• ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ?
  • ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ?
  • ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ?
  • Προ-Ιστορία
  • Beauty: Tips, Tricks & Truths
  • ΜΙΛΑ ΜΟΥ…

My Happy Ending

~ true love (ok, sex) stories, by irini georgi

My Happy Ending

Category Archives: Προ-Ιστορία

Χιτσ-cock-ικός Επίλογος

25 Thursday Oct 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 5 Comments

Tags

Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, Τον Πούλο, sex

 

Τελευταία μέρα διακοπών 2010. Μετά τα όσα συνέβησαν εκείνο το καλοκαίρι (ελπίζω να μην κρατάς σκορ γιατί δεν ξέρω πώς θα τα μπαλώσω, χτυπάω ξύλο και φτύνω στον κόρφο μου), την ώρα λοιπόν που πακετάρω το πρωί, από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει στο δωμάτιό μου πετώντας, ένα πουλί. (Μόνο του, ανεξάρτητο, όχι συνδεδεμένο πάνω σε κάποιον). Ένα συνηθισμένο πουλί μπήκε στο δωμάτιο και ήρθε κι έκατσε πάνω στο κρεβάτι μου, δίπλα στην ανοιχτή βαλίτσα. (Λίγο αργότερα το πουλάκι πέταξε και μετά δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο, αλλά τι περιμένεις;) Το ειρωνικό αυτό συμβάν μου θύμισε κάτι που είχα πει πρόσφατα –τότε-σε κάποιον:

Επειδή είμαι μεγαλύτερη, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, εσύ και οι συνομήλικοί σου πιστεύετε ότι μέρα-νύχτα ονειρεύομαι ιπτάμενα πουλιά…

(ΟΚ, είχα χρησιμοποιήσει μια πιο κακιά λέξη αντί για “πουλιά”, σε πληθυντικό θηλυκού και που συχνά συνοδεύεται από τη λέξη «μπλε» αλλά το νόημα είναι ακριβώς το ίδιο και είχα όντως πει “ιπτάμενες”). Το γεγονός αυτό, λοιπόν, δείχνει -χωρίς καμία πλέον αμφιβολία- ότι το σύμπαν έχει χιούμορ. Εις βάρος μου.

Κι άντε να τα μαζεύουμε σιγά-σιγά, γιατί πήγε μακριά η βαλίτσα…

 

Και εδώ φίλες και φίλοι θα παρακολουθήσουμε μια ανεξάρτητη παραγωγή που αποτελεί μια πετυχημένη αυτοβιογραφική φωτο-αναπαράσταση, εμπνευσμένη από την Τέχνη του κινηματογράφου, η οποία -όπως πάντα- μιμείται τη ζωή:

Τα Πουλιά – Η Ζωή Μου – The Movie

Η ιστορία ξεκίνησε ανέμελα έναν Αύγουστο στα Βατερά, με ΕΝΑ ελεύθερο πουλί και εμένα την αθώα περιστερά… (ναι, Αύγουστο, μην κοιτάς που φοράω γούνα, είχε μελτέμια).

…αλλά, επειδή 1 πουλί = κανένα, σύντομα τα πουλιά έγιναν πολλά και δεν είχα πλέον χρόνο ούτε να πάω κομμωτήριο…

Άσε που, τώρα που το σκέφτομαι, το τελευταίο παλιόπουλο μ’ έχει χέσει κανονικά, δεν σήκωσε το κουλό του να πάρει ούτε ένα τηλέφωνο…

Is it a bird? is it a plane? Είναι σερβιέτα με φτερά (άσχετο) ή… είναι Ιπτάμενο Πουλί;

Αδερφή, να δεις που αυτά τα πουλιά θα μας γαμήσουν…

Ρε, δεν είπα ΟΧΙ παρτούζα;

ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια ή γίνεται του πουλιού το κάγκελο. Φοβάμι πουλύ (ακσάν χωριού).

Αδέρφια μου! Αλήτες, πουλιά! Τρέξτε! Τρέξτε μακριά να σωθείτε!

Ω Θεέ μου, έκανα το λάθος να πουλί-σω την αξιοπρέπειά μου, κι η ζωή μου κατάντησε ένα πουλο-ερείπιο…

Δεν πάει άλλο, παίρνω τα φορέματά μου με τις πούλιες και… τον πούλο!

Advertisements

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Ξημέρωμα α λα ξαπλώστρα

10 Wednesday Oct 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 12 Comments

Tags

πίπες, ρόμπα, Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, sex

Λίγο μετά τα τραγικά συμβάντα, γνωρίζω ωραιότατο ημι-Ιταλό που είναι φίλος φίλων και κάπως ημι-ξέμπαρκος -πράγμα προφανές, αλλιώς θα τον είχαμε προσέξει κι από άλλη χρονιά. Ημι-Ιταλός με προσεγγίζει μέρα μεσημέρι, ενώ λιάζομαι πάνω στην ξαπλώστρα ημι-κοιμώμενη. (Όχι ότι δεν τον έχω δει, μπορεί να είμαι κουφή -διαγνωσμένα- αλλά το μάτι μου παίζει. Κι όχι επειδή κάποιος με σκέφτεται. Παίζει, εντοπίζει, εστιάζει, παρακολουθεί και μετά τον σκέφτομαι εγώ). Ενώ εγώ είμαι λοιπόν χυμένη πάνω στην ξαπλώστρα, Ημι-Ιταλός πλησιάζει, στο δρόμο από παραλία προς θάλασσα (έχουμε και φαρδιά αμμουδιά, όχι μαλακίες)… και μου λέει:

Έλα για μια βουτιά.

Ιδιοφυές. Ανοίγω το ένα μάτι. Τον κοιτάζω. Διαμαρτύρομαι ελαφρώς αλλά, επειδή έχω δει γενικά τι παίζει στο νησί και έχω αποκαρδιωθεί, δεν διαμαρτύρομαι για πολύ. Σηκώνομαι και, τσούκου-τσούκου, τον ακολουθώ στο νερό. Ώρα ήταν, ούτως ή άλλως, είχα ψηθεί (και καλά). Απ’ την άλλη, δεν έχω ιδέα αν θα αντιμετώπιζα το ιδιοφυές πέσιμο αν Ημι-Ιταλός δεν ήταν τόσο ιταλόφερτα ευχάριστος στο μάτι. Ίσως να ‘χα πει; “πήγαινε βούτα κι έρχομαι” ή “πήγαινε βούτα να δεις αν έρχομαι” (ισοδύναμο με το “αει πνίξου”). Πάντως, Ημι-Ιταλός το λέει χαλαρά και με αυτοπεποίθηση, σημάδι ότι η ατάκα πιάνει. Τώρα, τι απ’ όλα πιάνει, α) η ατάκα ή β) το ιταλόφερτο ευχάριστο στο μάτι, δεν είμαι σίγουρη, αλλά κάτι πιάνει τέλος πάντων. Μες στο νερό. Η γνωριμία μας γίνεται στο πλατσουριστό.

Μαθαίνω ότι φεύγει το Δεκαπενταύγουστο (πράγμα που τον βάζει αυτόματα στην πρώτη φουρνιά του οργανογράμματος), όμως Ημι-Ιταλός δηλώνει πως αυτή τη στιγμή “είναι” με κοπέλα που γνώρισε εδώ πριν δυο μέρες. Εκεί στύβω μαλλί και λέω “άντε γεια”. Μου λέει ότι χωρίζει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, πώς “τα φτιάχνει” και “χωρίζει” πλέον ο κόσμος, δεν είναι και δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα είναι (και φαίνεται και μεγαλύτερος), τι να πω… αλλά μου έχουν τάξει σύκα στο μπαρ (!), και δεν κάθομαι να το πολύ-αναλύσω. Λέω αγέρωχα: “Καλά, όταν χωρίσεις, ψάξε με”. Και φεύγω. (Αμέσως μετά έρχεται και μου τρώει το μισό σύκο, πράγμα που μου χαλάει το εφέ και επίσης με χαλάει για το λόγο του «άσε κάτω το σύκο, ρε!» αλλά το θέμα είναι ότι εγώ σηκώθηκα κι έφυγα –α, όλα κι όλα).

Και φτάνουμε 14 Αυγούστου. Ημι-Ιταλός έχει χωρίσει πριν δυο μέρες, έχουμε ήδη γνωριστεί καλύτερα αλλά όχι και τόοοσο καλά (ιφ γιου νόου γουάτ Αϊ μιν -πράγμα που θα έπρεπε, πλέον). Ο βασικός λόγος που η γνωριμία μας δεν τσουλα-ει, είναι ότι δεν επικοινωνούμε πλήρως και συνέχεια εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλον, συνήθως πάνω στο πρώτο δεκάλεπτο συζήτησης. Αλλά είναι 14 Αυγούστου (η γνωστή καρμική ημερομηνία) και, επίσης, Φεύγει Αύριο. Αν το “14 Αυγούστου” είναι το Νούμερο 1 στη λίστα των πραγμάτων που θεωρώ καρμικά, το “Φεύγει Αύριο” είναι το αμέσως μετά. Διότι: α) Σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι, οπότε, όπως λέει και το άσμα: “απόψε φίλα με, να με χορτάσεις, αύριο φεύγω και θα με χάσεις” και β) δεν μου κάνει καρδιά να αφήσω τον άνθρωπο να φύγει έτσι από τα Βατερά. Έχω αναλάβει ένα ρόλο, μια ευθύνη, ένα καθήκον: να μας ξανάρθει. Πώς είναι η «επιτροπή καλωσορίσματος»; Εγώ ανήκω στην άλλη:

Επιτροπή Καμ Αγκαίν.

Οπότε, παρόλο που έχουμε “τσακωθεί” για άλλη μια φορά, πολύ αργά το βράδυ (δηλαδή μετά τις 5 το πρωί) στο κλαμπ -δηλαδή στο μπιτς μπαρ που το βράδυ το λέω κλαμπ- όταν τον βλέπω και κατεβαίνει στις ξαπλώστρες, του στέλνω ένα τελευταίο μήνυμα. Το στερνό sms. Και ναι, δείχνει πως πέφτω χαμηλά αλλά βασικά δεν περιμένω ότι κατεβαίνει μόνος του στις ξαπλώστρες, οπότε το μήνυμα είναι κάτι σαν αποχαιρετιστήριο. Κι όμως, φίλε μου! Απαντάει προσκαλώντας με. Εδώ, πρέπει να προσθέσω ότι και ΠΑΛΙ η απάντησή του είναι εκνευριστική αλλά το αντιπαρέρχομαι μια και α) εκπλήσσομαι που όντως κατεβαίνει μόνος στις ξαπλώστρες και β) χαίρομαι που δεν με βρίσκει φρικαλέα, πράγμα που πλέον αμφισβητούσα. Οπότε, λέω στην Αδερφή ότι πάω κι εγώ κάτω στις ξαπλώστρες -να μην με ψάχνει- και, πάλι, τσούκου τσούκου, αυτή τη φορά φορώντας λευκό φόρεμα με ιριδίζουσες πούλιες τύπου γοργονέ…

…κατεβαίνω κι εγώ ένα-ένα τα σκαλάκια της αξιοπρέπειας.

Σημειωτέον ότι το “κατεβαίνω ξαπλώστρες”, τη νύχτα αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ό,τι την ημέρα. Είναι απ’ αυτά που διηγούνται το επόμενο μεσημέρι στους φίλους τους τα αγοράκια όταν είναι 16-17 και οι φίλοι αντιδρούν με ενθουσιασμό: “Έλα ρε μαλάκα! Κατεβήκατε ξαπλώστρες;” και τους χτυπάνε την παλάμη ως ένδειξη επιδοκιμασίας (Χάι Φάιβ). Τώρα, βέβαια, όταν έχεις πατήσει –δηλαδή ποδοπατήσει και εξοντώσει- τα 30, δεν έχει ακριβώς το ίδιο εφέ. Ναι μεν η ξαπλώστρα αποτελεί σαφή βελτίωση κι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση μετά την επιλογή «άμμος*», αλλά, σαν άνθρωποι θέλουμε ένα πιο άνετο κατάλυμα, να έχουμε κάπου να πλύνουμε τα χέρια μας (αυτό δεν ξέρω, ίσως είναι μόνο δικό μου άγχος), ένα κρεβατάκι να γείρουμε (μετά από μια ηλικία, έχουμε και τη μέση μας), ένα σεντονάκι να σκεπαστούμε (κρυώνουμε και πιο εύκολα), μια σκεπή πάνω απ’ το κεφάλι μας (να μην ντρέπεται κι η μανούλα μας)… Καταλαβαίνεις.

*Να γιατί λέμε “όχι” στην άμμο

*Ξανά γιατί “όχι”, πιο συγκεκριμένα

Το θέμα είναι ότι εγώ ΔΕΝ καταλαβαίνω. (Όχι για την άμμο, για τα υπόλοιπα). Αφού περνάμε κάποια ώρα με Ημι-Ιταλό κατά την οποία μισιόμαστε στο μουγγό, κάπως -που δεν ξέρω πώς- αρχίζουμε και φιλιόμαστε. Αυτό είναι πρόβλημα. Ημι-Ιταλός δεν το ξέρει ακόμα. Μου λέει “γιατί δεν πάμε σπίτι σου;” Πολύ λογική ερώτηση. Ίσως ήταν το πιο λογικό πράγμα που είπε όλο το καλοκαίρι. Εγώ: “Μα θα χάσω το καλύτερο, οι φίλοι μου θα κάτσουν ακόμα πολύ”. Όχι λογική απάντηση. Μάλλον, τελείως παράλογη απάντηση, για τις 6 το πρωί. Είναι λοιπόν πρόβλημα, γιατί ο συνδυασμός: 14 Αυγούστου + Ουίσκι + Αγόρι που μου αρέσει και με φιλάει + Ουίσκι + Φεύγει Αύριο + Ουίσκι = Δεν Είμαι Υπεύθυνη Των Πράξεών Μου. Παύω να έχω συναίσθηση. Δηλώνω αθώα λόγω ανικανότητας. Απ’ την άλλη, Ημι-Ιταλός δεν δείχνει να έχει *κανένα* πρόβλημα ανικανότητας. Και, μετά από λίγο, ψελλίζει κάτι παρακαλεστικό. Εγώ, μια και όπως είπα δεν είμαι για πολλά-πολλά πάνω στην ξαπλώστρα, ελαχιστοποιώ τις διαδικασίες με τον απλό τρόπο που όμως συνήθως γίνεται αποδεκτός με ενθουσιασμό:

Λόλα, να ένα γλειφιτζούρι!

[Μεσολαβεί διαδικασία 45 δευτερολέπτων] …Κι ενώ το γλειφιτζούρι μου τελειώνει, ακούω την Αδερφή που, ουρλιάζοντας, βρίζοντας και τρέχοντας, κατεβαίνει κι εκείνη στην άμμο. Μετά από άλλα δύο δευτερόλεπτα, σηκώνομαι κι εγώ και πάω κοντά της. Έχει ξημερώσει. Πλήρως. Αδερφή είναι εκτός εαυτού. Να σημειώσω εδώ ότι για δυο μέρες μόνο, παραμονή και ανήμερα δεκαπενταύγουστου, στο κλαμπ έχουν κατασκευάσει έξτρα μπαρ σε εξώστη που βλέπει πανοραμικά κάτω την παραλία. Και τις ξαπλώστρες. Και έχει ξημερώσει. Και το κλαμπ έχει ακόμα κόσμο. Που είχε την τύχη να πιει το ποτό του βλέποντας και παράσταση. Στην οποία πρωταγωνιστούσα εγώ. Αλκοόλ και θέαμα. Αδερφή με βρίζει ασταμάτητα κι έχει απόλυτο δίκιο. Σοβαρά όμως. Τι ντροπή. Την ακούω με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν λέω κουβέντα, απλά τ’ ακούω. Κάποια στιγμή τελειώνει. Επιτέλους. Δεν ήθελα να τη διακόψω. Κοιτάζω να βεβαιωθώ ότι τελείωσε. Σκύβω το βλέμμα. Φτύνω. Σηκώνω βλέμμα. Ένα σου λέω:

Οραματίσου φάτσα Αδερφής…

Μια συνηθισμένη μέρα στα Βατερά…

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Ο Πότης της Ασφάλτου & το Βασικό Ένστικτο

02 Tuesday Oct 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 4 Comments

Tags

Basic Instinct, ρόμπα, Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, αστυνομία, ατύχημα, βυζί, κώλος

 

Το παρακάτω συμβάν είναι κι αυτό του Αυγούστου 2010, τις πρώτες μέρες των διακοπών. Ακόμα, το θέρετρο (=Βατερά) δεν έχει κόσμο. Όχι ότι έχει και ποτέ πολύ κόσμο, αλλά ακόμα δεν έχει τον κόσμο που περιμένουμε και στον οποίο ελπίζουμε. Κυκλοφορώ λοιπόν με φίλους μου και ΦΞΦ, παρεΐστικα, ανέμελα, τύπου περνάμε και μόνοι μας καλά. Πράγματι, περνάμε μια χαρά. Το μόνο μου πρόβλημα απόψε είναι ότι έχω βάλει -και άρα έχω “κάψει”- ένα πολύ ωραίο καινούριο λευκό φόρεμα και –γαμώτι- δεν θα το δει κανείς. Το φόρεμα το έχω παραγγείλει από το ίντερνετ και δεν το έχω ξαναφορέσει ποτέ. ΟΚ, το είχα βάλει μια γρήγορη στην Αθήνα να δω αν μου κάνει ή πρέπει να το επιστρέψω, και μετά κατευθείαν βαλίτσα. Όταν το δοκιμάζω νωρίτερα στο δωμάτιο, μπροστά στον καθρέφτη, διαπιστώνω ότι το ύφασμα ίσως είναι λιγουλάκι λεπτό. Σκέφτομαι: «χμμμ… φεγγίζει…» Με μια δεύτερη, πιο κριτική ματιά, μου λέω αποφασιστικά:

Μ’ αυτό, ΔΕΝ μπαίνει εσώρουχο.

