Tags
Blind Date, Dating, ραντεβού, Γκαζάκι, Τον Πούλο, γεροντοκόρικη ζωή, εργένης
Αυτό το ποστ είναι συνέχεια από αυτό
Θυμάσαι που έλεγα για τον Εργένη, με του οποίου το μπλογκ ασχολήθηκα τις προάλλες; Εκείνον τον κακό άνθρωπο, τον ψεύτη, τον εξαπατητή, το μισογύνη, που υποστηρίζει ότι «δεν αξίζει να κάνεις σχέση και να χάνεις τη ζωή σου με καμιά καργιόλα»; (με «γ», να είναι χορταστικό). Τον τύπο που το μόνο που θέλει είναι να πηδιέται με όσες μπορεί δεξιά κι αριστερά; (Και μπρος-πίσω, φαντάζομαι); Αυτόν. Εγώ, λοιπόν, σαν καλό κορίτσι που (προσπαθώ να) είμαι, δεν γινόταν να αναφέρω το μπλογκ του, να βάλω και link και να μην τον ειδοποιήσω, δεν είναι σωστό, ίσως είναι και καταπάτηση πνευματικής ιδιοκτησίας και α πα πα, ανεπίτρεπτο. Οπότε, με έναν μικρό πρόλογο, έστειλα αυτά που είχα μόλις γράψει και σ’ αυτόν, στην ηλεκτρονική διεύθυνση του μπλογκ του. Και απάντησε.
Ωραίο το μήνυμα. (Κακό αυτό). Ούτε με λέει «μωρή μαλάκω», ούτε «καριόλα», ούτε τίποτα. Καθόλου μισογυνιστικό. Ευχάριστο, θα έλεγα. Πράγμα κάπως αποπροσανατολιστικό. Βέβαια, σίγουρα είναι κι αυτό μέσα στο γκραντ-μάστερ-πλαν της απάτης-προδοσίας, αλλά ένα ωραίο μήνυμα, πώς να το κάνουμε; είναι ένα ωραίο μήνυμα. Και μάλιστα, επιδεικνύει και μαεστρία βιρτουόζου προς στο τέλος, διότι περιλαμβάνει την εξής πρόταση: «…και επειδή ως γνωστόν η ζωή είναι εκεί έξω, θέλει ρίσκο κτλ. κτλ. κτλ., τα ‘χεις ακούσει φαντάζομαι, αύριο το βράδυ θα είμαι στο Belafonte, αν βγεις με την παρέα σου πέρνα, χωρίς να αγχώνεσαι απλά κάτσε και θα σου μιλήσω εγώ». Γουάου. Εντυπωσιάζομαι. Πρώτο μήνυμα έβερ, δεν τον έχω δει ποτέ, δεν ξέρω ούτε πώς είναι, και προτείνει να βρεθούμε, με χαρακτηριστική άνεση. Θέτει εκείνος καί τόπο καί χρόνο. Παίζει βρώμικα, πάει να παίξει εντός έδρας, και υποψιάζομαι ότι αυτός γνωρίζει και τον αντίπαλο (γιατί το email μου μπορεί να το ψάξει στο facebook και να με δει, αλλιώς, αν περιμένει ότι θα αναγνωριστούμε χωρίς να έχουμε ιδέα πώς είναι ο άλλος, είναι κομματάκι βλαμμένος). Αλλά ΟΚ, το παίζω.
Γιατί γουστάρω την κατά μέτωπον επίθεση.
