνια. Κάποιες φορές βλεπόμαστε. Σαν φίλοι, βέβαια. Όχι ότι γελάμε ιδιαίτερα και περνάμε καλά, ούτε αυτό. Εγώ κι Αυτός πάντα μιλάμε σοβαρά. Κάνουμε θεωρητικές συζητήσεις. Εγκυκλοπαιδικές συζητήσεις. Φιλοσοφικές συζητήσεις. Επιχειρηματολογούμε. Το αγαπημένο μας “παιχνίδι” είναι το “ποιος είναι ο πιο έξυπνος”, όπου πάντα επιδιώκω απελπισμένα να κερδίσω, με μια σαδο-μαζοχιστική εμμονή. Θέλω να (μου) αποδείξω απελπισμένα ότι δεν είναι καλύτερος από μένα. Άσχετα αν από μέσα μου ουρλιάζω “Θέλω να σε αγγίξω!” Καμία επαφή. Ούτε χέρι. Ένα σταυρωτό φιλί όταν συναντιόμαστε κι ένα όταν φεύγουμε. Μαρτύριο. Ο μόνος λόγος που δεν έγραψα εγώ τα “Βασανίζομαι” σε όλη την Αθήνα, είναι γιατί δεν είχα σκάλα. Απλά έπεφτα, μέρα με τη μέρα. Μετά τον πρώτο καιρό, φτάνει η εποχή που Εκείνος παίρνει τηλέφωνο και μου ζητάει να βρεθούμε κι εγώ λέω “όχι” επανειλημμένως. Αναμενόμενο. Διότι, πολύ απλά, δεν το αντέχω. Έχω αποδείξει ανά τα χρόνια ότι όταν θέλω κάποιον και δεν τον έχω, δεν θέλω και πολλά-πολλά. Μακριά. Σας παρακαλώ.
Μακριά, Αγαπημένοι.
Με την ειδοποιό διαφορά του ότι *εκείνα τα χρόνια*, δεν κάνω τίποτα άλλο -σε σχέση με γκομενικά- ενδιάμεσα. ΤΙΠΟΤΑ. Δεν ασχολούμαι με κανέναν. Δεν υπάρχει κανείς άλλος για μένα. Υπάρχει μόνο το μάντρα: “Θέλω Εκείνον”. Σημειώνω ότι το ίδιο καλοκαίρι, προ Μυτιλήνης, έχω πάει Πάρο όπου την τελευταία μου βραδιά γνωρίζω ωραιότατο αγόρι με το οποίο κάνουμε βόλτες μέχρι το πρωί. (Αυτό ακριβώς όπως το λέω, βόλτες). Επικοινωνούμε και στην Αθήνα και παρά το γεγονός ότι εγώ κυκλοφορώ σαν ζωντανή νεκρή, “τα ‘χουμε” για ένα φεγγάρι. Το παιδί μένει στο Πικέρμι αλλά έρχεται και με βλέπει και σε εκδρομή του σχολείου μου και μου γράφει και κασέτα με house και είναι γλυκός. Και κάνει όλα τα καλά εκείνα πράγματα που κάνει ένα αγόρι για ένα κορίτσι στα 16. Μόνο που, μια από εκείνες τις μέρες, με παίρνει τηλέφωνο Εκείνος. Και, παρόλο που έχω μιλήσει νωρίτερα με Αγόρι Πάρος-Πικέρμι και τα χουμε πει τα ‘χουμε συμφωνήσει ότι “προχωράμε”, τον παίρνω καπάκι τηλέφωνο και με κάτι άθλιες δικαιολογίες του λέω “Τέλος”. Μιλάμε για ΑΘΛΙΕΣ δικαιολογίες. Απλά επειδή ο Άλλος πήρε τηλέφωνο κι εγώ αποδιοργανώθηκα πλήρως. Τόσο άλογο ζώον.
Προφανώς, κάποια στιγμή πέταξα στα σκουπίδια τις παρωπίδες, και δεν κοίταξα ποτέ πίσω.
Σε μια άλλη υπέροχη ανάμνηση, παρά του ότι με έχω προειδοποιήσει για τους κινδύνους που ελλοχεύουν, κανονίζω να Τον δω. Δεν έχει σημασία τι κάνουμε, μια απ’ τα ίδια ήταν πάντα, δηλαδή καφές, άντε και κανά ηλίθιο ποτό όπως Kiwi που έπινα πού και πού τότε. Κάτι απλό για το οποίο έκανα τρεισήμισι ώρες να ετοιμαστώ. Όταν φτάνει η ώρα που φεύγουμε, προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη να καταφέρω να συγκρατηθώ μέχρι να στρίψει τη γωνία και να μην με βλέπει. Μετά, επιτέλους, αφήνω τα δάκρυα να κυλήσουν, ελεύθερα. Ποτάμι. (“Και ένας άγνωστος, να με ρωτάει, τι έχεις κορίτσι μου και κλαις;” -Μαριάντα Πιερίδη). Αμέσως μετά, με περιμένουν Γονείς και οικογενειακοί φίλοι να πάμε σινεμά. Βλέπουμε το “Dracula”. Ατάκα σεναρίου: “Περίμενα ωκεανούς χρόνου μέχρι να σε βρω…” Κλαίω με λυγμούς σε όλη τη διάρκεια της ταινίας… και για κάποιες μέρες μετά.