Αργότερα, στο μπιτς μπαρ-κλαμπ El Sol (δικαίως έχει αυτό το όνομα διότι πάντα βλέπουμε ήλιο), τα αγόρια της παρέας μας έχουν προσανατολιστεί προς το προσωπικό του μαγαζιού (πολύ στρατηγικά σωστή κίνηση όταν δεν υπάρχει κόσμος, γιατί τι να κάνουν και οι μπαργούμεν, βαριούνται κι αυτές). Κάποια στιγμή που πλησιάζει το χάραμα, εμείς τα κορίτσια πετάμε τάπες, ΦΞΦ έχει πιει λίγο, την πιάνει ένα κουλό τύπου “έχω πολύ ενέργεια, θέλω να περπατήσω”. Προτείνει να πάμε σπίτι με τα πόδια. Εγώ, υπό νορμάλ συνθήκες δεν θα το συζητούσα καν –μιλάμε για σχεδόν δυο χιλιόμετρα ως το σπίτι, άρα με τακούνι δεν παίζει- αλλά, κατά διαβολική σύμπτωση, έχω μαζί μου ένα ζευγάρι φλατ σανδάλια. Βέβαια, οι “νορμάλ συνθήκες” έχουν και τα όριά τους διότι, μια και ο προσανατολισμός των αγοριών προς το προσωπικό του μαγαζιού διήρκεσε όλο το καλοκαίρι, σε βαθμό που, δεκαπενταύγουστο, 8 η ώρα το πρωί, βρίσκομαι ακόμα στο μπιτς μπαρ/κλαμπ γιατί οι άλλοι περιμένουν μπας και γδυθεί καμιά μπαργούμαν και βουτήξει στη θάλασσα, και ΚΑΝΕΙΣ δεν με πάει σπίτι, παρά τις σπαραξικάρδιες παρακλήσεις μου, αναγκάζομαι και ΠΑΛΙ να το πάρω με το πόδι. Αυτή τη φορά, ξυπόλητη. Πίκρα. Βλέπεις, όταν έφευγε ο πολύς ο κόσμος τη λογική ώρα του, ας πούμε, 6 το πρωί, εγώ έλεγα “μα, θα χάσω το καλύτερο”.

Ακόμα το περιμένω.

Αλλάζω παπούτσι, λοιπόν, και ξεκινάω μαζί με ΦΞΦ να πάμε σπίτι. Μια ευθεία ο δρόμος, εγώ μπροστά, εκείνη πίσω, περπατάμε στα αριστερά, αφ’ ενός ζυγού και αναλύουμε το νόημα της ζωής (μας). Αναρωτιόμαστε τι θα κάνουμε αν δεν υπάρχει τίποτα ενδιαφέρον φέτος, μα πού πήγαν όλοι οι άντρες (δηλαδή σε ποιο νησί), τα γνωστά. ΦΞΦ είναι σε πολύ ευχάριστη διάθεση, κελαηδάει, εγώ σε όχι τόσο, αλλά κάνω ό,τι μπορώ. Δεν έχουμε περπατήσει πέντε λεπτά και πρώτα ακούω και αμέσως μετά βλέπω αυτοκίνητο να έρχεται σφαίρα και να περνά ξυστά από δίπλα μου. Αυτό που, περνώντας, σε κάνει να τιναχτείς πίσω απ’ τον αέρα και σου κόβεται η ανάσα. Ακούω ένα εκκωφαντικό “ΓΚΑΠ”. Γυρνάω πίσω και βλέπω ΦΞΦ πεσμένη μέσα σε χαντάκι. Για δύο δευτερόλεπτα σκέφτομαι “ωχ, έπεσε, μα τι κάνει εκεί, γιατί δεν σηκώνεται;” Σκύβω προς ΦΞΦ. Ψελλίζει: “Μην με ακουμπήσεις. Πάρε το 166”. Συνειδητοποιώ. Και στριγκλίζω.

Δεν καταλαβαίνω πώς και τι, αλλά σχεδόν συγχρόνως, συνειδητοποιώ ότι ουρλιάζει και κάποιος άλλος. Οδηγός του αυτοκινήτου, έχει σταματήσει στη μέση του δρόμου είκοσι μέτρα μπροστά, βγαίνει και τρέχει προς το μέρος μας ουρλιάζοντας “τη χτύπησα, τη χτύπησα!” Δεν επικοινωνώ. Κοιτάζω ΦΞΦ, το χέρι της είναι γυρισμένο κάπως που δεν θα έπρεπε να πηγαίνει κανονικά ένα χέρι, φρικάρω, δεν ξέρω τι άλλο έχει γίνει. Σε δευτερόλεπτα, όλη η παρέα μας και οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού είναι δίπλα. Όλοι λένε ότι άκουσαν το “ΓΚΑΠ”. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Εγώ καταρρέω και κλαίω μες στο δρόμο. Είμαι παντελώς άχρηστη. Ευτυχώς, εκείνοι παίρνουν τηλέφωνα και φωνάζουν αστυνομία και ασθενοφόρο. Οδηγός είναι κι αυτός αστυνομικός, 20 χρονών. Απόλυτα φρικαρισμένος, πανικοβλημένος, σοκαρισμένος, κλαίγοντας, λέει ότι προσπάθησε να αποφύγει μια μηχανή που ερχόταν αντίθετα. Εγώ δεν είδα καμιά μηχανή. ΦΞΦ ψελλίζει ότι την είδε αυτή. Εκκωφαντικό ίου ίου ίου. Το ασθενοφόρο.

Όταν μαζεύουν ΦΞΦ με το φορείο για να τη βάλουν μέσα, ΦΞΦ μού κάνει νόημα πόσο Θεός είναι ο Οδηγός: ξανθός, γαλανός, 20 χρονών, ωραίο σώμα, 20 χρονών. Τη βλέπω να κάνει το νόημα και να χαμογελά κι ένα βάρος φεύγει από πάνω μου, εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Μου λένε να μπω κι εγώ μέσα στο ασθενοφόρο. Θα την πάμε πρώτα στο Κέντρο Υγείας, μετά θα την πάνε στο Νοσοκομείο στην πόλη (απέχουμε μιάμιση ώρα από κει), ενώ εγώ θα πρέπει να πάω πρώτα στο αστυνομικό τμήμα να δώσω κατάθεση. Η παρέα ακολουθεί. Μέσα στο ασθενοφόρο, η γιατρός-τραυματιοφορέας-δεν-ξέρω-τι, έχει την πιο αστεία και τσιριχτή φωνή που έχω ακούσει στη ζωή μου. Ούτε σαν καρτούν, πιο αστεία, το κορίτσι είναι ανεκμετάλλευτο διαμάντι, μπορεί να γίνει διάσημη. ΦΞΦ πότε πέφτει σε κόμμα απ’ το σοκ, πότε ξυπνάει, την ακούει και γελάει. Εγώ ακόμα τρέμω. Η ζωή δεν βγάζει ακριβώς νόημα.

Φτάνουμε στο Κέντρο Υγείας. Λέμε σε ΦΞΦ ότι θα τη δούμε στο Νοσοκομείο και ξεκινάμε με παρέα μου και Οδηγό για το αστυνομικό τμήμα. Είναι πλέον τελείως μέρα. Φοράω το λευκό μου φόρεμα που φεγγίζει. Χωρίς εσώρουχα. Και πάω να δώσω κατάθεση.

Αστυνομικό θρίλερ και σοφτ πορνό μαζί.

Μέσα στο τμήμα, προφανώς δίνω κάπως περίεργη εντύπωση, με κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω με δυσπιστία. Η δυσπιστία των αστυνομικών ξεκινά απ’ τη φάτσα μου με το «αποκλείεται αυτή να μην είναι μεθυσμένη» και καθώς το βλέμμα κατεβαίνει προς τα κάτω, φτάνει στο «μήπως κι εγώ είμαι μεθυσμένος;» Εγώ πάντως δεν έχω πιει ούτε δυο ποτά (είχα το λαιμό μου) και πιστεύω πως και τρία μπουκάλια να είχα πιει, μετά από ό,τι συνέβη θα ήμουν πλήρως νηφάλια. Εξιστορώ ό,τι είδα, με βάζουν να επαναλάβω τα πάντα είκοσι τρεις χιλιάδες φορές και δείχνουν να μην μου έχουν και απόλυτη εμπιστοσύνη, παρόλο που προσέχω πολύ να είμαι ευγενική, υπομονετική, να μην ευξάπτομαι, να μην ουρλιάζω από το σοκ και τον εκνευρισμό και βασικά να ΜΗΝ σταυρώνω τα πόδια μου. Ο τύπος που γράφει την αναφορά στον υπολογιστή είναι τελείως ανορθόγραφος και έχει άθλιο συντακτικό αλλά όταν προσφέρομαι να του το διορθώσω, παθαίνει ένα μικρό εγκεφαλικό. Τελικά, κάποια στιγμή, με αφήνουν να βγω.

Παρέα μου έχει αρχίσει ήδη να βλέπει τα κωμικά στοιχεία της κατάστασης (γι’ αυτό είναι και παρέα μου). Εγώ καταριέμαι την τύχη μας, καταριέμαι όλα τα τροχοφόρα του σύμπαντος, καταριέμαι την κακιά στιγμή του ατυχήματος και καταριέμαι την κακιά στιγμή που αποφάσισα αυτή τη βραδιά να φορέσω αυτό που φοράω. Δεν ήταν να με δει κανείς να κυκλοφορώ μέρα. Και πόσο μάλλον στο αστυνομικό τμήμα ή στο νοσοκομείο, το οποίο είναι ο επόμενος σταθμός.

Ξεκινάμε τη διαδρομή προς νοσοκομείο, εγώ με δυο μου φίλους. Σταματάνε να πάρουν καφέ και τυρόπιτες, εγώ ούτε καφέ πίνω ούτε τρώω οτιδήποτε πιτοειδές, παίρνω νερό και κάτι αχλάδια. Στο δρόμο ζαλίζομαι, κάθομαι μπροστά. Το αυτοκίνητο δεν έχει κλιματισμό. Ο δρόμος έχει στροφές. Παίρνουμε τα –εύχομαι-να-μην-σου-τύχει-ποτέ-να-σε-ξυπνήσουν-έτσι- τηλέφωνα που πρέπει να πάρουμε, συνεννοούμαστε με Γονείς ΦΞΦ να μας συναντήσουν στο νοσοκομείο. Στην αρχή της διαδρομής είμαστε κάπως σοβαροί, στο τέλος όχι και τόσο. Η κατάσταση κωμικοτραγική. Γέλια και ενοχές μαζί. Φτάνουμε στο Νοσοκομείο, βρίσκουμε τη ΦΞΦ και οι γονείς της είναι ήδη εκεί. Οι απώλειες είναι οι εξής: Ένα σμπαραλιασμένο χέρι από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου που τη χτύπησε και ένα διάστρεμμα από το πέσιμο. Θα μπει την άλλη μέρα χειρουργείο. Σκέφτομαι ότι θα χάσει το καλοκαίρι της. Βάζω τα κλάματα. Οι φίλοι με μαζεύουν να μην κλαίω μπροστά της. Βγαίνουμε σε μια βεράντα, μου λένε αστεία κι εγώ κλαίω, κι ενώ κλαίω, γελάω. ΦΞΦ μας διώχνει να πάμε να ξεκουραστούμε. Το δικό μας δράμα εδώ τελειώνει.

Της ΦΞΦ δεν τέλειωσε τόσο εύκολα. Έκανε το χειρουργείο, έχασε το καλοκαίρι της, το χέρι της δεν έγινε καλά, έχασε παραπάνω καιρό, χρειάστηκε και δεύτερο χειρουργείο, της πήρε σχεδόν ένα χρόνο, δεν ήταν κάτι που ξεπέρασε τόσο απλά. Από τότε, φοβάται να περάσει δρόμους. Κι από τότε, δεν έχει ξανάρθει στα Βατερά. Θα ‘θελα να πω κάτι που να βγάζει νόημα, κάτι που να το κάνει πιο εντάξει, έλα μωρέ, συμβαίνουν αυτά, μες στη ζωή είναι, μη χειρότερα, πάλι καλά, Άγιο είχατε… αλλά όχι. Μακριά. Μην πίνεις και οδηγείς, μην πίνεις και περπατάς. Μην προκαλείς την κακή σου τύχη. Και μην ρωτάς «πού πήγαν όλοι οι άντρες;» γιατί ποτέ δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθουν και με πόσα χιλιόμετρα την ώρα.

Επίσης, τελευταία παράκληση: Είναι δυνατόν, έξω απ’ τα αστυνομικά τμήματα, να βάλουν εκείνα τα κουτιά μ’ εκείνες τις μακριές λουλουδάτες φούστες που έχουν ειδικά για την περίπτωση που η περιβολή σου δεν είναι αρκετά σεμνή…; Ξέρεις μωρέ, αυτά που έχουν στα νησιά…

…έξω από τις εκκλησίες…;

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Κέντησες, μωρό μου!

26 Wednesday Sep 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 7 Comments

Tags

ρόμπα, Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, sex

 

Λίγες μέρες μετά τον (Ιιιιιιιι!)-Μπαγάσα, είναι Αύγουστος. Στα Βατερά, φυσικά. Και ναι, μετά από μερικές μέρες, βρίσκομαι στην πολύ ευχάριστη θέση (ανάσκελα, κοιτάζοντας τα αστέρια), να κάνω διάλογο με Παλιό Απωθημένο που όπως είχα αναφέρει και τις προάλλες, είναι (σχεδόν) στη ηλικία μου, σε σχέση με το πιο συνηθισμένο “μια δεκαετία κάτω”. Παλιό Απωθημένο: “Αυτοί που διαλέγεις (οι μικροί), δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα στο κρεβάτι, το πράγμα θέλει εμπειρία…

…θέλει κέντημα!

 

Ας πούμε ότι μας παίρνει 10 λεπτά να πάμε σπίτι. Ας πούμε ότι μας παίρνει κι άλλα 3 λεπτά να γδυθούμε και να πλύνουμε χέρια. Οπότε, ας πούμε ότι περίπου 15 λεπτά αργότερα, πάλι ανάσκελα, αυτή τη φορά κοιτάζοντας τις ρωγμές στο ταβάνι, εγώ:

ΟΚ, υποθέτω ότι σχεδόν περάσαμε την κλωστή στη βελόνα…

 

οι προσδοκίες είναι κακό πράγμα…

 

 

 

 

 

 

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Βρε τον Μπαγάσα!

13 Thursday Sep 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 6 Comments

Tags

ρόμπα, Καλοκαίρι, ΟΣΦΠ, Ολυμπιακός, ΤΕΦΑΑ, sex

 

Καλοκαίρι 2010 και είναι Παρασκευή. Από σήμερα, αρχίζει η καλοκαιρινή μου άδεια. Επιτέλους, γιατί την έχω ανάγκη, στη δουλειά δεν μας πληρώνουν τελευταία, χρειάζομαι να ξεφύγω από όλο αυτό. Το βράδυ έχω να πάω σε τύπου μπάτσελορ πάρτι Αγαπημένου Φίλου, το Σάββατο έχω να πάω στο γάμο του ιδίου Αγαπημένου Φίλου, μετά έχω δυο-τρεις μέρες προετοιμασία κι έπειτα αντιός αμίγκος για Βατερά. Η διάθεσή μου δεν πάει πιο πάνω.

Είμαι έτοιμη για αξέχαστες καλοκαιρινές περιπέτειες.

 

Στο τύπου μπάτσελορ, λοιπόν, στο Ακρωτήρι (“τύπου” γιατί τελευταία φορά που τσέκαρα, είμαι θηλυκού γένους, παρόλα αυτά, είμαι εκεί), οι καλεσμένοι είναι από όλο τον πλανήτη, από όλες τις φυλές και σε όλες τις αποχρώσεις διότι Αγαπημένος Φίλος – Γαμπρός έχει ζήσει Αμερική και τώρα μένει Αγγλία, άρα το γκεστ-λιστ είναι πολυεθνικό και η ατμόσφαιρα κοσμοπολίτικη. Το κέφι ρέει άφθονο, το αλκοόλ επίσης. Σε κάποια φάση, σε τρελό ενθουσιασμό, έχω ανέβει πάνω σε μπαρ και χορεύω με Αγαπημένο Φίλο – Γαμπρό. Δεν τσακίζω γόνατο, δεν γυρνάω αστράγαλο, το φόρεμα παραμένει –σχετικά- στη θέση του, άρα μιλάμε για μεγάλη επιτυχία. Κατεβαίνοντας, ψάχνω Αδερφή.

Μαρτυρία Αδερφής:

“Κοινωνικοποιούμαι και μιλάω με όλους τους καλεσμένους στην αγγλική (ανήκουμε και οι δύο στο ανεπίσημο διπλωματικό σώμα ως πρέσβειρες καλής θελήσεως), και σε κάποια φάση μου μιλάν κι άλλοι δύο τύποι από Αργεντινή και δείχνουν εσένα πάνω στο μπαρ. Υπόσχομαι ότι θα σας συστήσω και συνεχίζουμε τη συζήτηση”.