Βλέπεις, εξαρτάται τι είδους πρόκληση βάζεις, σε τι είδους άνθρωπο. Αν είσαι φίλη μου και μου πεις «σε μισή ώρα θα περάσω να σε πάρω να πάμε για καφέ», δεν παίζει -δεν προλαβαίνω να ετοιμαστώ. Αν είσαι φίλος μου και μου πεις «Το ΣουΚού πάμε ράφτινγκ», θα γελάσω -δεν μπορώ τη φύση, τα επικίνδυνα σπορ, το κρύο. Αν στην παρέα μου πούνε «τον άλλο μήνα πάμε Μπάνσκο για σκι», θα τους πω «καλά να περάσετε» -για τους ίδιους παραπάνω λόγους. Αλλά αν μου πεις «έλα το βράδυ να συναντήσεις σ’ ένα άγνωστο μέρος έναν παντελώς άγνωστο άνθρωπο, που δηλώνει ότι μισεί όλες τις γυναίκες και ή θα σε πει τρελό μπάζο ή θα θέλει να σε πηδήξει και να μην σε ξαναδεί, με μόνο θετικό το ότι γράφει ορθογραφημένα μηνύματα με σωστό συντακτικό», θα είμαι εκεί. Με ή χωρίς παρέα. Θα είμαι εκεί παρόλο που νιώθω λίγο κρυωμένη και φοβάμαι ότι αν βγω θα χειροτερέψω. Φυσικά θα είμαι εκεί! Αφού το πράγμα έχει σασπένς! Ναι.
Η μούντζα ανήκει στους τολμηρούς.
Αφού μέσω φίλου ανακάλυψα το μπλογκ, εννοείται πως έχω μοιραστεί όλες τις εξελίξεις με την παρέα μου, η οποία είναι τρομερά ενθουσιασμένη με τα γεγονότα και ναι, επίσης εννοείται ότι θα έρθουν μαζί μου για υποστήριξη, και γιατί θέλουν κι αυτοί να τον γνωρίσουν. Παρασκευή βράδυ, λοιπόν, εγώ, άλλα τρία κορίτσια και δύο αγόρια, πάμε Γκάζι, στο Belafonte. Το οποίο είναι τραγικό. Πολύ ωραίος χώρος, ωραίο ντεκόρ, τα ποτά μια χαρά. Κι ο κόσμος δυο τρομάρες. Στην αρχή κοιτάμε γύρω-γύρω με παιδικό ενθουσιασμό και ανυπομονησία. Όλοι λένε «να πάμε σε κάθε έναν που φαίνεται της προκοπής και να φωνάζουμε: “Καλέ Εργένη! Ου-ου!!!”» Εγώ: «Παιδιά, μην γίνουμε ρεζίλι. Ακόμα». (Εκεί βέβαια είναι και η απορία «γιατί, θα ξανάρθουμε;» όπου ελπίζω η απάντηση να είναι «όχι», αλλά τέλος πάντων. Λίγη αξιοπρέπεια). Βασικά, δεν βλέπω κανέναν να είναι διόλου της προκοπής, οπότε λέω «άστο, αν είναι εδώ το παιδί, ας έρθει μόνο του όποτε θέλει, μην το πιέσουμε κιόλας». Διότι, η αλήθεια είναι ότι μόνο έτσι εξηγείται κάποιος να είναι τόσο κομπλεξικός και να γράφει τόσο κακά πράγματα για τις γυναίκες. Αν δεν βλέπεται. Οπότε, ίσως καλό είναι να μην τον δούμε.
Κι από ό,τι βλέπω, μην τον είδατε.
Παρόλα αυτά, σύντομα κοιτάμε όλους τους θαμώνες με καχύποπτο βλέμμα, πιθανώς δημιουργώντας ψυχολογικά στον κόσμο, ο οποίος μυρίζει διακριτικά τις μασχάλες του και κοιτιέται στους καθρέφτες να δει αν έχει σπανάκι στο δόντι. Μισάωρο με το μισάωρο, κάθε φορά που ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κάποιος άθλιος τύπος γίνεται όλο και περισσότερη σάχλα, κι εγώ να προσπαθώ να συγκρατήσω τους άλλους απ’ το να τον μπαγλαρώσουν και να τον ανακρίνουν: «ρε μήπως είσαι ο Εργένης;» Όπως είναι λογικό, η παρέα σιγά-σιγά ψάχνει άλλα ενδιαφέροντα –πράγμα μάταιο. Φίλη γλυκοκοιτάζει το Ντι Τζέι και με στέλνει να ρωτήσω τι κομμάτι παίζει. Μετά απ’ το αποψινό φιάσκο, δεν έχω δικαίωμα να αρνηθώ, πάω, ο Ντι Τζέι φιλικός, μου λέει το κομμάτι, επιστρέφω, δίνω αναφορά, η φίλη ρωτάει Μπάρμαν «τι πίνει ο Ντι Τζέι;» για να του πάει σφηνάκι. Η παρέα εν τω μεταξύ μου κάνει «σώπα, σώπα» γιατί πιστεύουν ότι ο Εργένης με είδε κι έφυγε.