Έτσι ευχάριστα περνούν λοιπόν αυτά τα χρόνια. Κάποια στιγμή -εις φρίκη των Γονέων, και βασικά της Μάνας- περνάω στο ΤΕΙ Εμπορίας και Διαφήμισης. Φρίκη, γιατί εννοείται ότι “πρέπει” να ξαναδώσω εξετάσεις ώστε να περάσω σε ΑΕΙ, όπως αρμόζει σε ένα κορίτσι σαν και μένα. Εγώ πέρασα στο ΤΕΙ ενώ είχα αρκετά ψηλότερη βαθμολογία, απλά δεν είχα δηλώσει κάτι ενδιάμεσα που μου φάνηκαν βαρετά. Και, το Σεπτέμβριο του 1994, έχω πάει να γραφτώ στο ΤΕΙ εικονικά. Εκεί όμως, στις “Πληροφορίες”, βλέπω μπροστά μου ένα Αγόρι τόσο απερίγραπτα όμορφο, που α) μου πέφτει η τσάντα κάτω και β) λέω “δεν πάω πουθενά-πουθενά, εδώ θα μείνω” (πάντα έπαιρνα αποφάσεις μετά από ώριμη σκέψη και πάντα βασιζόμενη σε λαϊκά άσματα που ακόμα δεν γνώριζα). Οπότε, πάτησα πόδι και παρέμεινα στο ΤΕΙ. Το συγκεκριμένο αγόρι υπήρξε το πιο σημαντικό μου κίνητρο για να κατεβαίνω στη σχολή όσο έκατσα εκεί, στο Εμπορίας & Διαφήμισης. Αυτός τότε ήταν μπάρμαν σε ένα τεράστιο gay-house club, το X στη Λένορμαν. Όχι ότι τον γνώρισα και κάτι έγινε, κουτό παιδί. Εκείνη την εποχή, μου έφτανε απλά να υπάρχει. Να μου αποσπά την προσοχή.
Ήταν μια κάποια λύσις.
Εκτός αυτού, στο ΤΕΙ, κάνω και μια καινούρια φίλη. Μαζί, ανακαλύπτουμε τον θαυμαστό κόσμο του clubbing τη δεκαετία του ’90, την όλη gay/house “σκηνή” γενικά,house και rave parties, τα οποία κυνηγάμε σε εγκαταλελειμμένες αποθήκες, γκαράζ, εργοστάσια και άλλα καταλύματα με πολλή υγρασία και τουαλέτες ύποπτης υγιεινής. Τρέχουμε και σε after, φοράμε σακούλες σκουπιδιών, αλουμινόχαρτα, πλατφόρμες που αγοράζουμε από μαγαζιά για strippers, μπλουζάκια από Αμερικάνικη Αγορά και τόνους γκλίτερ. Αργότερα, γινόμαστε μόνιμοι θαμώνες σε gay μαγαζιά και βασικά στο Factory (έχει την καλύτερη μουσική). Μ’ αυτά και μ’ αυτά διασκεδάζω κάπως, παρόλο που τίποτα άλλο δεν έχει αλλάξει. Τότε ήσουν έξω και ένιωθες ότι Κάτι Συμβαίνει στην Πόλη. (Όχι το μαύρο, ζοφερό και τραγικό που νιώθεις ότι συμβαίνει τώρα). Κατέβαινες στο Kέντρο κι αναγνώριζες φάτσες ή έβλεπες άλλους με μπλουζάκια “Frond” και γνέφατε ο ένας στον άλλον ή έβλεπες κι άλλους να διαβάζουν 01 (το περιοδικό) και χαμογελούσατε ο ένας στον άλλον. Στις συναυλίες των Στέρεο Νόβα ένιωθες ότι όλοι είναι αδέρφια σου. Τη νύχτα, έβλεπες τον ίδιο κόσμο σχεδόν όπου πήγαινες κι ένιωθες ότι ανήκεις κάπου που είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με το mainstream (ή ακόμα χειρότερα, σε σχέση με το μπουζουκόβιο) κοινό (σημειώνω ότι τότε δεν νοούμαι να ακούσω απολύτως τίποτα από ελληνική μουσική, μην βλέπεις την Πέγκυ και τη Μαριάντα πιο πάνω, μου τις σύστησαν πολλά χρόνια αργότερα).