~Εν τω μεταξύ, εγώ εντοπίζω Αδερφή και βλέπω ότι μιλά με δύο τύπους. Ο ένας κοντός και χαριτωμένος, δηλαδή ο τύπος μου, και κάπως εξωτικός. Αδερφή μού κάνει νόημα να πάω, οπότε κατευθύνομαι προς τα εκεί.~

Συνέχεια Μαρτυρίας Αδερφής:

“Ο ένας τύπος κάτι μου λέει ότι είναι Μάνατζερ. Δεν καταλαβαίνω, λέει ότι είναι Μάνατζερ του κοντού. Εξωτικός Κοντός είναι -λέει- γνωστός ποδοσφαιριστής, μόλις έφτασε για να παίζει σε Γνωστή Ομάδα”. (Εδώ, όταν λέω “-λέει-” εννοώ ότι ο Μάνατζερ λέει, γιατί Εξωτικός Κοντός δεν μιλά γρι από καμιά γνωστή γλώσσα). Αδερφή προς Μάνατζερ: “Σοβαρά μιλάς, και συνέπεσε με το γάμο του Αγαπημένου Φίλου;” Μάνατζερ:

 Ποιο γάμο;

 

Αδερφή συνειδητοποιεί το μέγεθος της παρεξήγησης. Αργεντινοί δεν έχουν καμία σχέση με το γάμο. Σοκ και πανικός. Αδερφή κάνει επείγον νόημα να μην πάω. Πολύ αργά. Με την άκρη του ματιού μου, αμυδρά, βλέπω το επείγον νόημα αλλά, όπως είπα, είμαι σε τρομερά καλή διάθεση (έτσι, να το εμπεδώσουμε), μετά από ποτά/ σφηνάκια και, έχοντας εντοπίσει Εξωτικό Κοντό (ο οποίος παρεμπιπτόντως φοράει και Τ-σερτ με στρασάκια, η αδυναμία μου), δεν αλλάζω κατεύθυνση. Ντουγρού. Πάω, χαιρετάω, λένε και σε μένα κάτι για μάνατζερ, διάσημους ποδοσφαιριστές, ομάδες και δεν-με-νοιάζει-καθόλου, αλλά γνέφω ότι και καλά είμαι ενθουσιασμένη για τα ποδοσφαιρικά.

 Τους λέω ότι ξέρω και τι σημαίνει οφ σάιντ.

 

Εξωτικός Κοντός λέει στο Μάνατζερ να μεταφράσει ότι χορεύω πολύ ωραία, ότι γενικά είμαι πολύ ευχάριστη στο μάτι (αν δεν το πει ο κοντός στην κοντή, ποιος θα το πει;) και με κερνάνε ποτό. Όπου στην Αργεντινή έχουν –λέει- το έθιμο ότι όταν κερνάνε κάποιον ένα ποτό, πρέπει να πιουν κι αυτοί το ίδιο που πίνει αυτός τον οποίο κερνάνε. Το οποίο σημαίνει ότι βάζω δυο ξένους ανθρώπους καλοκαιριάτικα να πιουν από «ένα Haig με πολύ νερό σε ψηλό». Τους βλέπω ότι κάνουν μορφασμό δυσαρέσκειας αλλά το καταπίνουν. (Γελάω ασυγκράτητα). Επίσης, αναρωτιέμαι:

Με τέτοια έθιμα στην Αργεντινή, πώς και δεν είναι όλοι συνέχεια γκολ;

 

Μετά από το κερασμένο ποτό και με μια θολούρα αλλά συγχρόνως και γυαλάδα στο μάτι, λέω στο Μάνατζερ να μεταφράσει ότι Εξωτικός Κοντός είναι πολύ χαριτωμένος. Αυτό το σημείο υπήρξε καθοριστικό (στο λέω εγκυκλοπαιδικά να το ξέρεις, πολύ το εκτίμησε ο Αργεντινός). Αδερφή βλέπει από μακριά το βλέμμα μου και καταλαβαίνει το Μάταιο της υπόθεσης, οπότε δεν βλέπει το λόγο να διαμαρτύρεται πλέον. Ασχολούμαι ελεύθερα με Εξωτικό Κοντό. Πότε μέσω Μάνατζερ, πότε στο μουγγό. Ανταλλάσσουμε και τηλέφωνα (με Μάνατζερ, βέβαια, διότι τηλέφωνο στο μουγγό δεν γίνεται). Αλλά χωρίζουμε με υποσχέσεις ότι θα ξανα-ιδωθούμε:

Είσαι στο μυαλό κάτι μαγικό.

 

Την επομένη, ομολογώ ότι googlάρω Εξωτικό Κοντό και όντως είναι διάσημος. Επίσης, μου έχει πει ψέματα για την ηλικία του. Έχει πει ότι είναι μικρότερος από ό,τι πραγματικά είναι, έκοψε μια πενταετία. Σοβαρά, συγκινούμαι. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Δυο μέρες αργότερα, μετά από ακατανόητα sms από Μάνατζερ (ο οποίος ξέρει αγγλικά εμπειρικά, δεν είναι και του Κέιμπριτζ), κανονίζουμε για φαγητό στο Ledra Marriott όπου διαμένει προσωρινά ο Εξωτικός Κοντός. Παραδόξως, η όλη φάση έχει πλάκα και γελάμε πολύ με Μάνατζερ μόνο που δυστυχώς δεν μεταφράζει ούτε το εν τρίτο προς Εξωτικό Κοντό, ο οποίος πρέπει να βαριέται θανάσιμα. Εγώ μαθαίνω πολλά για ποδόσφαιρο, πειράζω και Εξωτικό Κοντό που πίνει μπίρα και τρώει πατατάκια και λέει ότι αύριο στην προπόνηση πρέπει να τρέξει δυο χιλιόμετρα παραπάνω εξαιτίας τους, γελάω χαιρέκακα γιατί επιτέλους κάποιος συμπάσχει με το ζήτημα Ηθελημένη Στέρηση Νόστιμων Φαγώσιμων Πραγμάτων, μετά σκέφτομαι ότι αυτός όμως παίρνει εκατομμύρια, ΟΚ, το παίρνω πίσω το χαιρέκακο γέλιο, έχει αρχίσει και η εποχή που δεν μας πληρώνουν όπως προανέφερα, μελαγχολώ για κάνα τρίλεπτο. Όχι παραπάνω, όμως. Βλέπεις, ακόμα τότε, κι εγώ και οι περισσότεροι, δεν έχουμε ιδέα τι μέλλει γενέσθαι. Αναγκαστήκαμε να περιορίσουμε το χαβιάρι στο δεκατιανό και είπαμε:

Έλα μωρέ, μπόρα είναι, θα περάσει.

 

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στο Ledra Marriott. Κάπου εκεί έρχεται η ρημάδα η ώρα της συνέχειας. Και, μεταξύ δισταγμού αλλά και του «ε τι άλλο θα κάνουμε δηλαδή;» πάμε στη ρημαδοσουίτα. Άσχετο: Πολλά ωραία αθλητικά παπούτσια τακτοποιημένα στην είσοδο. Μετά από δυο κουβέντες και “ααα, τι ωραίο σοβατεπί”, ο Μάνατζερ λέει να φεύγει σιγά-σιγά. Εγώ (θεατρικά, βλέπε ελληνικό δράμα): “Στάσου Μάνατζερ! Πού πας; Μη φεύγεις” Μάνατζερ: “Εεεε… εγώ να κάτσω, αλλά δεν νομίζω ότι Εξωτικός Κοντός θα χαρεί ιδιαίτερα…” Εκεί, αρκετά πανικοβλημένη, σκέφτομαι να γράψω μια λίστα με πράγματα που μπορεί να προκύψουν πάνω στο προκείμενο για να μου τα μεταφράσει πριν φύγει, αλλά ντρέπομαι κιόλας (ναι, πού και πού συμβαίνει κι αυτό). Παραιτημένη, λέω απλά να μεταφράσει την κλασική μου ατάκα:

Βγάλε παπούτσια και πλύνε χέρια. Με αυτή τη σειρά.

 

Μάνατζερ μεταφράζει. Και οι δύο ξεκαρδίζονται. Εξωτικός Κοντός είναι υπάκουος, γυρνάει από μπάνιο και μου δίνει να μυρίσω χέρι-φραγκοστάφυλο. Εγκρίνω. Μετά λύπης, βλέπω Μάνατζερ να φεύγει. Βγάζω κι εγώ παπούτσια. Κάθομαι δίπλα σε Εξωτικό Κοντό στην άκρη του κρεβατιού. Κανείς μας δεν φτάνει να πατήσει κάτω, ποδαράκια κρέμονται και τα κουνάμε από αμηχανία. Για κάνα λεπτό. Μετά, Εξωτικός Κοντός αποδεικνύει ότι στη ζωή του έχει φάει πολύ λίγα πατατάκια και, παράλληλα, έχει φάει πολύ προπόνηση. Παίζει μπάλα. Επίσης το ‘χει και με τα νοήματα, δείχνω ότι θα ήθελα λαστιχάκι μαλλιών και μου δίνει, τον κοιτάζω με απορία γιατί πάει πολύ να τυχαίνει να είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό ενώ έχεις κοντό μαλλί και μάλιστα αρχίζει τις δικαιολογίες, αλλά βέβαια εκείνος μιλάει στη γλώσσα του, εγώ μιλάω αγγλικά και ελληνικά, κανείς μας δεν καταλαβαίνει τίποτα, οπότε δεν θα μάθω ποτέ πώς εξηγείται το εύκαιρο λαστιχάκι μαλλιών…

 *καχύποπτο βλέμμα*

 

Το γλωσσικό χάσμα, παραδόξως, δεν αποτελεί τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο περίμενα, εκτός του ότι οι μόνες λέξεις που ξέρει στα ελληνικά (από την προπόνηση) είναι “έλα” και “γρήγορα”. Παρόλο που τίποτα από τα δύο δεν μου είναι χρήσιμο στην παρούσα φάση, η άλλη γλώσσα, η οικουμενική, πάει ροδάνι οπότε συνεννοούμαστε. Εξωτικός Κοντός – Θρύλος. Όταν τελειώνει το πανηγύρι, ψάχνω εσώρουχο. Δεν το βρίσκω. Σηκώνω παπλώματα, τίποτα, κοιτάζω κάτω απ’ το κρεβάτι, τζίφος. Ψάχνει κι αυτός, κάνει τη σουίτα άνω-κάτω, χώνεται κάτω απ’ το κρεβάτι, κάτω απ’ το τραπέζι, κάτω απ’ το σκαμπό, τελικά το βρίσκει. Κρατώντας το ψηλά και με θριαμβευτικό ύφος, Εξωτικός Κοντός αναφωνεί:

 Tanga!

 

Συμπέρασμα:

 Τα άπλυτα θα βγουν στη φόρα ακόμα κι αν τα ‘χεις πλύνει με Αριέλ.

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Ω Γλυκέ μου Αύγουστε!

10 Monday Sep 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 2 Comments

Tags

Αύγουστος, Καλοκαίρι, ΤΕΦΑΑ, sex

 

Ακόμα Αύγουστος 2009. Τελευταία μέρα (νύχτα) στο νησί. Τυγχάνει να έχω διάφορα θέματα, μερικά από αυτά είναι τα εξής: 1) Αγόρι Παλιό Απωθημένο με φτύνει. 2) Το ότι είναι η τελευταία μας μέρα (νύχτα) είναι αγχωτικό και τρομακτικό για μένα διότι στην Αθήνα με περιμένει –υποψιάζομαι- μια διόλου ευχάριστη κατάσταση με Αστείο Αγόρι (σωστά υποψιάζομαι). 3) Αδερφή έχει γαστρεντερίτιδα (υπάρχει επιδημία), άρα βγαίνω μόνη με Γαμπρό για φαγητό, πράγμα κομματάκι άβολο. Το λύνουμε πίνοντας κάτι κρασιά. Δίπλα από εκεί που τρώω με Γαμπρό, στο εξαιρετικό (γκουχ γκουχ) ροκ μπιτς μπαρ Σκνίπα, έρχεται σιγά-σιγά η παρέα μου. Ε, τελευταία βραδιά είναι, λέω να πάω κι εγώ από κει για ένα τελευταίο ποτό. Γαμπρός πάει για ύπνο. Είναι να ξεκινάμε κατά τις 4 το πρωί για αεροδρόμιο. Τώρα πρέπει να είναι 2. Στη Σκνίπα, πίνω το ένα μου ποτό. Παλιό Απωθημένο Που Με Φτύνει, με φτύνει χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία. Πίνω δεύτερο ποτό. Οι προοπτικές δεν βελτιώνονται. Σε συνδυασμό με αυτό που με περιμένει στην Αθήνα, έχω πέσει ψυχολογικά. Μια κατάσταση που, όπως έχω ξαναπεί, όταν συνδυάζεται με αλκοόλ, είναι τρομερά ασταθής και επιρρεπής στη μαλακία.

Μια σπίθα αρκεί να φέρει τη διαστροφή.

 

Εκείνη την ψιλο-θλιβερή στιγμή, εμφανίζεται και μου μιλάει Συνομήλικος Παιδικός Φίλος, που για κάποιο λόγο κάνει κολλητή παρέα με Ζαχαρωτό. Τι είναι το Ζαχαρωτό; Ζαχαρωτό είναι ένα αγόρι που δουλεύει σερβιτόρος στο υπέροχο (γκουχ γκουχ) ροκ μπιτς μπαρ Σκνίπα. Τον είχε πάρει το μάτι μου και την περασμένη χρονιά αλλά τότε φαινόταν 1) απαγορευτικά μικρός (ακόμα και για μένα) 2) απαγορευτικά χαριτωμένος -απορώ πώς δεν έχει χρειαστεί μεταμόσχευση στο μάγουλο αυτό το παιδί, πρέπει να του το τσιμπάνε τουλάχιστον 10 φορές τη μέρα 3) θα επαναλάβω το προηγούμενο αλλά θέλω να το φανταστείς σε υπέρτατο βαθμό, ένα πράγμα έτσι σαν συνδυασμός καραμελωμένου μήλου, μάρσμάλοου, κάπκεικ, ορέο μπισκότο… τι άλλο; Σαν παγωτίνι περιχυμένο με σιρόπι σοκολάτα-φράουλα. Χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο…

…ρίκο-ρίκο-ρίκοκο, ρίκο-ρί, κοκό.

 

Αλλά τζιζ κακό. Γιατί, επίσης, του ρίχνω σίγουρα 10 κιλά ενώ παράλληλα τον έχω δει με μαγιό και παίζεις σος στους κοιλιακούς, οπότε όλο μαζί είναι απλά απαγορευτικό. Τέλος. Αλλά μιλούσα με Συνομήλικο Παιδικό Φίλο, κολλητό του Ζαχαρωτού. Κάτι μου λέει για Ζαχαρωτό, το οποίο δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω πλήρως αλλά κάτι πιάνω ότι αν δεν προλάβω εγώ θα προλάβει άλλη. Μου παίρνει λίγο, δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει -μ’ έπιασαν και απροετοίμαστη, έχω και τις σκοτούρες μου- αλλά σε λίγο εμφανίζεται δίπλα μου Ζαχαρωτό.

 Αχ, το γλυκό μου!

 

Αυτοσυγκρατούμαι να μην του τσιμπήσω το μάγουλο που έλεγα. Ζαχαρωτό αρχίζει να μου μιλάει. Είναι και κοινωνικό. Μου ρίχνω ένα εσωτερικό χαστούκι μπας και ξυπνήσω, για να ξεκολλήσω απ’ τα δικά μου και να προσέξω τι λέει. Με κερνάει το τρίτο μου ποτό. Το εσωτερικό χαστούκι ήταν μάταιο. Για να καταλάβεις, εγώ δεν ήταν να πιω άλλο. Και κρασιά στο φαγητό και 2 ουίσκια είναι υπεραρκετά για να πρέπει να φεύγουμε στις 4. Αλλά το κέρασε. Τι να κάνω, να τον προσβάλλω; Ντροπή. Πίνω. Λέει κάτι ότι κρίμα πια να χορεύουμε μαζί και να μην έχουμε γνωριστεί καλά-καλά, γνέφω καταφατικά, όντως κάπου θυμάμαι να χορεύουμε μια απ’ τις προηγούμενες μέρες. Λέει ότι είναι στο ΤΕΦΑΑ (τι έκπληξη) και ότι σπουδάζει Ρυθμική (αυτό είναι όντως έκπληξη). Θεέ μου, φαντάσου τι θεϊκά πλάσματα έχει συμφοιτήτριες κι επίσης, σίγουρα δεν του ρίχνω μόνο 10 κιλά, αλλά 20. Τι να πεις τώρα; Ας πιω. Πίνω. Αμέσως μετά, κάτι λέει ότι μπορεί να κάνει και άλμα ανάποδα (κάπως μου εξηγεί ότι εννοεί ανάποδη τούμπα), κάνω την εντυπωσιασμένη φάτσα, ως τώρα δεν έχω πει κουβέντα. Λέει και “στα Τάδε δωμάτια δεν μένεις; Θα έρθω κάτω απ’ το παράθυρό σου να σου δείξω!”

 Όπα.