Αποφασίζω να στείλω μήνυμα (email, δεν έχουμε ανταλλάξει κινητά): «Με έστησες ή με είδες κι έφυγες;» Πολύ σύντομα, κάποιος πλησιάζει πίσω μου και στο χέρι του κρατάει ένα χαρτάκι και πάει να μου το δώσει. Η παρέα παραληρεί.
«Ο Εργένης!!! Τον βρήκαμεεεε!!!»
ΟΧΙ, παιδιά. Είναι ο (σαστισμένος) Ντι Τζέι που μου έφερε το τραγούδι γραμμένο σε χαρτάκι. Απογοήτευση στην ομήγυρη. Κάθομαι στο μπαρ. Μάλλον έχω και πυρετό. Δίπλα μου, τρεις θλιβερές λεσβίες, οι δύο εκ των οποίων φοράνε καρό πουκάμισα. Ένα κόκκινο, ένα πράσινο. Θα ήθελα να τους πω ότι είναι πολύ στη μόδα τα καρό πουκάμισα αλλά πρέπει να τα φοράς αλά Selena Gomez που υποδύεται τη Nicki Minaj στο τρέιλερ των Mtv VMAs, με στιλ r’n’b, έντονο μακιγιάζ, χρυσούς κρίκους και το πουκάμισο ανοιχτό να φαίνεται το σουτιέν. Μόνο που φοβάμαι ότι δεν θα γίνω απόλυτα κατανοητή. Όσο τα αναλογίζομαι αυτά με το βλέμμα στο υπερπέραν, ο Μπάρμαν μού παίρνει το ουίσκι μου που έχει ακόμα δυο γουλιές. ΟΚ, τώρα το ποτήρι ξεχείλισε. Μου λέει συγγνώμη, μου βάζει άλλο ουίσκι να με κεράσει. Λέει «πώς και ήρθες εσύ εδώ;» Κοιτάζομαι. Έχω ντυθεί και σεμνά, μην δώσω λάθος εντύπωση: μπεζ χρυσό φόρεμα, μπεζ χρυσές μπότες, λεοπάρ γούνα. Σκέφτομαι: «Μα γιατί το λες αυτό;» Λέω: «Θα συναντούσα εδώ κάποιον που δεν έχω δει ποτέ, ο οποίος ή με έστησε ή με είδε κι έφυγε». Μπάρμαν:
Σχολάω σ’ ένα τέταρτο.