*Donna Summer I feel love, ύμνος Factory.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1995, (πλέον ανήμερα Πρωτοχρονιά, 10 η ώρα το πρωί), γυρνάω σπίτι με συγκοινωνίες και στο δρόμο κοριτσάκι μου χαρίζει μπαλόνι. Η Πόλη τότε ήταν παραμυθένια. Ήταν ωραία. Γενικά, με όλο αυτό το κίνημα της ηλεκτρονικής/χορευτικής μουσικής τη δεκαετία του ’90, έχω μια ψευδαίσθηση ότι είμαι Μία από Αυτούς. Δεν έχει σημασία ότι όλοι γύρω μου χρησιμοποιούν παράνομες ουσίες κι εγώ δεν πίνω ούτε καφέ (κι όπως είπα, ούτε καπνίζω), δεν έχει σημασία που στο μπαρ παραγγέλνω χυμό ροδάκινο ΧΩΡΙΣ αυτό να σημαίνει ότι έχω πιει κάτι άλλο και φοβάμαι μην με πειράξει ο συνδυασμός. Όχι φίλε μου, απλά ο χυμός ροδάκινο είναι νόστιμος και δροσερός κι εγώ βγαίνω με αθλητικά και χορεύω για κανά πεντάωρο τη βραδιά, ουφ, δίψασα. Κατά τα άλλα, είμαι αμέτοχος -πλην μελαγχολικός- παρατηρητής. Τελείως νηφάλια, χορεύω κι αναστενάζω κοιτώντας τα ημίγυμνα αγόρια που φιλιούνται. Εννοείται ότι με αυτό τον τρόπο ζωής και διασκέδασης δεν γνωρίζω σχεδόν κανέναν άνθρωπο που να με αφορά (straight και που να έχει κάποια ουσία, η οποία να μην είναι από τις παράνομες). Αλλά, αφού ξεχνιέμαι κάπως, είμαι σχετικά χαρούμενη. Στα 18 μου, δεν περιμένω ούτε ζητάω τίποτα άλλο.
Λίγο πριν το καλοκαίρι, μετά την πρώτη μου χρονιά στη σχολή, μιλάω πάλι με Θεϊκό Αγόρι, δηλαδή Εκείνον, και λέμε να βρεθούμε. Οι γονείς μου λείπουν. Κανονίζουμε να έρθει με φίλο του και θα είμαι κι εγώ με φίλη μου. Η συγκεκριμένη φίλη μου, είναι Η Φίλη Μου. Η κολλητή παιδική μου φίλη. Από 5 χρονών. Ίδια πολυκατοικία, ίδιο σχολείο και, για λίγο καιρό ακόμα, πάντα μαζί. Το κανονίζουμε λοιπόν. Εγώ και η Παιδική Φίλη σπίτι, περιμένουμε τα αγόρια. Τα αγόρια έρχονται. Δεν θυμάμαι τι κάνουμε εκείνη τη βραδιά (απλά συζητάμε, όχι ότι κάνουμε τίποτα άλλο), αγόρια μένουν μέχρι το πρωί (ξαναλέω, η αθωότητα η ίδια), και μετά φεύγουν. Άντε, επιτέλους, ώρα εγώ και Παιδική Φίλη να κάνουμε συμβούλιο. Ανά τα χρόνια, Παιδική Φίλη έχει φυσικά ακούσει τα άπειρα για Εκείνον, δεν τον έχει ξαναδεί ποτέ, είναι ευκαιρία να ακούσω μια (πιο αντικειμενική) άποψη από ένα τρίτο άτομο. Περιμένω να ρωτήσω πώς της φάνηκε, πώς κρίνει τη στάση του απέναντί μου, πώς μας είδε. Την κοιτάζω με ανυπομονησία.