 

Εκεί, το μυαλό μου υπερθερμαίνεται από την έντονη επεξεργασία. Ανοίγω το στόμα μου. Σίγουρα είμαι στο τσακ να πω μαλακία αλλά επιτέλους μπαίνει σε λειτουργία και αναλαμβάνει ο Αυτόματος Συνομιλητής, χρήσιμος σε περιπτώσεις επικοινωνιακής βλάβης. Λέω: “Βρε Ζαχαρωτό μου, αν είναι να έρθεις μέχρι εκεί να μου δείξεις, ε… ας ανέβεις και πάνω…” Κι εδώ έχουμε ένα πολύτιμο μάθημα διακριτικής σαφήνειας και λακωνικότητας. Λες λίγα αλλά ουσιαστικά. Με κοιτάζει να καταλάβει αν κατάλαβε σωστά. Τον κοιτάζω να το επιβεβαιώσω. Με πολύ συνοπτικές διαδικασίες, λοιπόν, (γιατί έχω πει ότι φεύγουμε στις 4 και μπορεί πλέον να είναι και 3.30), Ζαχαρωτό κάνει να φύγουμε. Δανείζεται κλειδιά μηχανακίου από Μπαργούμαν. Εγώ πίνω το υπόλοιπο τρίτο ποτό μονορούφι. Εγώ είμαι γκολ. Μπαργούμαν με κοιτά έντονα στα μάτια. Μου λέει με σημασία: “Πρόσεχε…!” Γυρνάω και κοιτάζω χαρωπό Ζαχαρωτό. Σαν να βλέπω το Μπάμπι το Ελαφάκι. Ξαναγυρνάω και την κοιτάζω με απορία. Μπαργούμαν:

 …το μηχανάκι!

 

Ε πες το έτσι! Φτάνουμε στο δωμάτιο. Εγώ συνεχίζω φυσικά να είμαι γκολ. Κάνουμε ό,τι κάνουμε ενώ εγώ χαχανίζω συνέχεια (ποτό + χαριτωμένο αγόρι = χαχανητό, αποτελεί επίσημα αποδεδειγμένο θεώρημα. Πριν τελειώσουμε ό,τι κάνουμε, ακούγεται χτύπημα πόρτας. Το αγνοούμε. Μετά από ένα λεπτό, χτύπημα πόρτας γίνεται πιο έντονο. Είναι η Αδερφή. Σκατά. Πρέπει να φύγουμε για το αεροδρόμιο. Ζαχαρωτό δεν δείχνει να χαλιέται, αχ βρε τι καλόβολο παιδί. Λέει:

 Δεν πειράζει, το επόμενο καλοκαίρι!

 

Ο Θεός να έχει του χρόνου αυτόν καλά κι εμένα πιο αδύνατη. Ζαχαρωτό φεύγει κι εγώ κάνω φιλότιμες προσπάθειες να φορέσω κάτι πιο λογικό για ταξίδι και να μειώσω το eye-liner σε κάτι επίσης πιο λογικό για ταξίδι. Με καθυστερεί ελαφρώς το ότι είμαι γκολ και χαχανίζω αδιαλείπτως. Αδερφή έρχεται, με κατσαδιάζει, τελικά φεύγουμε. Στο δρόμο, που κρατά περίπου μιάμιση ώρα, κάθομαι δίπλα σε Γαμπρό στη θέση του συνοδηγού γιατί ζαλίζομαι και βασικά γιατί Αδερφή κάθεται πίσω μαζί με Γάτα σε κλουβί.

 Γιουπι-γιάγια, γιούπι-γιούπι-γιάγια…

 

Από ό,τι μου λένε αργότερα, η διαδρομή περιλαμβάνει: 1) Εμένα που κοιμάμαι πέφτοντας μπροστά ώστε να με συγκρατεί μόνο η ζώνη και άρα κάνοντας κύκλους και πέφτοντας συνέχεια πάνω στον Γαμπρό-οδηγό. 2) Γαμπρό-οδηγό ο οποίος με το ένα χέρι οδηγεί και με το άλλο σπρώχνει εμένα πίσω στη θέση μου. 3) Εμένα (πάλι) που αποπνέω εσάνς ουίσκι. 4) Τη Γάτα που νιαουρίζει σπαρακτικά. 5) Την Αδερφή που υποφέρει από τη δική μου ζαλιστική κίνηση, τη δική μου εσάνς ουισκιού και τη δική της γαστρεντερίτιδα. 6) Τέλος, η διαδρομή περιλαμβάνει την περιστασιακή σφαλιάρα που μου ρίχνουν όλοι (εκτός Γάτας, ελπίζω) για όλα αυτά.

Φτάνουμε αεροδρόμιο. Ξυπνάω. Είμαι ακόμα γκολ. Γαμπρός φεύγει με αυτοκίνητο για λιμάνι. Αδερφή ανησυχεί ότι δεν θα με αφήσουν να πετάξω σε τέτοια κατάσταση. Ανά δίλεπτο, μου ρίχνει φάπες. Εγώ έχω βάλει μαντίλι στο κεφάλι και γυαλί ηλίου, άνοιξε gate να διαβώ, και, σε φάσεις, χαχανίζω. Εκεί είναι που τρώω τις περισσότερες φάπες, τώρα που το σκέφτομαι. Με έχει πιάσει κι ένα άγχος και ψάχνω λουκούμια στα Duty Free γιατί μου έχει παραγγείλει το Αγόρι Καράτε-Οικοδομή στο οποίο έχω πει ότι γυρνάω μια μέρα αργότερα γιατί την πρώτη μέρα θέλω να δω Αστείο Αγόρι.

Εδώ μούντζωσέ με ελεύθερα.

 

Τελικά, πετάμε. Φτάνουμε Αθήνα. Δεν είμαι πλέον μεθυσμένη αλλά νιώθω άυπνη κι εξαντλημένη. Παραλαμβάνω σάκο από γραμμή αποσκευών, παίρνουμε ταξί για σπίτι. Φτάνοντας σπίτι, χτυπάει τηλέφωνο. Είναι το αεροδρόμιο. Γουάου. Αυτό δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ. Για μια στιγμή νιώθω ότι ζω σε ταινία δράσης και έχει γίνει αεροπειρατεία στο Air Force One, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών με χρειάζεται. Αλλά όχι. Λένε ότι έχω πάρει το λάθος σάκο. Λέμε στον ταρίφα να σταματήσει, κατεβαίνω, πάω στο πορτ μπαγκάζ, τσεκάρω το σάκο. Ο σάκος μου από το Elle έχει μέσα καρό πουκάμισα και φανέλες Μινέρβα. Κάπου, ένας ηλικιωμένος κύριος άνοιξε το δικό του σάκο και βρήκε μέσα χρωματιστά φορέματα με παγιέτες. Με το ίδιο ταξί, φεύγω πίσω στο αεροδρόμιο. Το Ζαχαρωτό μού βγήκε ελαφρώς ξινό. Για να μην πω, φυσικά, τι έγινε το ίδιο βράδυ με Αστείο Αγόρι. Πίκρα.

 Άντε, και του χρόνου.

 

 

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Ζημιά

04 Tuesday Sep 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ Leave a comment

Tags

ρόμπα, Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, sex

 

Αύγουστος 2009. Για να καταλάβεις τη δύσκολη και αποπροσανατολισμένη μου ψυχολογική κατάσταση, δες εδώ. Βρίσκομαι λοιπόν μεταξύ δύο σαφών και αντικρουόμενων εσωτερικών συλλογισμών που σαν διάλογος μεταξύ Εμού1 και Εμού2, αποτυπώνονται ως εξής: Εγώ1: “θέλω Αστείο Αγόρι”. Εγώ2: “Αστείο Αγόρι θα κάνει ΤΑ όργια στις διακοπές κι εσύ δεν θα κάνεις απολύτως τίποτα και μπορεί να ερωτευτεί και κάνα κοριτσάκι και μετά θα μουντζώνεις τον εαυτό σου”. Και, ως προνοητικό κορίτσι που είμαι, διάλεξα να μην μουντζώνω τον εαυτό μου. Οπότε, μοιραία, φτάνουμε πάλι 14 Αυγούστου.

Ναι, δεν είναι τυχαίο, είναι σχεδόν επίτηδες.

 

Στο εξωτικό κλαμπ Arena, από ό,τι θυμάμαι, πάλι κάποιος με φτύνει -είναι σχεδόν αναγκαία συνθήκη. Το γεγονός του φτυσίματος είναι η απόλυτη συνταγή της καταστροφής, γιατί, σε συνδυασμό με πολλά ποτά, οδηγεί σε πολλές εντελώς αυθόρμητες και εντελώς λάθος αποφάσεις. Είμαι λοιπόν σε μια απογοήτευση καθότι περίμενα κάτι καλύτερο από τη βραδιά, πίνω γιατί το καλύτερο με έχει στήσει (μεταφορικώς) και τότε, να ‘σου που εμφανίζεται ο Φυσικός Ξανθός Φίλος Φίλου (ΦΞΦΦ) της προπέρσινης χρονιάς. Σε βελτιωμένη κιόλας έκδοση –κάτι έχει κάνει αυτός.

Θυμίζω ότι, δύο χρόνια πριν, εγώ γι’ αυτόν πήγαινα αρχικά, απλά αλλιώς τα είχα υπολογίσει τα πράγματα κι αλλιώς προέκυψαν τελικά. ΦΞΦΦ με πιάνει στο μπίρι-μπίρι, θυμίζω επίσης ότι είναι -μετά από εκείνη την επεισοδιακή βραδιά- φανατικός μου θαυμαστής, θέλει να γίνει επίσημο μέλος στο ανεπίσημο κλαμπ, κι εγώ, επειδή α) πλέον πιστεύω στο Κάρμα της ημέρας και β) έχω πιει τόσο ώστε είναι εύκολο γενικά να με προσηλυτίσεις προς οποιαδήποτε Πίστη, όπως π.χ. βουδισμό, ινδουισμό, ταντρισμό, ακόμα και ΠΑΟΚ… λέω “άντε, ΟΚ”. ΦΞΦΦ δεν πιστεύει στ’ αυτιά του αλλά αμέσως αναλαμβάνει δράση. Δανείζεται σπορ αυτοκίνητο από Φίλο-Γείτονα-Από Πάντα και με πάει στο γνωστό σπίτι που έχω βρεθεί και την προ-προηγούμενη χρονιά. Να πω εδώ ότι αυτό το σπίτι δεν είναι απλά ένα σπίτι. Είναι σαν συγκρότημα σπιτιών σε ένα οικόπεδο, στο οποίο διαμένει ολόκληρο το σόι (του Φίλου-Γείτονα-Από Πάντα), οικογένειες, τις οποίες γνωρίζω -και με γνωρίζουν- πολύ καλά.

Τι ωραία που περνάμε βρε στη γειτονιά .

 

Με το που μπαίνουμε μέσα στο οικόπεδο και ΦΞΦΦ πάει να παρκάρει το (σπορ) αυτοκίνητο με την όπισθεν, ακούμε ένα θόρυβο. Ουπς. Ο θόρυβος προέρχεται από το κύκνειο άσμα ενός μικρού αθώου μαντρότοιχου που στεκόταν εκεί αμέριμνα. Του ‘ρθε λίγο ξαφνικό -τουλάχιστον δεν υπέφερε. Αιωνία του η μνήμη. Να ζούμε να τον θυμόμαστε. Να σημειώσω εδώ ότι με ΦΞΦΦ δεν έχουμε ανταλλάξει ούτε καν φιλί, σκέτο μιλητό. Μάλλον δεν ήταν γραφτό. ΦΞΦΦ πανικοβάλλεται. Αρχίζει και παραμιλά τραβώντας τα (ξανθά) μαλλιά του. Εγώ απ’ την άλλη είμαι σε μια ημι-χαχανιστική κατάσταση, δεν είμαι σε θέση να συμμεριστώ τα προβλήματά του, κάλλιστα θα χάιδευα όμως τα μαλλιά του.

Εκείνη τη στιγμή, χτυπάει κινητό ΦΞΦΦ. Είναι οι άλλοι φίλοι που του ζητάνε να πάει να τους μαζέψει από το κλαμπ όπου τους έχουμε αφήσει να περιμένουν το δεύτερο δρομολόγιο. Είπαμε, το αμάξι ήταν διθέσιο και δεν χωράγαμε όλοι μέσα, οπότε χωριστήκαμε. ΦΞΦΦ διαμαρτύρεται λίγο στο τηλέφωνο αλλά υποχωρεί. (Άσχετο: ούτε μόνοι τους χωράνε εντελώς αλλά, ευτυχώς, μια ευθεία είναι η παραλία, έχω δει και πεντακάβαλο πάνω σε παπί). ΦΞΦΦ μου λέει αγχωμένα και με σημασία: “Κάτσε εσύ εδώ, να φέρω εγώ τους άλλους, να δούμε μετά τι θα κάνουμε”. Εγώ (υπάκουα): “Μάλιστα”. Κάθομαι. ΦΞΦΦ φεύγει. Έχω μείνει μόνη.

Καιτώρατι;

 

Χμμμ… Να κάτσω ήσυχα, ε; Χμμμ… Μόνο που τώρα, εγώ, βαριέμαι να κάθομαι εκεί που με έβαλε. Χμμμ… Βρίσκομαι ακόμα και υπό την επήρεια αλκοόλ και αυτού που θα ονομάσω «Σύνδρομο 14 Αυγούστου», δηλαδή σε διάθεση για έντονη δράση και βλακώδη περιπέτεια. Παίρνω τηλέφωνο Αγόρι με Γυαλάκια το οποίο έχω γνωρίσει πριν μερικές μέρες σε ροκ μπιτς μπαρ εν ονόματι Σκνίπα, όπου βαριέμαι αφόρητα μέχρι που τον βλέπω και τότε αποφασίζω να πάρω τη βραδιά στα χέρια μου. Πώς; του απευθύνω (στο άσχετο) την ευφυέστατη ατάκα «νομίζω ότι σε είδα στο μπάνιο το πρωί» Ναι. Ισχύει ότι τον είχα δει. Αλλά αυτό το ξεστομίζω πάνω στα Βατερά, όπου το μόνο σίγουρο στη ζωή είναι η παραλία και το μπάνιο στη θάλασσα. Είναι σαν να είσαι φυλακή, να βλέπεις βαρυποινίτη στην τραπεζαρία και να λες:

Έρχεσαι συχνά εδώ;

 

Το εκπληκτικό είναι ότι τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, και ευτυχώς κάποιες βραδιές κάποιοι συνεννοούμαστε, οπότε Αγόρι με Γυαλάκια με ρωτάει «Τι πίνεις;» -όχι με το νόημα του «τι ναρκωτικά πίνεις;» αλλά του «τι ποτό πίνεις, να σε κεράσω». Η αντίδρασή του εκτιμήθηκε δεόντως. Πάντως, αυτή τη στιγμή Αγόρι με Γυαλάκια είναι στο χωριό με γαστρεντερίτιδα και δεν μπορεί να με βοηθήσει. Χμμμ…

Ξημερώνει. Ο κήπος κάτω είναι πολύ ωραίος, έχει λουλούδια, έχει και συκιές, λέω να κάνω μια βόλτα. Ούτε που μου περνάει απ’ το μυαλό ότι ξέρω όλους τους ενοίκους των γύρω σπιτιών που έχουν παράθυρα (και πόρτες) στον εν λόγω κήπο. 15 Αυγούστου, λοιπόν, 6 η ώρα το πρωί, εγώ κυκλοφορώ σαν την τρελή κι αλλοπαρμένη στον κήπο, με φόρεμα τελείως ξώπλατο (και ξώ- γενικά) με χρυσές αλυσίδες, μυρίζω τα λουλούδια, τρώω σύκα, γενικά περνάω εξαίρετα, μέχρι που το βαριέμαι κι αυτό -πόση ώρα κάνουν πια να έρθουν;- και λέω να φύγω. Φεύγω. Με το που βγαίνω σχεδόν στο δρόμο, βλέπω σπορ αυτοκίνητο με ΦΞΦΦ, Φίλο-Γείτονα-Από Πάντα και προπέρσινο Θεό-Φίλο. Σπορ αυτοκίνητο φρενάρει απότομα. Από μέσα πετάγεται ΦΞΦΦ.

Ο οποίος βρίσκεται σε ημι-υστερική κατάσταση. ΦΞΦΦ: “Ειρήνη, πού πας;!!!” Εγώ(χαλαρά κι ανέμελα): “Σπίτι μου, μία ώρα περίμενα κι έτρωγα σύκα, αργήσατε!” (Εν τω μεταξύ, να σημειώσω ότι με περιμένει πάλι το μεσημέρι η Μάνα για φαγητό, δεν θα δεχτεί φέτος καμία δικαιολογία). ΦΞΦΦ: “Ειρήνη, σε παρακαλώ κόψε τις βλακείες και μπες μέσα στο αυτοκίνητο!” Εγώ (με τελείως ζαμάν φου ύφος): “Αποκλείεται, πρέπει να ξυπνήσω νωρίς.” ΦΞΦΦ: “Ειρήνη, μην με τρελαίνεις, μπες μέσα!” Εγώ: “Είσαι ήδη τρελός, εγώ πάω σπίτι μου!” ΦΞΦΦ (σπάει): “Ειρήνη, σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό, έχω τα προβλήματά μου, γκρεμίσαμε τη μάντρα… θα ‘χω να ανησυχώ και για σένα;!!!” Αυτό βέβαια είναι τελείως κουλό, δεν είμαστε ούτε στο Μπρονξ ούτε στην Ομόνοια. Οι άλλοι φίλοι μάλλον συνειδητοποιούν την παράνοια και επεμβαίνουν. Φίλος-Γείτονας-Από Πάντα, γελώντας: “Μια το τζιπ, μια η μάντρα, είσαι ζημιάρα γυναίκα!” Θεός-Φίλος: “Βρήκες σύκα; εγώ ψάχνω μια εβδομάδα τώρα και δεν έχω βρει κανένα!” Μιλάμε για *τέτοια* συμπαράσταση στο ΦΞΦΦ ο οποίος εκλιπαρεί, με την υστερία να έχει φτάσει σε ανησυχητικά επίπεδα: “Ειρήνη, δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις μόνη σου, δεν είναι σωστό!” Με πιάνει κι απ’ το μπράτσο, να μπω ντε και καλά στο αυτοκίνητο. Διαμαρτύρομαι και, μάλιστα, προς στιγμήν πανικοβάλλομαι.