Εκτιμώ βαθύτατα την ευγενική του χειρονομία, αλλά δεν μπορώ να διαχειριστώ το όλο πράγμα αυτή τη στιγμή, είμαι κι άρρωστη, και οι άλλοι επιτέλους λένε να φύγουμε. Πού θα πάμε; Προτείνουν Γκαζάκι. Μα φυσικά. Άλλο ένα μαγαζί που λατρεύω. Ξέρεις από πότε το λατρεύω; Από μια τρελή βραδιά πριν από 10 χρόνια, τότε που στο Γκάζι υπήρχε σχεδόν μόνο το mamacas (και το Γκαζάκι). Εκείνο το βράδυ έβρεχε καταρρακτωδώς και εγώ (με την τρομερή ευφυΐα που με διακρίνει) είχα βαλθεί να κανονίσω το ΔΕΥΤΕΡΟ προξενιό της ζωής μου στον ΠΡΩΤΟ Μεγάλο Έρωτα της Ζωής Μου, με μια καλή μου φίλη από τη δουλειά. (Μπάι δε γουέη, και τις δύο φορές, το προξενιό ήταν -σχετικά πάντα μιλώντας- επιτυχές). Είμαστε λοιπόν με μια παρέα στο Γκαζάκι, τους έχω συστήσει τους δυο τους, μιλάνε για πρώτη φορά, αυτή κάθεται σε μια καρέκλα και, σε κάποια φάση, Τον βλέπω να ΓΟΝΑΤΙΖΕΙ και να μένει γονατιστός στο πάτωμα για να της μιλήσει. Ήπια πολύ εκείνο το βράδυ… Από τότε λοιπόν, μες στην καρδιά μου το έχω το μαγαζί. Θα μου πεις «το μαγαζί σου φταίει;» Θα σου πω «σόρι, φταίει και το μαγαζί! Γιατί τόσα χρόνια δεν έχει δώσει ποτέ τίποτα, εκτός από κάτι εναλλακτικούς τύπους που μυρίζουν περίεργα, φοράνε άθλια καπέλα, κάνουν τους ηθοποιούς και γουστάρουν τον κολλητό σου». Σόρι, αλλά δεν φταίω μόνο εγώ που θέλω…
…να αφήσω το Γκαζάκι ανοιχτό και να πετάξω αναμμένο αναπτήρα.
Πάντως κάνω μια βόλτα μες στο μαγαζί, έτσι, για την τιμή των όπλων, μπας και. Με βουτάει ένας περίεργος τύπος να χορέψουμε. Έχει χαριτωμένη φάτσα. Χορεύουμε. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα, με πιάνει και χορεύει μαζί μου με τον εμπεριστατωμένο «εφαρμοστό» τρόπο που χορεύεται η r’n’b (από αγόρια που συχνά βρίσκω χαριτωμένα αλλά είναι αλλιώς και είναι σε άλλα μαγαζιά). Και δεν παίζει και r’n’b. Του κάνω, χαμογελώντας ελαφρώς ενοχλημένα και επιπληκτικά: «καλά περνάμε;» Απαντά με απόλυτα ειλικρινές και πλατύ χαμόγελο: «Πάρα πολύ ωραία, ευχαριστώ». (Τι να πεις τώρα;) Υπό άλλες συνθήκες, ίσως το σκεφτόμουν κιόλας, αλλά 1) είμαι άρρωστη και 2) με προβληματίζει πολύ το πουκάμισο που φοράει. Πρόκειται για ένα εμπριμέ λουλουδάτο πουκάμισο που δεν μπορώ να καταλάβω αν το έχει φορέσει επίτηδες, για πλάκα, ή όχι. (Φταίει και το στιλιστικά αλλοπρόσαλλο μαγαζί και δεν είμαι σίγουρη). Είναι ολόιδιο με ένα λιλά λουλουδάτο πουκάμισο που υπήρχε στην ντουλάπα μου και της αδερφής μου σε όλη –απ’ όσο θυμάμαι- τη δεκαετία του 80, που όμως δεν ξέρω πώς είχε πρωτοεμφανιστεί εκεί και δεν θυμάμαι να το φόρεσε ποτέ καμιά μας. (Παρόλο που ήταν η δεκαετία του 80, δεν φορέθηκε ποτέ. ΤΟΣΟ κακό). Κι αυτό εδώ είναι φτυστό, σου λέω. Απ’ τα καρό πήγαμε στα λουλουδάτα εμπριμέ. Χάθηκε απόψε κάτι σε μονόχρωμο; Ασπρόμαυρο;
Αφού ούτως ή άλλως ζω το βουβό δράμα.