Αλλά… Αλλά. Παιδική Φίλη με κοιτάζει κι αυτή. Τη ρωτάω τι συμβαίνει. Παιδική Φίλη με κοιτάζει ξανά. Κοιταζόμαστε. Εκεί που κάνουμε διαγωνισμό να δούμε ποια θα ανοιγοκλείσει τα μάτια πρώτη, μου το λέει: Έχει πάθει πλάκα με Εκείνον. Για λίγο, μένω. Σιγή. Την κοιτάζω. Αλλαγή πλέυσης, επαναπροσδιορισμός διαδρομής. Το σκέφτομαι (λάθος). Το ξανασκέφτομαι (μέγα λάθος). Ίσως αυτό να είναι η απάντηση (τραγικό λάθος). Αφού τόσα χρόνια η κατάστασή μου είναι γελοία και απελπιστική, δεν υπάρχει καμία ελπίδα, δεν με θέλει, πάει και τελείωσε, κάπως πρέπει να ξεκολλήσω. Ο μόνος τρόπος που μπορώ να φανταστώ να κάνω τον εαυτό μου να ξεκολλήσει είναι να είναι Εκείνος με φίλη μου. Κι όχι με οποιαδήποτε φίλη μου. Το Αγόρι που αγαπώ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, με το Κορίτσι που αγαπώ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο (η Αδερφή δεν πιάνεται). Γιατί, μια και δεν μπορούμε να είμαστε μαζί εγώ κι Αυτός, αλλά τον εκτιμώ τόσο πολύ, έχει μεγάλες πιθανότητες να μπορεί να είναι με ένα άλλο άτομο που εκτιμώ τόσο πολύ. Ε; ε;
Το ξέρω, η λογική μου είναι αλεξίσφαιρη.
Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι η λογική που προανέφερα ότι είναι ένας τρόπος για να τον ξεπεράσω και να ξεκολλήσω, *όντως* έχει βάση. Για τα δικά μου δεδομένα και στο δικό μου Σύμπαν, τα αγόρια που έχουν μια κοπέλα η οποία τα αγαπάει και, τουλάχιστον, θεωρεί ότι την αγαπούν κι αυτά, είναι απολύτως εκτός ορίων. Τα αγόρια μάλιστα που είναι με κορίτσια που ξέρω, δεν υπάρχουν πια καν ως αγόρια, τα ονομάζω “χνουδωτά αρκουδάκια”. Οπότε, ήταν ένας τρόπος να τον μετατρέψω σε “χνουδωτό αρκουδάκι”. Ιδιοφυές. Μετά από μερικές συνεδρίες πειθούς με τον εαυτό μου και ψυχολογικό “σώπα, σώπα”, αποδέχομαι το σχέδιο πλήρως. Τον παίρνω τηλέφωνο. Στο άνετο, ρωτάω και πώς του φάνηκε Παιδική Φίλη. Λέει ότι είναι ωραίο κορίτσι αλλά ρωτάει γιατί ρωτάω. Λέω γιατί Εκείνος της φάνηκε καί ωραίος καί ενδιαφέρων. Εκπλήσσεται ελαφρώς, λέει ότι χρειάζεται λίγο χρόνο να το διεργαστεί. Δεν θα ξέρω ποτέ τι ακριβώς συνέβη στη διεργασία αλλά την άλλη μέρα ή την παράλληλη με παίρνει τηλέφωνο και λέει “ΟΚ”. Δηλαδή, ΟΚ, τώρα τα ‘χει με Παιδική Φίλη. Έτσι γινόντουσαν ακόμα τα πράγματα τότε…
…μόνο που δεν ζήτησα τρεις γίδες και μια κουρελού για το προξενιό.
Και τώρα, αρχίζει η περίοδος κατά την οποία τα δικά μου συναισθήματα δεν έχουν καμία σημασία και δεν αφορούν κανέναν. Και δεν τα γνωστοποιώ πουθενά. Πού να με γδάρουν ζωντανή και συγχρόνως να με βάλουν να ακούω έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Τάφος. Πρέπει να σημειωθεί μόνο ότι πριν τον ιδιοφυέστατο αυτό διακανονισμό, Παιδική Φίλη με έχει ρωτήσει περί το ένα εκατομμύριο φορές αν είμαι σίγουρη ότι είμαι ΟΚ με όλα αυτά, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να κάνει τίποτα, αλλά ο κύβος έχει ριφθεί. (Επίσης, ποτέ δεν θα πω “κάτω τα χέρια, Αυτός είναι δικός μου”. Ποτέ. Πιστεύω στην απόλυτη ελευθερία και στην ελεύθερη επιλογή:
…του ολέθρου και της καταστροφής.