Αλλά, την αμέσως επόμενη στιγμή, ως από μηχανής Θεός (από αυτοκινήτου όμως, όχι από μηχανής) εμφανίζεται και φρενάρει Αγόρι Παλιό Απωθημένο. Θα κάνω εδώ μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Το έτος 1989, όπου εγώ είμαι στην τρυφερή ηλικία των 12 μισό, «τα φτιάχνω» με -νομίζω 14χρονο- Ξανθό Αγόρι (τι διάολο, πολλοί ξανθοί έχουν μαζευτεί σήμερα). Εκείνο το καλοκαίρι, περπατάμε χεράκι-χεράκι, χορεύουμε μπλουζ και κερδίζουμε διαγωνισμούς χορού στη θρυλική Disco Dionissos, κοιτάμε τα αστέρια και φιλιόμαστε, για μένα είναι η πρώτη φορά (για το φιλί λέω, διεστραμμένο). Ήταν ειδυλλιακά. Αυτό το Ξανθό Αγόρι, λοιπόν, είχε κι ένα μικρό αδερφό. Ένα εκνευριστικό μούλικο, νομίζω 9 χρονών.

Επίσης Ξανθό.

 

Τα επόμενα χρόνια, Ξανθό Αγόρι σταμάτησε νομίζω να έρχεται στα Βατερά, ευτυχώς δεν με ενδιέφερε πια, μεγαλώσαμε, κάποια στιγμή μάλλον γνώρισε και τη σημερινή γυναίκα του και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Κι ερχόμαστε στο καλοκαίρι 2002. Βρίσκομαι στο In the Music, το μαγαζί που είναι όχι απλά μη-καλοκαιρινό αλλά χτισμένο τελείως με προδιαγραφές πυρηνικού καταφύγιου, ούτε μια ηλιαχτίδα δεν τολμά να μπει μέσα (το έχω αναφέρει στο παρελθόν εδώ) και η βραδιά για άλλη μια φορά δεν υπόσχεται τίποτα. Εκεί που κοιτώ αμέριμνα στο κενό, το μάτι μου πιάνει στο βάθος ένα εντυπωσιακότατο Ξανθό Αγόρι με λευκό πουκάμισο. Οι ματιές μας διασταυρώνονται. Ρομπίασις. Κάνω να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, αλλά Ξανθό Αγόρι χαμογελά. Κάνω το γνωστό που κοιτάς πίσω σου να δεις αν όντως χαμογελά σε σένα, μην ανταποδώσεις χαμόγελο κι αυτός χαμογελάει σε άλλη, και γίνεις παραπάνω ρόμπα. Πίσω μου, κάτι ντόπιοι φαντάροι.

Δύο τινά: ή έχω τηλεμεταφερθεί στο Blue Oyster από τη Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή ή χαμογελάει σε μένα.

 

Ξανθό Αγόρι συνεχίζει να χαμογελάει και με πλησιάζει. Σε απόσταση περίπου δυο μέτρων, επιτέλους, κάνει τη σύνδεση το (φαγωμένο) καλωδιάκι στον εγκέφαλό μου. Αναφωνώ: «Αδερφέ Ξανθού Αγοριού!… Καλέ, πώς μεγάλωσες έτσι!!!» (Ναι, μου είχε διαφύγει ότι δεν θα παρέμενε για πάντα 9 ετών, είμαι πανέξυπνη, στο ‘χω πει). Ας μην τα πολυλογώ παραπάνω, προκύπτει ότι όταν «τα ‘χα» με τον αδερφό του το 1989 εκείνος (σε ένα πολύ προ-εφηβικό επίπεδο) κάπως ζήλευε και κάπως του ‘χα μείνει απωθημένο. Τι; Εσύ νόμιζες ότι το ορίτζιναλ Ξανθό Αγόρι ήταν το Αγόρι Παλιό Απωθημένο; Όχι φίλε μου. Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, σε συνδυασμό με σιωπηλό καημό λόγω φτυσίματος από άλλο αγόρι (τα ‘χω κάνει πουτάνα, το ξέρω) τα «ψιλο-έχω» με Αδερφό Ξανθού Αγοριού. Ο οποίος –άσχετη πληροφορία- τυγχάνει να φιλάει ακριβώς ίδια με τον αδερφό του. Δηλαδή υπέροχα. Κι όμως, φίλε μου, παρόλο που το 2003 εγώ είμαι 26 χρονών και άρα σε απόλυτα λογική και αναμενόμενη ηλικία για περαιτέρω περιπτύξεις, τότε ακόμα ΔΕΝ τις επιτρέπω στον εαυτό μου μαζί με όχι σοβαρούς υποψηφίους για γάμο ή δενξέρωτι. (Δεν ξέρω τι σκατά σκεφτόμουν, σοβαρά).

Το μόνο που ξέρω είναι ότι το Αγόρι Παλιό Απωθημένο ήταν απωθημένο και για τους δυο μας.

 

Πίσω στο 2009. Αγόρι Παλιό Απωθημένο με ρωτάει τι γίνεται εκεί, αν είμαι καλά και αν θέλω να με πάει σπίτι. Σκέψου, μπροστά του βλέπει ένα σπορ αυτοκίνητο σταματημένο στη μέση του δρόμου, τρεις τύπους εκ των οποίων ο ένας μ’ έχει πιάσει να με βάλει με το ζόρι στο αυτοκίνητο κι εμένα που με ξέρει από παλιά. Οπότε, πολύ καλά κάνει και επεμβαίνει. Εγώ, πασιχαρής, απευθύνομαι σε ΦΞΦΦ: “Τώρα λοιπόν δεν θα είμαι μόνη μου, οπότε κανένας λόγος να ανησυχείς. Θα με πάει σπίτι το Αγόρι Παλιό Απωθημένο!” ΦΞΦΦ δεν είναι διόλου ευχαριστημένος με την έκβαση των πραγμάτων, αλλά στο τέλος υποκύπτει. Πάω σπίτι με Ιππότη – Αγόρι Παλιό Απωθημένο. Αφού φτάνουμε σπίτι αποφασίζει να ανέβει πάνω για να σιγουρευτεί -και καλά- ότι είμαι καλά, όπου γίνεται μια σύντομη εξάσκηση του ταλέντου που έχει κοινό με τον αδερφό του, αλλά ως εκεί. Είπαμε, έχω και φαΐ στης Μάνας σε λίγες ώρες. Δεν με παίρνει να το χάσω άλλον ένα δεκαπενταύγουστο.

Θα με σφάξει και θα με θυσιάσει στην κοίμηση της Θεοτόκου.

 

Υ.Γ.

Φέτος το καλοκαίρι (δηλαδή Αύγουστος 2012), μια βραδιά στο μπιτς μπαρ Hola, βλέπω ξανά Φίλο Γείτονα από Πάντα, Θεό–Φίλο και ΦΞΦΦ (ναι, μόνο ως τριάδα εμφανίζονται). Οι οποίοι έχουν κάποιες ενστάσεις σχετικά με το πώς ακριβώς έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Μιλάμε για ενστάσεις σε ένα 5% της ιστορίας, οι οποίες επικεντρώνονται α) στο πώς ακριβώς έσπασε η μάντρα, με το πρώτο παρκάρισμα ή με την όπισθεν όταν ΦΞΦΦ πήγε να παραλάβει τους υπόλοιπους και β) με το γεγονός ότι μεταξύ εμού και ΦΞΦΦ δεν είχε γίνει απολύτως καμιά περίπτυξη -όπως υποστηρίζω εγώ. Οι 3 Παρτουζοφύλακες επιμένουν ότι κάτι είχε γίνει. Ζητάω κι εγώ να μου πουν τι, με αυθεντική περιέργεια διότι, όπως κατάλαβες κι από το παραπάνω κείμενο, όταν φιλιέμαι με κάποιον το θυμάμαι, το φιλί εντυπώνεται στη μνήμη μου. Μου λένε ότι του έγλειφα το στέρνο όταν παρκάραμε. Παιδιά, σοβαρά, δεν ξέρω. Όντως είχα πιει πολύ. Αλλά δεν είναι κάτι που μοιάζει με κάτι που θα έκανα. Χωρίς να φιληθώ με κάποιον, κατευθείαν στέρνο; Κουλό μου φαίνεται. Αλλά, τους πιστεύω. Τους πιστεύω διότι ανέφεραν ότι από αυτή τη βραδιά αλλά κι από εκείνη(!!!) υπάρχει βίντεο. Για το οποίο δεν θέλω να ξέρω. Και υποψιάζομαι ότι δεν θα θέλει να ξέρει ούτε η μαμά μου. Γι’ αυτό, ό,τι πεις αγόρι μου:

Στερνό μου στέρνο που σ’ έγλειψα πρώτα.

 

Now available in video

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Εις το πυρ το εξώτερον

28 Tuesday Aug 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 2 Comments

Tags

Dating, eleven bar restaurant, fire fighter, πυροσβέστης, καρναβάλι

Ο χειμώνας 2008-2009 περνάει με διάφορα χαριτωμένα αλλά ασήμαντα και με σταθερή την εβδομαδιαία σχέση μου με Αγόρι-Καράτε-Οικοδομή. Την Κυριακή της Καθαρής Δευτέρας (όταν η Δευτέρα είναι αργία παίζει το ρόλο Κυριακής για μένα και Αγόρι-Καράτε-Οικοδομή), πάμε με Αδερφή στο αγαπημένο μας Eleven Bar Restaurant που έχει αποκριάτικο πάρτι. Εγώ είμαι ντυμένη αγγελάκι (με το γνωστό λευκό φόρεμα που μου έχω αγοράσει στο παρελθόν με Αθώο Άγγλο, ως νυφικό. Μόνο απόκριες το φοράω). Επίσης, έχω ιγμορίτιδα και παίρνω Xozal (αντιισταμινικά) τα οποία μου φέρνουν τρο-με-ρή υπνηλία. Και, για κάποιο λόγο, έχουμε πάει στο μαγαζί από πολύ νωρίς. Για κάνα-δυο ώρες, μέχρι να γεμίσει, κοιμάμαι όρθια. Μόλις γεμίζει, αρχίζει live πρόγραμμα με εκκωφαντικά κλαρίνα. Μου έχουν ήδη σπάσει τα νεύρα και μου έχει ήδη σπάσει το κομμάτι της στέκας μαλλιών που συγκρατεί το φωτοστέφανο, το οποίο κομμάτι είναι ένα αγγελάκι. Κρατάω το αγγελάκι στο χέρι και λικνίζομαι στον τρελό ρυθμό των κλαρίνων. Νιώθω ότι κάποιος εκεί πάνω με τιμωρεί για τις αμαρτίες μου.

Το αγγελάκι βρίσκεται στην κόλαση.

Ξαφνικά, εμφανίζεται μπροστά μας παρέα με δυο κοπέλες και Αγόρι. Το Αγόρι είναι εντυπωσιακό, ψηλό, ευάερο, ευήλιο, πράσινα μάτια, φαρδιές πλάτες, φουλ πανσιόν τελεβιζιόν. Τον βλέπω κι ανοίγει το μάτι μου. Αυτός δεν με βλέπει –εδώ κάτω που βρίσκομαι στο 1,50 μου- και μιλάει στην Αδερφή. Μου κόβονται τα φτερά. Πίνω μια γουλιά ποτό και αποδέχομαι τη μοίρα μου ως κοντή, οπότε υπομένω στωικά τη νύστα, τα κλαρίνα και το φτύσιμο από ψηλά αγόρια.

Δεν πειράζει, είμαι αγγελάκι και με περιμένει ο Παράδεισος (Αμαρουσίου, όπου διαμένω).

Σε κάποια φάση, Αγόρι λέει ένα αστείο. Είμαι εκεί δίπλα –παρόλο που δεν φαίνομαι- και άθελά μου γελάω και αυθόρμητα κάνω ένα σχόλιο. Εκεί, Αγόρι αντιλαμβάνεται ότι υπάρχω. Αδερφή (αλτρουιστικά) πάει για ποτά. Εκείνη τη στιγμή παύουν τα κλαρίνα κι αρχίζει το κανονικό πρόγραμμα μουσικής. Αγόρι μιλάει σε μένα. Εγώ τον ρωτάω: “Γιατί δεν έχεις ντυθεί;” Αγόρι: “Φοράω στολή κάθε μέρα, σήμερα κάνω τη διαφορά.” Εγώ: “Δηλαδή, τι είσαι;” Αυτός: “Πυροσβέστης”. Πυ-ρο-σβέ-στης. Ενός λεπτού σιγή για εσωτερικό επιφώνημα ενθουσιασμού. Εγώ: “Είσαι ένα κινούμενο κλισέ”. Πυροσβέστης γελάει. Με απόλυτη επίγνωση του γεγονότος. Με πιάνει από τη μέση να χορέψουμε. Με μια ανέμελη κίνηση εγκατάλειψης, για να έχω το χέρι ελεύθερο, πετάω το αγγελάκι προς ένα πάγκο. Πέφτει μέσα σε τασάκι. Καίγεται.

Τα όμορφα αγγελάκια, όμορφα καίγονται.

Υ.Γ.

Με Πυροσβέστη συναντήθηκα 3 ακόμα φορές και εκτός του ότι το παιδί είχε ΑΥΤΗ την εμφάνιση, είχε ΚΑΙ χιούμορ και ήταν ΚΑΙ ταλαντούχο, γεγονότα τα οποία ωθούν το μέσο κορίτσι στην πυρομανία στον εμπρησμό ή τουλάχιστον στο να πατάει μανιωδώς και συγχρόνως όλα τα κουμπιά του ασανσέρ. Κάτι μου είχε αναφέρει τότε τύπου «θέλω να γνωρίζω κόσμο», το οποίο βέβαια μεταφράζεται ως «θέλω να πηδάω όσο πιο πολλές μπορώ, για όσο ακόμα μπορώ». (Τότε ήταν 24). Αστειευόμενος, μάλιστα, είχε οριοθετήσει το «όσο ακόμα μπορώ», με το «ώσπου να κάνω φαλάκρα και κοιλίτσα». Από τότε τον βλέπω (τυχαία) συχνά σε μαγαζιά, καθότι το παιδί είναι και του κεφιού. «Φωτιά, φωτιά, είναι ο έρωτας που ζούμε, φωτιά, φωτιά, έλα απόψε να καούμε», «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ», «Φωτιά στα Σαββατόβραδα» κ.λπ. κ.λπ. Τον ξαναείδα και πρόσφατα, Ιούλιο 2012, όπου με θρίαμβο διαπίστωσα ότι έχει όντως κάνει φαλάκρα. Μην βιαστείς να με κρίνεις. Η χαρά μου δεν ήταν κακεντρεχής, κάθε άλλο. Δεν του στερεί τίποτα από εμφάνιση. Απλά, τώρα περιμένω να κάνει και κοιλίτσα. Υπομονετικά. Κι όταν συμβεί κι αυτό, τότε θα «ξεχάσω» το μάτι της κουζίνας ανοιχτό.

 Εναλλακτικά, θα ανεβάζω γατάκια πάνω σε δέντρα με το ζόρι.

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Ωραία Θέα στο Νησί των Ανέμων

27 Friday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ Leave a comment

Tags

φλώρος, Καλοκαίρι, Μύκονος, Τον Πούλο, sex

Καλοκαίρι 2008, Μύκονος. Τα λόγια είναι περιττά. Παρόλα αυτά, θα τα πω. Επισκέπτομαι τη ΦΞΦ στο νησί των ανέμων, η οποία είναι εκεί ένα Σαββατοκύριακο το μήνα για επαγγελματικούς λόγους. Ε, λέμε, κρίμα κι άδικο είναι να πάει κοτζάμ Μύκονος χαμένη, Μύκονος είναι, τη ζητάει τη βλακεία ο οργανισμός της. Οπότε, παίρνω κι εγώ το high speed και πάω να την κάνω. Τη βλακεία. Το πρώτο βράδυ, μην ξέροντας τίποτα απ’ τα κατατόπια και, δυστυχώς, δεν ξέραμε, δεν ρωτήσαμε κιόλας, βρισκόμαστε σε τρομακτικό μπαρ ΜΟΝΟ με τουρίστες (Ιταλούς και Άγγλους), μιλιούνια από δαύτους, οι οποίοι έχουν πιει τρία βαρέλια μπύρα ο καθένας αλλά συνεχίζουν ακάθεκτοι. ΦΞΦ έχει βρει μικροσκοπικό Ιταλό που μιλάει ελάχιστα αγγλικά αλλά της μιλάει με την άλλη γλώσσα, την οικουμενική, και δείχνουν να συνεννοούνται. Χορεύουμε λίγο και γλιτώνω ως εκ θαύματος από βέβαιο ποδοπάτημα, αρπαγή και βιασμό συγχρόνως. Τουρίστες γενικά τρομερά διαχυτικοί…

…κι όταν λέω «τρομερά», εννοώ «τρομακτικά».