Κάποια στιγμή γυρνάω σπίτι όπου βλέπω ότι ο Εργένης έχει απαντήσει το εξής: «μόλις μπήκα σπίτι… ήμουν εκεί στις 11 κ 45 ακριβώς, [εγώ δεν είχα φτάσει ακόμα] μπήκα μέσα κοίταξα παντού και δεν ήσουν.. δυστυχώς και εμένα με κρέμασε τελευταία στιγμή ένας φίλος που είχαμε κανονίσει και δεν μπορούσα να κάτσω μόνος μου εκεί οπότε πήγα σε ένα άλλο [μπαρ] που δουλεύει μπάρμαν ένας φίλος.. κοίτα για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις το κινητό μου είναι το ΧΧΧΧΧΧΧΧ, όποτε θες πάρε με ή στείλε μου μήνυμα ή ότι θες…σου κάνω και αίτημα φιλίας στο fb για να με δεις και εσύ γιατί μάλλον δεν είναι σωστό να έχω δει μόνο εγώ φωτογραφίες σου… αυτά! θα περιμένω και λυπάμαι για το σημερινό, σε καμία περίπτωση πάντως ούτε θα σε έστηνα ούτε δεν θα σου μιλούσα, ειδικά αν έβλεπα ότι είχες κάνει τον κόπο να έρθεις για να γνωριστούμε, τόσο μαλάκας δεν είμαι… καληνύχτα..» [Λείπουν σημεία στίξης, αλλά το πιάνεις το νόημα]. Παραθέτω ολόκληρη την απάντηση μόνο και μόνο για φιλολογικούς λόγους, για να παρουσιάσω το σπάνιο δείγμα ενός μηνύματος μετά το οποίο, όσο κι αν τα ‘χεις πάρει για διάφορους λόγους, που ξενύχτισες χωρίς κανένα απολύτως νόημα, που ένιωσες ελαφρώς μαλάκας, που έγινες ελαφρώς ρόμπα, που σου ανέβηκε και ο πυρετός… απλά ΔΕΝ σου δίνεται η δυνατότητα να βρίσεις, όσο κι αν το θέλεις. Πράγμα εξαιρετικά εξοργιστικό.
Τον κάνω ακσέπτ ως φίλο, κοιτάζω και φωτογραφίες του, λέω «ψηλός φαίνεται, γαμώτι», του στέλνω μια ψιλο-μαλακία (έχω ελαφρυντικά: πέρασα χάλια και έχω και πυρετό) και πέφτω για ύπνο. Την επομένη (Σάββατο) είμαι φουλ άρρωστη αλλά είμαι νηφάλια (βασικό), οπότε κάποια στιγμή ξαναστέλνω κάτι πιο νορμάλ, αυτή τη φορά σε sms, μπας και συνεννοηθούμε. Συνεννοούμαστε. Μιλάμε και στο facebook και αν είμαι καλά αύριο (Κυριακή), θα του πω να βρεθούμε. Να σημειώσω εδώ κάτι πολύ σημαντικό: Άσχετα με το ότι ο Εργένης είναι (αναγκαστικά) αγόρι, εγώ δεν τον βλέπω σαν ένα Αγόρι σαν τα γνωστά Αγόρια για τα οποία γράφω, διότι δεν τον γνώρισα ούτε σε κλαμπ ούτε στο facebook. Τον βλέπω σαν άλλο πράγμα (άσε που είναι και σε νορμάλ ηλικία, και δεν θυμάμαι πώς λειτουργεί όλο αυτό). Ενδιαφέρθηκα γι’ αυτόν γιατί αυτά που έγραφε μου θύμισαν την άλλη πλευρά αυτών που γράφω εγώ. Δεν ενδιαφέρθηκα γκομενικά. Καμία σχέση, παρόλο που κάνω πλακίτσα ότι με έστησε, κ.λπ. Δεν πρόκειται ποτέ να στείλω έξι χιλιάδες καθωσπρέπει μηνύματα σε κανέναν τον οποίο γουστάρω. Έλεος. Ενδιαφέρθηκα για τον Εργένη σαν πιθανό φίλο, ή τουλάχιστον σαν κάποιον με τον οποίο θα ανταλλάξω αστείες ιστορίες και θα γελάσω. Πώς λένε «μεταξύ κατεργαρέων, ειλικρίνεια;» Τι, τώρα, μαλακίες θα κάνουμε;
Η πουτάνα στην πουτάνα;
*Η συνέχεια εδώ.