Τω καιρώ εκείνω λοιπόν εγώ συνεχίζω να τρέχω σε rave parties και να χορεύω μέχρι πρωίας, με αυξημένο ζήλο, όντας το ένα και μοναδικό άτομο στα 5.000 που δεν θα πάει φυλακή αν γίνει κανά ντου από κανέναν που να νοιάζεται. Παράλληλα, Παιδική Φίλη είναι με Εκείνον. Όλο αυτό, κρατάει για κανά μήνα. Μετά, Εκείνος φεύγει στην Πάρο για να δουλέψει. (Πάλι η Πάρος). Τελευταία τους νύχτα, Παιδική Φίλη είναι Έτοιμη Για Όλα. (Παρένθεση: Ακόμα δεν έχει υπάρξει σεξ). Προ εορτής, Παιδική Φίλη μου δείχνει και εσώρουχα που έχει επιστρατεύσει για την περίσταση. Καλά που είμαι βαμμένη φουλ διότι από κάτω πρέπει να έχω απόχρωση κάτι σε ωχρό-λαδί έως και λαχανί. Και, δυστυχώς ακόμα τότε δεν πίνω να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Αν είχα δηλητήριο θα το έπινα κι αυτό ευχαρίστως. Θα μπορούσα επίσης να παραθέσω άπειρα λαϊκά άσματα εδώ αλλά απελθέτω από εσού το ποτήριον τούτον. Παρόλα αυτά, εκείνη τη βραδιά, Παιδική Φίλη παραμένει παιδί. Και το επόμενο πρωί, Εκείνος σαλπάρει για Πάρο…
Ο σοφός λαός μας έχει πει «μην αναβάλλεις διά την αύριο αυτό που μπορεί να κάνεις σήμερα». Επίσης, έχει πει «το γοργόν και χάριν έχει». Απ’ την άλλη, έχει πει και «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», πράγμα που δείχνει ότι αυτή τη χώρα έχει μακρά ιστορία μαλακίας, όπου ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του χωρίς φόβο και πάθος, που εξηγεί και το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. [Παρόλο που αυτή η ιστορία γράφτηκε το Νοέμβριο, τώρα που την ανεβάζω την αυγή της επόμενης μέρας που η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, αυτή η φράση αποκτά μια νέα, τρομακτική χροιά]. Αυτό που έλεγα, πάντως, είναι ότι η αυτή η τρομερή οικειότητα που έχουμε με τη μαλακία ως έθνος, μας δίνει και τη μοναδική δυνατότητα να κάνουμε ό,τι διάολο μας καπνίσει και μετά να πούμε «μα το λέει και η παροιμία».
Εγώ, που γενικά είμαι τραγικά αναβλητικός τύπος –όταν μου κλέψαν την ταυτότητα έκανα 5 χρόνια να πάω να βγάλω καινούρια- αν το ζήτημα τυχαίνει να αφορά άμεσα κι έναν άλλον χριστιανό, με πιάνει το φιλότιμο. Έτσι λοιπόν και με τον Εργένη. Καταλαβαίνεις. Γιατί, ποιο το νόημα άλλωστε; Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό που ταλαιπωρείς τον άλλον τον ταλαίπωρο που απλά θέλει να πηδήξει, υποχρεώνοντάς τον να βγείτε έξω ξανά και ξανά χωρίς λόγο και αιτία. Να κάθεσαι να πίνεις καφέδες και ποτά μ’ έναν άγνωστο, να μην περνάει η ώρα με τίποτα και να λες «αυτάαααα». Είναι από ανώφελο έως επίπονο έως και βασανιστικό. Αν είχαμε περάσει φανταστικά στον πρώτο καφέ-ποτό και γελάγαμε και διασκεδάζαμε και γιούχου τι γαμάτα που περνάμε, πόσα κοινά έχουμε, έχουμε τόσα πολλά να πούμε, τότε θα ήταν αλλιώς τα πράγματα (και θα κάναμε και τρελά γλέντια). Όταν όμως δεν δείχνει ότι θα πετάξεις και τη σκούφια σου αλλά κάποια στιγμή θα μπορούσες να πετάξεις το βρακί σου, τότε «μια ψυχή που ‘ναι να βγει, ας βγει».
Γιατί να του βγάζεις πρώτα την ψυχή;
Και συναντιόμαστε επί τούτου. Το θέμα είναι ότι εγώ έχω να παραστώ σε τέτοιου είδους συνεύρεση πολλά συναπτά έτη. Κι όταν λέω «τέτοιου είδους συνεύρεση», δεν εννοώ αυτό που σου’ ρθε στο μυαλό αλλά αμέσως είπες «μα δεν μπορεί…» -γιατί όντως δεν μπορεί. Εννοώ ότι έχω άπειρο καιρό να «μοιραστώ ιδιωτικές στιγμές» με έναν νορμάλ άνθρωπο, νορμάλ ηλικίας, όχι βλαμμένο, που είναι απολύτως συγκροτημένος και νηφάλιος και άμα θέλει καταλαβαίνει τι λέω, χωρίς όμως καμία συμπάθεια και οικειότητα, έτσι στο ξεκάρφωτο. Ίσως ακούγεται κουλό. Αλλά έχω εξηγήσει ότι α) αυτοί δεν με πλησιάζουν και β) κι εγώ τους ψιλο-αποφεύγω. Αλλά είπαμε, ας πάει στο καλό. Αυτό που κάνει τα πράγματα απείρως χειρότερα είναι ότι 1) δεν είναι 5 το πρωί 2) δεν έχω χορέψει 3) δεν έχω πιει τρία ουίσκια και 4) δεν βρίσκομαι στην ευφορική χαχανιστική κατάσταση όπου όλοι και όλα φαίνονται πιο χαρούμενα και χαριτωμένα. Και, ξαφνικά, έχω έναν ξένο άνθρωπο πλήρους μεγέθους και ανάπτυξης (για ηλικία μιλάω, σκάσε) μέσα στο σπίτι μου. Που είναι σοβαρός και δεν γελάει κιόλας. Από μέσα μου, θέλω να φωνάξω: «Μιάαααου!» (αυτό δεν σημαίνει χαρά αλλά είναι σπαρακτικό επιφώνημα φόβου και απελπισίας μικρού γατιού που κλαίει. Είναι αντίστοιχο του «θέλω τη Μαμά μου»). Έχω απόλυτη επίγνωση ότι αυτός δεν είναι ο απόλυτα νορμάλ τρόπος αντιμετώπισης της παρούσας κατάστασης αλλά τι να κάνουμε, αυτός μου βρίσκεται. Βάζω κρασί και κατεβάζω το ποτήρι σαν βυσσινάδα.