Οπότε, βρίσκω καρεκλίτσα στο προαύλιο πιάνοντας γωνία, εγώ και το ποτό μου, και περιμένω υπομονετικά να τελειώσει η βραδιά. Φαντάσου, κάποια στιγμή, περνάει από εκεί που κάθομαι και με βλέπει ο (Έλληνας) σερβιτόρος και μου λέει: “ωχ, τι κάνεις εσύ μόνη σου εδώ;” Τόσο πολύ ταιριάζω στο σκηνικό. (Άσχετο, αλλά πάνω στο θέμα της ειλικρίνειας του προσωπικού των νυχτερινών μαγαζιών: Κάποια χρονιά, σε συζήτηση για αγαπημένο κλαμπ στο αγαπημένο μέρος που παραθερίζουμε, στα Βατερά, όλοι λένε ότι τα ποτά είναι μπόμπες. Εγώ διαμαρτύρομαι, επιμένω ότι δεν έχω πάθει ποτέ τίποτα και ότι τα ποτά είναι μια χαρά. Μια βραδιά, ενώ έχω πιει τρία ουίσκια και πάω να παραγγείλω το τέταρτο, ο τρισχαριτωμένος μπάρμαν μου λέει: “κοπελιά, δεν πίνεις καλύτερα κάτι κλειστό;…” Η καλοσύνη των μπάρμεν. Κλείνει η παρένθεση). Πίσω στη Μύκονο. Στο τέλος του πρώτου βραδιού, στο γυρισμό, θαμώνας του μπαρ κρατά στο χέρι ψηλά κι ανεμίζει δυο προφυλακτικά, φωνάζοντας και προσκαλώντας την κάθε ενδιαφερόμενη.

Μιλάμε για πχοιότητα.

Το δεύτερο βράδυ λοιπόν, λέω, δεν μπορεί, θα ρωτήσουμε. Και μας λένε. Και πάμε Caprice. Πολιτισμός. Το μόνο που φοβάμαι είναι ότι δεν θα έχω λεφτά να γυρίσω Αθήνα, γιατί το ποτό έχει όσο ένα γεύμα με τρία πιάτα, αλλά χαλάλι, δεν νιώθω καμία ανάγκη να πιάσω γωνία. Τουναντίον. Θέλω να πιάσω μπαρ. Μου μιλά νέος που κάνει κάτι σαν Δημόσιες Σχέσεις στο μαγαζί. Λέμε κάτι μπούρδες, μου κάνει κάτι κομπλιμέντα της πλάκας, λέει ότι είναι 26, μου δείχνει ένα ευγενικό ενδιαφέρον που μάλλον είναι από επάγγελμα. Για κάποιο λόγο (όχι πλήρως διευκρινισμένο), μου αρέσει. Φοράει τι-σερτ με στρας. Αυτό είναι. Μετά χορεύει. Όχι, ΑΥΤΟ είναι. Μετά, κάπου τον χάνω γιατί, ω! τι σύμπτωσις, εμφανίζεται δίπλα μου Μυστήριος Γοητευτικός Τύπος από εδώ. (Έχουμε πει, ο κόσμος είναι πολύ-πολύ μικρός. Καμία σχέση δηλαδή με Μυστήριο Γοητευτικό Τύπο). Έχοντας πλήρη όμως επίγνωση του ακριβούς μεγέθους της γοητείας του, Μυστήριος Γοητευτικός Τύπος δεν μου φαίνεται πια τόσο γοητευτικός. Άσε που μου φέρεται και σαν να μου κρατάει κακία. Ενώ -μεταξύ μας- αν κάποιος έπρεπε να κρατάει κακία είμαι εγώ, κι όχι μόνο κακία αλλά έπρεπε να κρατάω και αντίδοτο για δολοφόνο βόα-κροταλία…

Τέλος πάντων, την επόμενη φορά που σκανάρω το χώρο, Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις χορεύει με ξανθό κοριτσάκι με τα μισά μου χρόνια (πολύ συχνό φαινόμενο). Αποδέχομαι τη μοίρα μου, παραγγέλνω δεύτερο ποτό, πάει το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μιας ακόμα αναπτυσσόμενης χώρας. Πίνω μια γουλιά, εναποθέτω ποτό σε τραπεζάκι. Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις και Μικρή Ξανθιά χορεύουν πλέον πολύ κοντά μου. Μικρή Ξανθιά κάνει σχέδια (στο χορό, δεν είναι και τόσο μικρή ώστε να ζωγραφίζει σχέδια στους τοίχους με μαρκαδόρους). Εκεί λοιπόν, πάνω στα σχέδια, Μικρή Ξανθιά ρίχνει και το -ολόκληρο- ποτό μου. Δεν το προσέχει καν.

Αυτό κάνει κάτι μέσα μου να σπάσει και να επαναστατήσει.

Για πρώτη (και, ως τώρα, ίσως μοναδική φορά στη ζωή μου), διεκδικώ αγόρι από άλλη. Αρχίζω να χορεύω με τακτική επίθεσης. Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις είναι σχετικά αθώο, δεν ξέρει ποιος είναι σύμμαχος και ποιος εχθρός, είναι πρόθυμο να παραδοθεί και στα δύο στρατεύματα. Λέω: “η μικρή σου φιλενάδα, όχι μόνο μου πήρε εσένα αλλά μου έριξε και το ποτό μου -απαράδεκτο!” Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις επεξεργάζεται το τι άκουσε… Μπερδεμένος, λέει: “Σου πήρε εμένα;” Κι αμέσως χαμογελά κι ανεμίζει λευκή σημαία. Θρίαμβος, νίκη (αυτή του “όποιος προλάβει”), Μικρή Ξανθιά υποχωρεί τελείως. Η βραδιά συνεχίζεται ευχάριστα, παρελαύνουμε πανηγυρικά σε διάφορα Μυκονο-μαγαζιά, περνάμε εξαιρετικά…

…Αϊ λαβ Μύκονος.

Την τρίτη βραδιά αργούμε πολύ να βγούμε αλλά περνάμε πάλι από Caprice. ΦΞΦ πάλι βρίσκει κάτι (κάποιον) να ασχοληθεί. Ασχολούμαι κι εγώ με Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις, είμαι σε πολύ χάι διάθεση, σε κάποια φάση μου λέει να πάμε να δω την καλύτερη θέα του νησιού, χαίρομαι εγώ, λέω στην απασχολημένη ΦΞΦ ότι πάω κι έρχομαι, και ξεκινάει ένα ρομαντικό (λέω “ρομαντικό” και αναρωτιέμαι πόσα Ακαθάριστα Εθνικά Προϊόντα πόσων χωρών χαλάλισα στο μπαρ για να το αποκαλώ έτσι) τρεχαλητό στα γραφικά μυκονιάτικα καλντερίμια.

Το πώς ΔΕΝ παθαίνω διάστρεμμα είναι από τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.

Έχω τη θεωρία ότι όταν κρατάς κάποιον που σου αρέσει απ’ το χέρι και χαχανίζεις, ούτε τακούνι ούτε πλακόστρωτο σ’ ενοχλεί (αύριο κλαίνε). Μετά από πολύ τρεχαλητό, φτάνουμε Κάπου. Το Κάπου δείχνει να είναι ένα σπίτι. Εγώ δεν έχω καμία διάθεση για δραστηριότητες εσωτερικού χώρου, ούτε που μου έχει περάσει απ’ το μυαλό, διαμαρτύρομαι. Επιμένει ότι όντως θα μου δείξει τη θέα και μετά θα γυρίσουμε, λέει ότι ακόμα, ουσιαστικά, δουλεύει. ΟΚ, λέω, μπαίνουμε. Ωραίο σπίτι, παραδοσιακό αλλά ανακαινισμένο, δίπατο/ τρίπατο, εντυπωσιακό. Μπαίνουμε σ’ ένα δωμάτιο, ανεβαίνουμε μια σκαλίτσα, ανοίγει μια πόρτα βεράντας και ααα… ιδού η θέα. Χμμμ… καλή είναι, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας. Δεν θα φανώ όμως αγενής, κάνω την εντυπωσιασμένη.

Τι ωραία θέααα!

Κι εκεί που δεν το περιμένω, ξαφνικά, Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις με βουτάει, με σηκώνει, κατεβαίνει τη σκάλα μ’ εμένα στα χέρια (εκεί μένω άναυδη αλλά χειροκροτάω κιόλας σιωπηλά, δεν είναι κι απλό πράγμα αυτό), και με ρίχνει πάνω στο κρεβάτι. Εκεί θυμώνω τρομερά και αρχίζω και ουρλιάζω: “ΠΑΣ ΚΑΛΑ; ΜΕ ΕΦΕΡΕΣ ΕΔΩ ΓΙ’ ΑΥΤΟ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗ ΘΕΑ;!!!” Αυτός: “Καλά, κι εσύ πίστεψες τέτοια ώρα ότι ήθελα να δούμε ΑΠΛΑ ΤΗ ΘΕΑ;!!!”

Η παραπάνω ερώτηση είναι προβληματική για μένα, διότι ισχύει το εξής: ενώ μπορώ μια χαρά να αντιμετωπίσω την ωμή αλήθεια οπότε δεν χρειάζεται να πεις ψέματα, αν πάλι μου πεις ψέματα, κι αυτά θα τα πιστέψω. Ό,τι μου πεις. Για παράδειγμα. Πιθανό Αγόρι: “Πάμε σπίτι σου να κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε;” Εγώ (αν ψήνομαι): “Άντε, και δεν πάμε;” ή Εγώ (αν δεν ψήνομαι): «Άστο να μείνουμε φίλοι». Αυτό είναι σε αντιδιαστολή με το ακόλουθο. Πιθανό Αγόρι: “Πάμε σπίτι μου να δούμε το φτερωτό μου μονόκερο;” Εγώ (αν ψήνομαι): “Γιούπι!!! Πάμε!!!” ή Εγώ (αν δεν ψήνομαι): “Γιούπι!!! Πάμε!!!” Καταλαβαίνεις, δεν είναι να μου πεις ψέματα. Ναι, λοιπόν, φυσικά και το πίστεψα.

Και η πίστη μου ποτέ δεν μ’ έσωσε.

Οπότε, τσακωνόμαστε. Παράλληλα όμως, για κάποιον ημι-αδιευκρίνιστο λόγο, δεν τον φοβάμαι ιδιαίτερα έως και καθόλου. Εγώ: “Μα έχω αφήσει τη ΦΞΦ μόνη της!” Αυτός: “Η ΦΞΦ είναι με το φίλο μου!” Εγώ: “Μα είναι πολύ νωρίς ακόμα!” Αυτός: “Είναι μετά τις 5!!!” (Θα στο εξηγήσω αυτό της ώρας, άλλη φορά) Εγώ: “Δεν έχω και τα δικά μου προφυλακτικά!” Αυτός: “Τι έχουν τα δικά σου δηλαδή;” Εγώ: “Δεν είναι ότι έχουν, είναι ότι ΔΕΝ έχουν!” Αυτός: “;;;τι ΔΕΝ έχουν;;;” Εγώ: “Nonoxylonol 9!” Αυτός: “…;;;…” Εγώ: “Άστο! Αλλά είπες ότι ακόμα δουλεύεις!” Αυτός: “Θα γυρίσω μετά πίσω στο μαγαζί!” Εγώ: “Κι εγώ τι θα κάνω; είναι πολύ νωρίς για να πάω σπίτι!” Αυτός: “Πολύ νωρίς; Μα θα είναι 6! Αλλά θα ‘ρθεις κι εσύ στο μαγαζί, να βρεις τη ΦΞΦ!” Εγώ: “…Μα θα μου έχει χαλάσει το μακιγιάαααζ! Κλαψ –λυγμός- κλαψ”. Μιλάμε για τέτοια συζήτηση και ΤΕΤΟΙΑ επιχειρηματολογία. Το θέμα είναι (ναι, το θέμα είναι άλλο) ότι ο συνδυασμός του ότι τον βρίσκω χαριτωμένο/ έχω πιει/ τον θεωρώ ακίνδυνο, έχει ένα πολύ ενδιαφέρον εφέ πάνω μου. Ενδιάμεσα από κάθε φράση που ουρλιάζω και τον βρίζω, τον πιάνω και τον φιλάω. Είπα, έχω πιει. Ο δόλιος ανταποκρίνεται, αλλά με αυξανόμενη απορία στο βλέμμα.

Στην κλίμακα της παράνοιας, παίρνω 10 με τόνο.

Αφού γυρνάμε πίσω (άπρακτοι), εγώ με όρεξη για συνέχιση της βραδιάς κι αυτός κάπως μπερδεμένος, εγώ και η ΦΞΦ βρίσκουμε παρέα και πάμε και κάπου αλλού (που ήταν χάλια) αλλά εγώ το είχα δηλώσει ότι είναι πολύ νωρίς ακόμα. Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις μας βλέπει που φεύγουμε με τους άσχετους-χάλιες και μας αποχαιρετά ακόμα πιο μπερδεμένο. Την επόμενη βραδιά, Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις με αντιμετωπίζει καχύποπτα και προσεκτικά -δικαίως- και μετά αρνείται να μου δώσει σημασία. Εγώ τα βάφω μαύρα. Κάπου πάμε, κάτι κάνουμε, ΦΞΦ πάλι ασχολείται με κάποιον (έλεος! και εννοώ λίγο έλεος και σε μένα!), εγώ θέλω Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις, δεν με νοιάζει κανείς άλλος πεισματικά, φυσάει ο άνεμος στο καταραμένο νησί όπως πάμε για Guzel, βάζω μαντήλι γύρω απ’ το μαλλί, άνοιξε πέτρα να διαβώ άντρας να μην με βλέπει. Λέμε τώρα.

Παράλληλα, διαδραματίζονται και γεγονότα ημέρας (προ νύχτας, τέλος πάντων). Για να δώσω μια ιδέα, να πω ότι διαμένουμε στο δωμάτιο όπου μένει πάντα η ΦΞΦ μέσω δουλειάς. Κοιμόμαστε σε ένα διπλό κρεβάτι –αλλά την ώρα που κοιμόμαστε, τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Στο επίπεδό μας (πάνω στο κτίσμα εννοώ, όχι το άλλο επίπεδό μας) οδηγεί μια σκαλίτσα. Το δωμάτιο είναι σε μια βεράντα πρώτη πόρτα εμείς και λίγο πιο μετά, στρίβοντας, στη δεύτερη πόρτα είναι ένα gay ζευγάρι, δύο τύποι γύρω στα 40. Ο ένας ξανθός στο ξεπλυμένο του, ο άλλος από κάπου εξωτικά, σκούρος και κάπως βυσσινι-παράξενο. Έχουμε ήδη χαμογελάσει όλοι ευγενικά όταν έχουμε συναντηθεί σε σκαλίτσα/ είσοδο/ έξοδο, όλα πολύ πολιτισμένα. Στην πόρτα μας έχει ένα κομμάτι τζάμι και κάτι για να κλείνει το τζάμι, δεν έχουμε ασχοληθεί ιδιαίτερα, με μόνη πρόσβαση το gay ζευγάρι και ούτε καν δίπλα-δίπλα τα δωμάτια, νιώθουμε μια σχετική ασφάλεια και έχουμε μια ελευθερία κινήσεων. Το βραδάκι, έχω μπει πρώτη για μπάνιο. Αμέσως μετά, μπαίνει ΦΞΦ. Εγώ με πετσέτα στο μαλλί, έχω βάλει πρώτα σουτιέν και πάω για τα υπόλοιπα. Εκείνη τη στιγμή, κάποιος πλησιάζει την πόρτα…

Πρώτα βλέπω τη σκιά. Σκιάζομαι. Κοιτάζω και αντιλαμβάνομαι ότι είναι ο εξωτικός βυσσινι-παράξενος gay τύπος. Από το τζαμάκι, με βλέπει κι αυτός: Πετσέτα στο μαλλί, σουτιέν, τελεία. Επαναλαμβάνω: Τελεία! Λέω, ΟΚ, με είδε πώς είμαι, θα φύγει. Εξωτικός Βυσσινι-παράξενος Gay Τύπος γυρνάει πόμολο και ανοίγει πόρτα(!!!) Αν δεν ήμουν απολύτως σίγουρη για το “gay”, θα με είχαν ακούσει ως τη Σαντορίνη. Με κοιτά. Τον κοιτώ. Λέει στα αγγλικά: “χίλια συγγνώμη, αλλά αναρωτιόταν μήπως είστε μόνες σας και θέλετε παρέα για να βγείτε απόψε…” Τον κοιτώ στα μάτια. Πιάνω βρακί. Δεν ξεκολλάω βλέμμα, τον κοιτώ. Αργά αλλά σταθερά, με τα μάτια μου καρφωμένα όλη την ώρα στα δικά του, βάζω πόδι νούμερο ένα μέσα στο βρακί. Τον κοιτώ. Βάζω και πόδι νούμερο δύο στο βρακί. Τον κοιτώ. Ανεβάζω βρακί στη θέση του. Τον κοιτώ. Λέω: “όχι, μην ανησυχείτε, μια χαρά είμαστε, βρίσκουμε παρέα και μόνες μας”. Εξωτικός Βυσσινι-παράξενος Gay Τύπος φεύγει, αρχίζω να βάφομαι ανακουφισμένη.