Άλλη φορά, να μου λείπει το βύσσινο.
Ψάχνω εδώ σε δυο-τρία λεξικά να βρω τη μετάφραση της λέξης “awkward” (προφέρεται «όκγουορντ») για να περιγράψω τη φάση, αλλά δεν μένω απόλυτα ικανοποιημένη. Βρίσκω «αδέξιος». (Μπάι δε γουέη, υπάρχει εκπομπή στο Mtv φέτος που λέγεται Awkward, το ‘χω πει εγώ, οι εκπομπές του Mtv είναι βγαλμένες απ’ τη ζωή). Τέλος πάντων, αν δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει, το αδέξιος» δεν θα σου πει τίποτα. Μιλάμε για καταστάσεις άβολες, όπου κυριαρχεί η αμηχανία, όπου κάποιος ή όλοι οι συμμετέχοντες βρίσκονται σε κάπως δύσκολη θέση και οι άλλοι ή όλοι δεν ξέρουν τι να πουν, όπου εύχεσαι να ήσουν οπουδήποτε αλλού και να ανοίξει η γη να σε καταπιεί ή κοιτάς το πάτωμα και τα παπούτσια σου με αμείωτο ενδιαφέρον. Στη δική μας περίπτωση, εξαιτίας οριζόντιας τοποθέτησης, κοιτάζω το ταβάνι. Ο Εργένης το προσέχει (βέβαια) αλλά το αναφέρει (κιόλας). Ακόμα πιο awkward. Είμαι σχεδόν τόσο άνετα όσο όταν πηγαίνω στο γυναικολόγο για ΠΑΠ.
Δηλαδή ΠΑΠάρια.
Δεν θα πω λεπτομέρειες για την όλη διαδικασία, θα πω μόνο ότι παρόλη την (σχετικά) καλή πρόθεση, το πράμα δεν γίνεται να δουλέψει και πλήρως. (Όχι το δικό του, μιλάω για το ΟΛΟ πράμα). Σε κάποια φάση, κάτι μουρμουρίζει για προφυλακτικά, εννοώντας να πάει στα ρούχα του να φέρει. Με μια άνετη και σίγουρη κίνηση (τη μόνη της βραδιάς), ανοίγω το συρτάρι δίπλα μου και βγάζω ένα πακέτο. Λέει: «ρε δεν ζήταγα και μια μακαρονάδα;» Εγώ: “Χε χε χε” (νευρικά). Κι εκεί που γίνονται κάποιες φιλότιμες προσπάθειες -παρόλο που δείχνει να έχει χάσει τουλάχιστον ένα κρίσιμο επεισόδιο στην καλτ αλλά δυστυχώς υποτιμημένη σειρά «Τι Διάολο Κάνουμε Όταν Τη Ρίξουμε Τελικά Τη Γκόμενα» (παράδειγμα προς αποφυγήν εδώ και παράδειγμα προς μίμηση εδώ), μεταξύ απόγνωσης και «αει και γαμήσου μωρή ξενέρωτη», ο Εργένης τελικά ρωτάει: «πες μου, τι θέλεις;!!!» Εγώ, δειλά-δειλά:
μια μακαρονάδα;
* Ο τίτλος είναι ένα καινούριο μέρος του λόγου που μόλις επινόησα. Πώς υπάρχει αυτό που λέμε “διττό”, που έχει διπλή ερμηνεία και βγάζει νόημα από δύο διαφορετικές πλευρές; Ε, το “Τελειώνοντας με τον Εργένη” από τη μία σημαίνει ότι δεν ξανασυναντηθήκαμε, αλλά από την άλλη σημαίνει το αντίθετο. Αν έχεις καμιά ιδέα πώς να το ονομάσουμε, πες την σε comment.
To “The Zone” είναι μια πάρα πολύ δημοφιλής δίαιτα που ακολουθούν άπειρα σελέμπριτις και, όπως μάλλον θα έχεις προσέξει κι εσύ: «κοίτα έξω, έχει πιάσει καλοκαίρι» (Πέγκυ Ζήνα). Μην φοβάσαι, όμως, δεν θα αρχίσω να λέω για δίαιτες (παρόλο που είναι Δευτέρα κι άλλα έλεγες την Πέμπτη, το θυμάμαι). Τέλος πάντων, η μόνη περίπτωση να κάνω εγώ δίαιτα είναι να περιορίσω τα χαριτωμένα αγόρια γιατί με πειράζουν λίγο στο στομάχι οπότε θα την κάνω κατ’ ανάγκην για να αποφύγω την (κατασ)τροφική δυσανεξία. Άρα μην ανησυχείς. Κυριακή βράδυ που το γράφω αυτό, έχω φάει ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (μέσα στην τελευταία ώρα μόνο, έπαιξε ρεγκάτο σαγανάκι, φράουλες και παγωτό). Φαγωμένη, λοιπόν, ξεκίνησα με κάθε καλή πρόθεση να φτιάξω ένα σοβαρό, μακροσκελές και σημαντικό ποστ σχετικά με δύο «Ζώνες» (στην αμερικανική καθομιλουμένη), που περιγράφουν δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες καταστάσεις:
το Friend Zone, που σημαίνει το να σε βλέπουν μόνο σαν φίλο ή φίλη και
το Fuck Zone, δηλαδή το να σε βλέπουν μόνο σαν εναλλακτική στη μαλακία.
Ήθελα να μιλήσω για τις δικές μου εμπειρίες, οι οποίες είναι αποκλειστικά από το “fuck zone”, καθότι κανείς ποτέ των ποτών δεν με έχει δει μόνο σαν φίλη ενώ εγώ ήθελα κάτι παραπάνω. Κανείς. Ποτέ. Απ’ την άλλη, ουκ ολίγοι με έχουν δει μόνο σαν τρύπα (με τα παρελκόμενα, βυζί (2), κώλο, στόμα, μαλλί), αλλά, από αυτή την τρύπα, εγγυημένα, δεν βλέπεις ποτέ φως. Τώρα, μην νομίζεις ότι επειδή το λέω αυτό θεωρώ τον εαυτό μου «γκόμενα», γιατί θα έπρεπε να ξέρεις καλά ότι με θεωρώ σαν κάτι πιο κοντά σε κεφτέ. (Αν όχι, πήγαινε διάβασε το Πώς Είμαι»). Απλά εννοώ ότι οι επιλογές μου πάντα ήταν οι εξής δύο: ή κάποιον δεν θα τον ενδιαφέρει διόλου η ύπαρξή μου ή θα θέλει να με γαμήσει. Απλά πράγματα. Είναι θέμα μάρκετινγκ. Θες να μειώσεις το κόστος; Κόβεις το ενδιάμεσο.
Ήθελα επίσης να περιγράψω την ομώνυμη εκπομπή του Mtv “Friend Zone”. Ναι, είναι άλλη μια εκπομπή του Mtv που λατρεύω (μαζί με το Made και το Plain Jane). Σ’ αυτή την εκπομπή, παρακολουθούμε το σιωπηλό δράμα διαφόρων κακόμοιρων αμερικανακίων γύρω στα 17, τα οποία έχουν κολλητή ή κολλητό που γουστάρουν απελπισμένα εδώ και άπειρα χρόνια και υποφέρουν στωικά προσφέροντας τον ώμο τους να κλάψει ο φίλος-η για την-τον γκόμενα-ο που τους παράτησε, και άλλα βασανιστικά. Το πολύ-πολύ να ακούσουν το «αχ, είσαι τόσο καλός, μόνο εσύ με καταλαβαίνεις, μακάρι να έβρισκα κάποιον σαν εσένα!» Τράτζικ. Κρίμα κι άδικο, πραγματικά.