Αργότερα, ΦΞΦ βγαίνει απ’ το μπάνιο ανυποψίαστη και δεν πιστεύει στ’ αυτιά της. Το κλου είναι ότι την επόμενη μέρα, Εξωτικός Βυσσινι-παράξενος Gay Τύπος πάει να κάνει ΤΟ ΙΔΙΟ πράγμα, απλά αυτή τη φορά έχω προλάβει κι έχω βάλει βρακί κι έχω κλειδωμένη πόρτα, αλλά ζητάει να την ανοίξω. Ρωτάει αν έχουμε ανοιχτήρι για κρασί κι αν θέλουμε να πιούμε κρασί μαζί τους. Σοβαρά, τι μήνυμα περνάω; Με είδε χτες με ύφος έτοιμο για τρελίτσες; Ευγενικά, λέω πως δυστυχώς έχω μόνο μέχρι τσιμπιδάκι φρυδιών αλλά όχι ανοιχτήρι και ότι θα βγούμε να πιούμε πιο σοβαρά ποτά και όχι κρασί. Αργότερα, ΠΑΛΙ η ΦΞΦ βγαίνει ανυποψίαστη απ’ το μπάνιο, και ΠΑΛΙ δεν πιστεύει στ’ αυτιά της.

Η φερεγγυότητά μου σ’ αυτό το νησί έχει κλυδωνιστεί ανεπανόρθωτα.

Τελευταία μας μέρα, παίρνουμε ταξί και πάμε Super Paradise. Το θεματάκι με το μέρος είναι ότι αν δεν οδηγείς, δεν έχεις πρόσβαση παρά μόνο με πούλμαν συν καΐκι ή με ταξί. Κι άντε και πας. Πώς θα γυρίσεις; Τα πούλμαν και τα καΐκια κάποια στιγμή (νωρίς) σταματάνε. Την ώρα περίπου που αρχίζει ο τζερτζελές. Κι αν περιμένεις να πάρεις τηλέφωνο ταξί από κινητό και να ‘ρθει ως εκεί, παίξε και λόττο γιατί έχει τζακ-ποτ. Βλέπεις, παρά την απόσταση, σαν κούρσα δεν είναι και η πρώτη επιλογή σου αν είσαι ταρίφας.

 Οι πιθανότητες να σου αφήσουν στο πίσω κάθισμα δέκα τεκίλες (με ή χωρίς πίτσες), είναι 10 προς 1.

Βλέπεις, με δικαιολογία την ωραιότατη παραλία, η μουσική βαράει ανελέητα, ορδές ξαναμμένων τουριστών μπουγελώνονται, πίνουν σφηνάκια, χορεύουν πάνω στα μπαρ-πεζούλια-ο ένας πάνω στον άλλον-όπου βρουν, την πέφτουν όλοι σε όλους ανεξαιρέτως και κάποιοι ξένοι (Ιταλοί; Άγγλοι; Απροσδιόριστης Εθνικότητος; δεν έχω ιδέα, πάντως μαυρισμένοι και gay) πού ‘χουν ξεμείνει στο νησί, κρατάνε ένα μικρόφωνο και, με συνοδεία του πιωμένου κι αλλοπαρμένου πλήθους, ουρλιάζουν ρυθμικά:

Mykonooos!

Ίσως ο τρόπος που περιγράφω το μέρος να ακούγεται φρικαλέος για τον περισσότερο κόσμο και, για οποιονδήποτε πολιτισμένο άνθρωπο κάτω των 30 (και πολύ λέω), με ένα άλφα επίπεδο, μάλλον είναι. Εγώ, ως ψυχρός και αντικειμενικός παρατηρητής, ζυγίζω την κατάσταση και τις προοπτικές μας. Λέω:

ΦΞΦ, εδώ είναι παράδεισος.

Αλλά, υπάρχει και το προαναφερθέν πρόβλημα: πώς θα γίνει και δεν θα ξεμείνουμε κι εμείς εκεί για πάντα και, μετά από χρόνια, δεν θα βρεθούμε με μικρόφωνο στο χέρι και απόχρωση Λάκη Γαβαλά, να φωνάζουμε “Mykonooos!” με αξάν; (Κι εντάξει εγώ, έχω και μεσογειακή επιδερμίδα, μαυρίζω. Η ΦΞΦ όμως;) Καταστρώνω σχέδιο δράσης. Λέω: “ΦΞΦ, μετά την παραλία, θα πάμε να πιάσουμε μπαρ. Εκεί, θα πρέπει να βρούμε από 2 έως και 3 αγόρια μαξ (απ’ το «μάξιμουμ»), να κάτσουμε δίπλα τους”. ΦΞΦ χαμογελά και γνέφει θετικά αλλά απορεί: «Γιατί 2 έως και 3;» Δεν είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Ρίχνω φάπα. Προσθέτω:

Για να χωράμε στο αυτοκίνητο, Φυσική Χαζή Ξανθιά Φίλη!

Συνεχίζω σοβαρά: “Πρέπει να είναι Έλληνες. Και, όπως είπα, να φαίνεται ότι έχουν αυτοκίνητο. (Θα έχουν αυτή τη σιγουριά στο βλέμμα, που καταλαβαίνεις ότι δεν ανησυχούν πώς θα γυρίσουν)”. ΦΞΦ κάνει ότι το ‘χει, κατάλαβε, δεν χρειάζεται να πω τίποτα άλλο. Της πιάνω τα χέρια και την κοιτώ στα μάτια: “Πρόσεξέ με καλά. Τα αγόρια, ΔΕΝ πρέπει να είναι και πολύ της προκοπής”. Βλέμμα απογοήτευσης. Εξηγώ: “Δεν μας παίρνει να βρουν τίποτα θεές, τίποτα Ιταλίδες και να μας αφήσουν στα κρύα του γιαλού. Πρέπει να είναι καλά παιδιά αλλά με ελαφρώς περιορισμένες εμφανισιακές δυνατότητες. Μ’ ακούς; Ας ψιλοβλέπονται, στην περίπτωση που είναι απόλυτη ανάγκη να βάλουμε τα μεγάλα μέσα, αλλά να μην έχουν καμία απολύτως πιθανότητα να πάνε σπίτι με τους βραζιλιάνικους κώλους πάνω στο μπαρ. Καμία. Και να το ξέρουν. Να χαρούν που θα πάμε να “παρκάρουμε” δίπλα τους. Θα πρέπει επίσης να κοινωνικοποιηθούμε και να γνωριστούμε”. Σε όλη μου τη ζωή, μα τω Θεώ, κανένα σχέδιό μου δεν έχει πετύχει όσο αυτό. Κανένα όμως. (Λάθος, εκτός από αυτό). Πέτυχε κατά γράμμα. Όχι μόνο γνωριστήκαμε, ήπιαμε σφηνάκια και μας γύρισαν τα παιδιά με προθυμία, αλλά μας είπαν και: “Το βράδυ, τραπέζι στο Guzel”.

Αλλά, η νύχτα είχε τα δικά της σχέδια.

Τελευταίο βράδυ στη Μύκονο, λοιπόν. Εγώ, στο Super Paradise πέρασα σούπερ, μιλάμε να έρχονται τα αγόρια στη σειρά και να ρωτάνε ποιον προτιμάω -μεγάλες στιγμές- σε βαθμό που βέβαια με έπιασε μια τρομαγμένη άρνηση και δεν ασχολήθηκα με κανέναν (παρόλα αυτά, το εκτίμησα). Αλλά δεν είμαι σε τρομερά ανεβασμένη διάθεση γιατί συνεχίζω να θέλω Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις (ο καθένας με το κόλλημά του), και μάλλον το έχω χάσει. Και μεταφορικά και κυριολεκτικά, γιατί όταν πάμε Caprice δεν το βλέπω πουθενά. Με βαριά καρδιά, συνεχίζουμε στο μαγαζί νούμερο 2. Εκεί, η διάθεσή μου πέφτει πιο πολύ γιατί 1) δεν βλέπω τίποτα ενδιαφέρον 2) βρίζω τον εαυτό μου που έχασα Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις και 3) δίπλα μου είναι Ύποπτος Χάλια Τύπος που με κοιτάζει ύποπτα. Δυστυχώς, αρχίζει και μου μιλάει και ύποπτα. Ευτυχώς, απ’ την άλλη πλευρά βρίσκονται δύο αθώα παιδάκια που φαίνονται τελείως παιδάκια και αποπνέουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Στρέφομαι προς το κοντινό μου παιδάκι, ζητώντας βοήθεια. Παιδάκι σκύβει ευγενικά, μου αγγίζει τη μέση και μου λέει ότι είδε ότι ο Ύποπτος Χάλια Τύπος με ενοχλεί και να μην ανησυχώ. Παιδάκι μυρίζει ωραία.

Ανησυχώ (ότι θα πάω φυλακή).

Να κάνω εδώ μια παρένθεση και να πω ότι στη Μύκονο, μεταξύ gay αγοριών, άπλυτων Ιταλών, άλλων τουριστών, ντόπιων νησιωτών, τρελαμένων φοιτητών, δήθεν και μη σκαφάτων και ό,τι να ‘ναι, υπάρχει και μια μικρή και ιδιαίτερη άλλη κατηγορία. Κάτι αγοράκια γέννημα-θρέμμα βορείων προαστίων (πιθανώς υπάρχουν και κοριτσάκια αλλά εγώ μόνο τα αγοράκια έχω προσέξει), τόσο φλωράκια όμως, που σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Απ’ αυτά τα πανέμορφα παιδάκια με τα εξαιρετικά γονίδια (γιατί τουλάχιστον η μαμά είναι πρώην μοντέλο/ καλλονή), που έχουν ζήσει με ξένες γκουβερνάντες, έχουν πάει σε ιδιωτικά ξένα σχολεία κι έχουν περάσει τόσον καιρό ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, που έχουν ένα απροσδιόριστο ακσάν καλής κοινωνίας και ανατροφής. Ευγενέστατα, με καλούς τρόπους, απ’ αυτά που μεγάλωσαν με χόμπι την ιππασία. Τα παιδάκια που είναι δίπλα μου, είναι απ’ αυτά.

Σαν να ξεφυλλίζεις περιοδικό και να πέφτεις πάνω σε διαφήμιση Ralph Lauren.

Το κοντινό που μου μιλάει έχει ξανθό σπαστό μαλλάκι ημίμακρο, πράσινα ματάκια, κόκκινα χειλάκια και φοράει τη χαρακτηριστική στολή πουκάμισο-πουλόβερ δεμένο στους ώμους-λευκό παντελόνι-μοκασίνια. Άντε να ‘ναι 17 μαξ. Κάτι λέμε, ρωτάω και την ώρα, μου δείχνει το πελώριο ρολόι του, πλησιάζει 5, λέω: “…γιατί κάποια στιγμή πρέπει να πάμε και Guzel”. Συμφωνεί: “ναι, στις 5 είναι ώρα-Guzel”. Το άλλο αγοράκι φαίνεται ελαφρότατα μεγαλύτερο (ίσως και 18), καστανό, όμορφο, σοβαρό. Εγώ δεν δίνω γενικά πολύ σημασία (προς τιμήν μου). Σε λίγο, σηκωνόμαστε να φύγουμε. Στο δρόμο προς την έξοδο, βλέπω Αγόρι Δημόσιες Σχέσεις σε τραπέζι με δεκαπέντε άλλα κοριτσάκια. Με βλέπει. Του λέω: “Πού χάθηκες;” Λέει: “Εγώ χάθηκα;” Λέω: “Μάλλον ήσουν απασχολημένος να δείχνεις τη θέα…” (Έπεσα χαμηλά, το ξέρω). Βγαίνω. Έξω απ’ το μαγαζί, ψυχολογικό ράκος, σωριάζομαι σε ένα πεζούλι να κλάψω τη μοίρα μου. Αμέσως βγαίνει ΦΞΦ με τα δυο φλωράκια. Ξανθό Φλωράκι:

Έλα, πήγε 5. Δεν είπαμε ότι θα πάμε Guzel;

Μαζεύω τα κομμάτια μου και σηκώνομαι. Εντάξει λοιπόν, να πάμε Guzel. Με τον αέρα να μας παίρνει και να μας σηκώνει (κυριολεκτικά, κρατιέμαι απ’ όπου βρω), φτάνουμε. Δεν ξέρω πώς και γιατί μας θυμόταν στην πόρτα ο πορτιέρης από προηγούμενο βράδυ (δεν έχουμε κάνει τίποτα εκεί, αλήθεια) αλλά μας χαμογελάει αναγνωριστικά και λέει να μπούμε αλλά τα μικρά θα πληρώσουν. Μπαίνουμε. Οι του Super Paradise έχουν φύγει. (Μάλλον εκείνοι δεν έβλεπαν το μαγαζί σαν άφτερ όπως εμείς). Μέσα, γίνεται της ακολασίας από κόσμο. Η διάθεσή μου επανέρχεται σιγά-σιγά από γλυκύτητα και ευγένεια Ξανθού Φλωρακίου, το οποίο, όταν περνάει πολύς κόσμος, με αγκαλιάζει απαλά αλλά σταθερά (πολύ αθώα, σοβαρά), για να μην με σπρώχνουν. Τι τζέντλεμαν. Μιλάει περί ανέμων και υδάτων και λέει να βγούμε και στην Αθήνα, έχει τραπέζι κάθε Σάββατο (δεν θυμάμαι σε ποιο παραλιακό μαγαζί). Λέω: “Χρειάζεσαι να έρθω ως κηδεμόνας σου;” Λέει: “Εγώ σε καλώ, θα περάσω να σε πάρω κι εσύ έλα ως ό,τι θέλεις, απλά έλα.” (Κάτι τέτοιες ατάκες με ρίχνουν). ΦΞΦ βαριέται, ο άλλος είναι υπερβολικά μικρός για τα γούστα της και δεν είναι και τρομερά ομιλητικός. Αλλά μόλις τελειώνει το ποτό της και ψάχνει να αφήσει κάπου το ποτήρι, Καστανό Φλωράκι της το παίρνει απ’ το χέρι να το αφήσει στο μπαρ, ρωτάει αν θέλει άλλο ποτό. ΦΞΦ εντυπωσιάζεται.

Τι εξυπηρέτηση!

Κάποια στιγμή, ενώ έχει ξημερώσει από ώρα, λέμε να φύγουμε. Βγαίνουμε και οι τέσσερις στο ανελέητο φως του ήλιου. Ξανθό Φλωράκι μου λέει (και το εννοεί): “Ωχ, πώς σκίστηκε έτσι όλο το φόρεμά σου;” Κουτό, αθώο παιδί. Του εξηγώ ότι έτσι είναι το κόψιμο, είναι η κοιλιά απέξω. Ξανθό Φλωράκι το κοιτά με εντυπωσιασμένα απορημένο βλέμμα. Φλωράκια μένουν πολύ κοντά, λένε να πάμε μαζί τους στο ξενοδοχείο για πρωινό. Εκεί πέφτει μια σιωπηλή συνεννόηση μεταξύ εμού και ΦΞΦ. Ας πούμε ότι ξεκινάω εγώ και φαντάσου εναλλαγή προσώπων. “Δεν ξέρω, εσύ τι λες;” “Γιατί όχι;” “Απλά θα φάμε πρωινό, το ξέρεις, έτσι;” “Λες;” “Σίγουρα, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν αυτοί κίνηση, θα περιμένουν από μας, κι εγώ δεν κάνω, ντροπή.” “Ντρέπεσαι εσύ;” “Ναι ρε, ντρέπομαι! Άσε που θα ‘χει λιώσει η φάτσα μου τέτοια ώρα και κοίτα τα, αυτά είναι μπουμπούκια!” “Έχεις δίκιο. Απλά θα φάμε και πρέπει να κάνουμε και δίαιτα. Ας το αφήσουμε…” Περνάμε στο φωναχτό: “Παιδιά, εμείς δεν πεινάμε, πρέπει να πάμε και για ύπνο, σε λίγες ώρες ταξιδεύουμε”. Μετά λύπης μας λένε καληνύχτα κι ανεβαίνουν τα σκαλιά του ξενοδοχείου τους.

Τα καμαρώνουμε από μακριά.