Στο “Friend Zone” του Mtv, λοιπόν, τα friend zoned κακόμοιρα παιδάκια αποφασίζουν να βάλουν τέλος σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση και να δηλώσουν τελεσιγραφικά το θέμα «ή με γουστάρεις ή τέρμα, μεταξύ αντρών και γυναικών δεν υπάρχει φιλία» (ΟΚ, δεν το λένε έτσι αλλά κατάλαβες), οπότε βγάζουν σε ραντεβού τον ανυποψίαστο φίλο-η ενώ ο άλλος-η νομίζει ότι εκείνη την ώρα προσφέρει ψυχολογική υποστήριξη σε (εικονικό) ραντεβού που πρόκειται να βγει ο-η (κακόμοιρος-η) φίλος-η. Στην εκπομπή, τα αποτελέσματα είναι 50-50, ούτε πάνε πάντα όλα κατ’ ευχήν ούτε τρώνε πάντα χυλόπιτα. Τα κορίτσια ίσως έχουν πιο συχνά ποσοστά επιτυχίας, διότι τα αγόρια έχουν πιο συχνά την (εσωτερική) αντίδραση του «δεν γαμιέται; ας πηδηχτούμε και βλέπουμε». Πάντως, συχνά και τα δύο φύλα τρώνε τα μούτρα τους καθότι η άτιμη η σεξουαλική έλξη είναι πράγμα ύπουλο. Αν υπάρξει έστω και λίγη, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολλαπλάσιο. Αν όχι, είναι σαν να πολλαπλασιάζεις με το 0, οπότε δεν θα βγει τίποτα. Δηλαδή δεν θα σου «βγει» με τίποτα.
Άστο ρε φίλε…
Τέλος, ήθελα να συγκρίνω αυτά τα δυο άκρα θλιβερής ύπαρξης, το Friend Zone και το Fuck Zone, επιχειρώντας να συνοψίσω τις πιθανές διαφορές του πώς βλέπουν τη μία κατάσταση τα αγόρια και πώς τη βλέπουν τα κορίτσια. Δηλαδή, ποιο από τα δύο θεωρούν χειρότερο οι άντρες και ποιο οι γυναίκες. Τα αποτελέσματα πιθανότατα είναι αναμενόμενα, οπότε συγχρόνως θα είχαμε μια καταγραφή της αιώνιας μάχης των δύο φύλων, το καλό και το κακό, το συναισθηματικό και το σαρκικό, την αγάπη και το σεξ και άλλα τέτοια υπέροχα κλισέ που μας δίνουν σιγουριά και την πεποίθηση ότι ξέρουμε πώς λειτουργούν τα πράγματα και η ζωή.
Εντελώς ενδεικτικά, μια και μου βρίσκονται, παραθέτω ατάκτως τα εξής μικρο-γεγονότα: 1) Μέσα στην εβδομάδα μιλάω στο facebook με τον 22χρονο Πρώην Βλοσυρό Τύπο, ο οποίος είναι Θεός και ο οποίος παραπονιέται ότι όλες τον θέλουν μόνο για πήδημα. Μάλλον το εκμυστηρεύεται σε μένα γιατί αν είσαι αγόρι, 22 χρονών και το πεις και παραέξω, μπορεί να σε λιντσάρουν. 2) Προ ετών, εγώ η ίδια για δυόμισι ολόκληρα χρόνια είχα περιορίσει στο Fuck Zone Αγόρι Καράτε Οικοδομή -ο οποίος ήταν συνομήλικος και με τον οποίο το σεξ ήταν ανεπανάληπτο- και ο οποίος για κάποιο λόγο με ήθελε πραγματικά. 3) Την ίδια περίοδο, αμέσως μετά το (άθλιο) σεξ με Αστείο Αγόρι τον οποίο περνάω έντεκα ολόκληρα χρόνια, ενώ είμαστε ακόμα πάνω στο κρεβάτι, μου ζητάει συμβουλές για το τι να κάνει για να ρίξει τη γκόμενα που γουστάρει. Εδώ φίλε μου we have a winner διότι μιλάμε για το σπάνιο γεγονός όπου όλα τα FAIL συμβαίνουν συγχρόνως. Είναι το σπάνιο φαινόμενο Τριπλής Ήττας: Fuck Zone, Κακό Σεξ KAI σε βλέπει σαν Φιλαράκι.
Beat that, bitch*.
*Συγγνώμη που μιλάω αγγλικά, αλλά είναι εξαιρετική έκφραση και σημαίνει κάτι τύπου «δοκίμασε να το ξεπεράσεις αυτό, μπιτς» (μην μου πεις ότι θες μετάφραση και για το «μπιτς», όχι δεν σημαίνει «παραλία», αλλά «μωρή», «σκύλα», «μαλακισμένη», «καργιόλα» κ.λπ, και συχνά, όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση, απευθύνεται στο σύμπαν γενικότερα.
Είχα υπόψη μου λοιπόν να καταπιαστώ με όλα αυτά τα βαθιά και σοβαρά ζητήματα. Το πρόβλημά μου είναι ότι μετά απ’ αυτή την εβδομάδα, κατά την οποία με σκέφτηκε κάθε χαριτωμένο αγόρι που με σκέφτεται μόνο για πήδημα (στο είπα: «κοίτα έξω, έχει πιάσει καλοκαίρι»)…
…είμαι τόσο κουρασμένη που λέω να μην κάτσω να γράψω τίποτα απ’ όλα αυτά.