Μένω μόνη με ΦΞΦ και τα μελτέμια να σφυρίζουν. Λέω: “Ωραία, και τι κάνουμε τώρα;” ΦΞΦ: “Τι κάνουμε; πάμε για ύπνο, τι να κάνουμε;” Εγώ: “Χμμμ… εγώ, αν δεν ήταν τα μικρά, δεν θα ‘φευγα ακόμα απ’ το Guzel…” ΦΞΦ: “Δηλαδή λες να πάμε πίσω;!!!” Εγώ (δειλά): “Ναι…;” Και πάμε πίσω. Στην πόρτα, μας βλέπει ο Πορτιέρης. Γελάει. Λέει: «τι έγινε ρε κορίτσια;»

…Γυρίσατε πίσω αφού βάλατε τα μικρά για ύπνο;

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Σέξαλλες Καταστάσεις

23 Monday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 4 Comments

Tags

eleven bar restaurant, πίπες, μέγεθος, sex

Μετά το καλοκαίρι, έρχεται χειμώνας 2007-2008. Είναι η εποχή που εγώ παρέα με την Αδερφή χτίζουμε τούβλο-τούβλο το eleven, το μπαρ-ρέστοραντ όπου μια φορά κι έναν καιρό όλοι ήξεραν τ’ όνομά μου (= κατά το τζινγκλ της γνωστής αμερικανικής σειράς Cheers – «…where everybody knows your name»). Μια βραδιά λοιπόν που στο μαγαζί δεν κινείται τίποτα ενδιαφέρον και μ’ έχει πιάσει το πονόψυχό μου, αποφασίζω να δώσω μια ευκαιρία σε άνθρωπο στον οποίο χρωστάω χάρη διότι με έσωσε κάποτε από βέβαιη ρομπίαση. (Φέξε μου και γλίστρησα αλλά μην αναρωτιέσαι, το μυαλό μου λειτουργεί με πολύπλοκες σεξουαλικο-ηθικές διεργασίες έως και τελείως randomly). Μετά από εκείνο το συμβάν της αποφυγής ρομπίασης, τον έχω απορρίψει πολλαπλώς κι αυτός έχει επιμείνει για πολύ καιρό –είδες; η επιμονή μερικές φορές ανταμείβεται. Ανεξαρτήτως του κλήρου που του έλαχε απόψε, ο τύπος μου είναι συμπαθής και έχει κάτι από Παπαστρούμφ ή μάλλον Άγιο Βασίλη, το οποίο μου βγάζει πολύ γλυκά και ζουπηχτικά συναισθήματα –άσε που πλησιάζουν Χριστούγεννα και άρα είναι και επίκαιρος.

Είναι μια άλλη οπτική του Secret Santa.

Καθόμαστε και πίνουμε και μιλάμε, μην φανταστείς, είναι μια από τις γνωστές συζητήσεις όπου το αλκοόλ φέρνει τους ημι-αγνώστους πιο κοντά. Μεταξύ άλλων, του λέω να κόψει το κάπνισμα. (Είναι από τα πράγματα που λέω σε οποιονδήποτε κάθεται να με ακούσει, γενικά). Με ρωτάει: «Αν κόψω το κάπνισμα, θα μου κάτσεις;» Απαντώ:

 Σκεφτόμουν να μην περιμένω τόσο.

Βλέμμα συνειδητοποίησης, χαμόγελο, πλατύ χαμόγελο, εσπευσμένες διαδικασίες, σπίτι. Αφού γίνονται τα πολύ αρχικά, Παπαστρούμφ-Άγιος Βασίλης με τοποθετεί στη στάση 69. Πάω κι εγώ να κάνω αυτό που αναμένεται να κάνει κανείς σ’ αυτή την περίσταση. Ξεκινάω να το κάνω. Παπαστρούμφ-Άγιος Βασίλης ξεκινάει κι αυτός… να μου γλείφει το μπούτι. Ε; Προς στιγμήν, σηκώνω το κεφάλι απορημένη. Κι όμως, δεν πτοείται. Συνεχίζει. Τι να κάνω; συνεχίζω κι εγώ. Συνεχίζει το ίδιο. Μου γλείφει το μπούτι. Αυτό ακριβώς. Ως το τέλος. Όταν λέω «τέλος» εννοώ φυσικά απ’ τη δική του πλευρά, γιατί αν εγώ είχα φτάσει την αυτοσυγκέντρωση / το διαλογισμό σε τέτοια επίπεδα ή είχα ανακαλύψει την τηλεκίνηση 1) δεν θα ‘μουν εδώ τώρα 2) θα του έριχνα τώρα αυτή τη στιγμή που το διαβάζεις μια παντόφλα στο κεφάλι, τηλεκινητικά). Μου γλείφει το μπούτι, λοιπόν. Με τέτοιο πάθος, που αναρωτιέμαι αν θα αφήσει και πιπιλιά. Αλλά τι παραπονιέμαι; Ένα μικρό μπλε ενθύμιο από τον Παπαστρούμφ. Γιατί, βλέπεις, ο καργιόλης ο Άη Βασίλης που υποτίθεται πως φέρνει δώρα…

…φέτος δεν έφερε ούτε γλειφιτζούρι.

Πάλι στο eleven bar restaurant (ναι, σταθερή αξία), έχω γνωρίσει μυστήριο γοητευτικό τύπο (= όχι στις ηλικίες που κοιτάζω συνήθως, ίσως και άνω των 30), που μιλά με αινίγματα (όχι κυριολεκτικά «τι είναι πράσινο και έχει κάνει χαλάουα*» αλλά μεταφορικά) και χορεύει και εξαιρετικό φλαμένκο. Σε φάσεις έχει και πλάκα με έναν αινιγματικό (πάλι), τρόπο. Και χορεύει. Και είναι γοητευτικός. Ε, πόσα να ζητήσεις πια; Μετά από μερικά συναπτά παρασκευοσάββατα φλαμένκο-ανιγματικότητας, μια βραδιά, πάμε σπίτι. Εκεί, όπως κάνουμε συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, εγώ βγάζω τα ρούχα μου. Μυστήριος Γοητευτικός Τύπος βγάζει και τα δικά του. Και τον κοιτάζω. Και θέλω να ξαναβάλω τα δικά μου. Η έκφραση που χρησιμοποιείται σε αντίστοιχες φάσεις στην Αμερική, είναι «σαν το χέρι ενός μωρού». Μόνο που εδώ μιλάμε ότι είναι σαν το χέρι το δικό μου…

…Με διάμετρο μπράτσου. Μετά από χρόνια γυμναστήριο.

Το κοιτάζω. Τον κοιτάζω στα μάτια. Το ξανακοιτάζω. Τον ξανακοιτάζω στα μάτια. Λέω: «Αυτό. Δεν. Γίνεται». Ακολουθεί πολύ πειθώ, υπομονή κι επιμονή -με την καλή έννοια. Βλέπεις, προφανώς ο άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το δισταγμό/ τρόμο / το-βάζω-στα-πόδια-ξεβράκωτη-κι-αλλοπαρμένη, οπότε κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να δουλέψει το πράγμα. Και, κάπως, όντως δουλεύει. Το «δουλεύει» βέβαια είναι σχετικό, γιατί εγώ χρειάζεται να κάνω παράλληλα ασκήσεις Λαμάζ (=αναπνευστικές τεχνικές για γυναίκες πάνω στη γέννα) και συγχρόνως έχω την τσαλακωμένη φάτσα μορφασμού όπως όταν είσαι στο νοσοκομείο για να σου πάρουν αίμα και η νοσοκόμα ψάχνει φλέβα με τη βελόνα. Τόσο απολαυστικά.

(*Απάντηση αινίγματος: Ο Βάτριχος)

Μην πεις «γιατί δεν έκανες τίποτα άλλο κοπέλα μου;» Όχι, μην το πεις. Δεν γινόταν. Μπορείς εσύ να φας μήλο με μια μπουκιά; Ε, ούτε εγώ. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή το μαρτύριο τελειώνει (συγχρόνως με αυτόν). Κάνω το σταυρό μου. Πάω στο μπάνιο, μου κάνω προς τα κάτω «σώπα-σώπα, πέρασε», βάζω χαμομήλια (μην ρωτήσεις), γυρνάω στο κρεβάτι, ξαπλώνουμε λίγο. Κάνα 20λεπτο μετά, νιώθω κάτι να κινείται κάτω απ’ το πάπλωμα προς νότια. Τον κοιτάζω. Με κοιτάζει. Με νόημα. Λέω «μου κάνεις πλάκα». Όχι, το εννοεί. Τον διώχνω κακήν κακώς. Τον ξαναβλέπω δυο-τρεις φορές στο eleven, είναι πολύ ευχάριστος, πρόθυμος, διαχυτικός, αλλά αίνιγμα, μυστήριο και φλαμένγκο πάνε άπατα, εγώ πλέον τον βλέπω ΑΥΣΤΗΡΑ σαν φίλο. Φίλε, δεν γίνεται. Εκτός κι αν…

…εκτός από προφυλακτικά, έχεις πάνω σου κι επισκληρίδιο.

want a ride on my huge cock?
NO!

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Key-nky

18 Wednesday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 5 Comments

Tags

όργιο, Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, Παρτούζα, orgy, sex

 

Αύγουστος 2007. Παραθερίζουμε στο γνωστό Νησί, δηλαδή στα Βατερά της Μυτιλήνης), όπου πάμε οι ίδιοι άνθρωποι κάθε χρόνο από τότε που θυμάμαι. Όχι μόνο τον εαυτό μου. Από τότε που θυμάμαι γενικά. Το αγαπάμε το μέρος, μας ενώνουν τα ίδια πράγματα (φεγγάρια, θάλασσα, νοσταλγία και, βασικά, ούζα)… αλλά μας τελειώνουν οι άνθρωποι. Αυτό είναι πρόβλημα. Γιατί το βασικό πράγμα που θέλω εγώ στις διακοπές (εκτός από μπάνιο με καλό φωτισμό στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο) είναι το Κ.Ν.Γ. = Κάτι Να Γίνεται. Έστω και να νομίζω απλά ότι γίνεται. Εγώ και τα φανταστικά μου φλερτ περνάμε πολύ ωραία, αλήθεια, είναι το λεγόμενο «φλερτ με προφυλάξεις», δεν κινδυνεύεις να κολλήσεις τίποτα ούτε καν συναισθηματικό. Αλλά έτσι…

 …σου λείπει και λίγο εξάιτμεντ ρε γαμώτι.

 

Οπότε, είμαστε Εκεί. Κι εκεί που περνάνε οι πρώτες μέρες με το απόλυτο τίποτα και αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε ηθικό υψηλό και θερμιδικό σύνολο χαμηλό, εμφανίζεται Φίλος Γείτονας από Πάντα (τον γνωρίσαμε και τον βρίσαμε εδώ), ο οποίος όμως φέτος έχει κάνει την υπέρτατη φιλανθρωπική κίνηση του Εκεί. Έχει Φέρει Φίλους. Δηλαδή καινούριους. Outsiders. Φρέσκο Αίμα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι –δύο, όχι απλά ένας- φίλοι είναι εμφανισιμότατοι. Ο ένας δηλαδή, γιατί ο άλλος είναι Θεός. Εγώ τους βλέπω πρώτη φορά ενώ είμαστε για μπάνιο, συστηνόμαστε, τους βλέπω και το ίδιο βράδυ στο φοβερό παραλιακό Αρένα κλαμπ, κάνουμε λίγο χαβαλέ με φωτογραφίες και χορό αλλά τίποτα το συνταρακτικό.

Απλά ομορφαίνουν το τοπίο.

 

Εγώ, μπάι δε γουέι, αν έχω κάποιο στόχο, έχω τον απλά εμφανισιμότατο, ο άλλος παραείναι υπερθέαμα για τα δεδομένα μου -ας είμαστε και ρεαλιστές. Εκτός της ευρύτερης παρέας και της Αδερφής, (η οποία ήτο και είναι με το φίλο της, άρα ανενεργή), υπάρχει η Φυσική Ξανθιά Φίλη (ΦΞΦ), η οποία μοιράζεται τις ίδιες «καλλιτεχνικές» ανησυχίες μ’ εμένα στο νησί. Ενεργούμε σαν ομάδα και η δράση μας είναι συμπληρωματική, βασιζόμενη στην αμοιβαία κατανόηση, στον ιερό αγώνα για υπέροχες καλοκαιρινές αναμνήσεις και στα τελείως διαφορετικά γούστα. Που, στη συγκεκριμένη περίπτωση…

…κάνουν τους καλούς φίλους.

 

Πρώτη μέρα λοιπόν, τζίφος. Τη δεύτερη μέρα (14 Αυγούστου, μέρα σημαδιακή), είναι τα γενέθλια της ΦΞΦ, τα οποία κάθε χρόνο γιορτάζονται με τυμπανοκρουσίες. Είμαστε βράδυ μεγάλη παρέα (άνευ Φίλου Γείτονα από Πάντα και των Φίλων) για ούζα. Διάθεση παρέας, εξαιρετική. Προς το τέλος, και ενώ έχει ήδη βγει τούρτα και φρουτο-σύνθεση, εμφανίζονται οι τρεις Φίλοι παρέα με παρέα. Ε. Ρε. Γλέντια. Μεγάλη χαρά στο τραπέζι για τις νέες αφίξεις, μεγάλη χαρά και οι νέες αφίξεις, μερικές εκατοντάδες ακόμα «γεια μας»…

…κι έχουμε πιει στην υγειά της ΦΞΦ τόσες φορές, που ήδη ακούγεται οξύμωρο.

 

Σιγά-σιγά, λέμε να πηγαίνουμε και στο Αρένα κλαμπ. Και πάμε. Εκεί, περνάμε μάλλον πάρα πολύ ωραία αλλά λέω «μάλλον» γιατί η ΦΞΦ κερνάει σφηνάκια ανά πέντε λεπτά, και άρα οι αναμνήσεις μου είναι πολύ μα πολύ συγκεχυμένες. Θυμάμαι μόνο ότι χορεύω με τρέλα με όλους τους φίλους και γνωστούς και ότι η ΦΞΦ πίνει πολλά από τα σφηνάκια που δεν πίνω εγώ μόνη της. Βλέπεις, εγώ είμαι πολύ φτηνό ραντεβού, με 3 ποτά κάνω τα γλυκά μάτια και σε φίκο. Και έχω συναίσθηση, οπότε σταματάω. Άρα, στο βάθος του μυαλού μου έχω συναίσθηση ότι η ΦΞΦ έχει πιει πάνω από όσο εγώ θεωρώ ανθρωπίνως δυνατό. Η επόμενη καθαρή ανάμνησή μου είναι η ΦΞΦ να φιλιέται με το φίλο για τον οποίο πήγαινα εγώ -ο οποίος τυχαίνει να είναι επίσης Φυσικός Ξανθός, άρα Αγόρι Φυσικός Ξανθός Φίλος, άρα Αγόρι ΦΞΦ).

Εκεί με πιάνει μια μικρή απογοήτευση και μια αίσθηση εγκατάλειψης, η οποία μάλλον (πάλι “μάλλον”) περνάει γρήγορα. Διότι η αμέσως επόμενη ανάμνησή μου είναι κάπως στην αγκαλιά του Θεού Φίλου. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εκεί, είμαι σχετικά σίγουρη ότι δεν έχει συμβεί τίποτα (το λιπ γκλος ανέπαφο), πάντως είμαι εκεί. Εκείνη τη στιγμή, στο κλαμπ, γίνεται ένας μεγάλος καυγάς με άσχετους. Η ΦΞΦ λέει “πάω να τους χωρίσω”. Ευτυχώς, γνωρίζοντας την κατάστασή της, την κρατά το Αγόρι ΦΞΦ. Σου λέει “πού να την αφήσω τη μαύρη, που έχει πιει όλη τη Μαύρη Θάλασσα, να πλησιάσει τους αγριεμένους ντόπιους, να της βγάλουν κάνα μάτι, να τρέχουμε μετά στο Κέντρο Υγείας, αντί να τρέχουμε να βγάλουμε τα μάτια μας…” Η λογική του στέκει, παρόλο που ο ίδιος ίσως να έχει πιει τόσο που δεν μπορεί να σταθεί.

Αφού αποφεύγουμε αυτό τον κίνδυνο, πάμε για τον επόμενο. ΦΞΦ δηλώνει ότι θέλει να γυρίσει μαζί με Αγόρι ΦΞΦ. Θεός Φίλος μού λέει να έρθω κι εγώ μαζί τους. Ειλικρινά, στο σταυρό που κάνω σ’ όλο το σύμπαν, στην ψυχή του οποιουδήποτε, μα τω Θεώ, ΔΕΝ σκέφτομαι να πάω για Θεό Φίλο. Αφού δεν έχει συμβεί τίποτα, δεν το έχω καν σαν πιθανότητα στο μυαλό μου. (Παρένθεση: Για μένα, ή φιλιέσαι μέσα στο κλαμπ, ή είναι πάρα μα πάρα πολύ δύσκολο -έως σχεδόν αδύνατον- να φιληθείς οπουδήποτε αλλού. Σοβαρά, πιστεύω με πάθος ότι αν δεν συμβεί εκεί, πάει, τη χάσαμε την ευκαιρία, το κορμί πατριώτη, κ.λπ). Απ’ την άλλη -και πάλι το ορκίζομαι ότι λέω αλήθεια- ξέρω ότι η ΦΞΦ είναι θαύμα που ακόμα στέκεται όρθια. Ανησυχώ. Την έχω έγνοια. Πού θα την αφήσω να πάει μόνη σε ξένο σπίτι με ξένους ανθρώπους σ’ αυτή την κατάσταση; Λέω ΟΚ, θα πάω μαζί. ΔΕΝ πάω για το Φίλο.

Πάω για το φιλότιμο.

 

Και στοιβαζόμαστε όλοι μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, άπειρα άτομα, ο Φίλος Γείτονας από Πάντα, η κουλ Αδερφή του, οι δύο έξτρα φίλοι (Αγόρι ΦΞΦ και Θεός Φίλος), η ημιλιπόθυμη ΦΞΦ, μια άσχετη γκόμενα που ήρθε για το μπούγιο(;) -ποιος ξέρει- κι εγώ που έχω ξενερώσει πλήρως και μαγικά μόλις έχω μπει στο αυτοκίνητο, κι έχω το σοβαρό μου βλέμμα άγχους. (Δηλαδή θείτσας και ντεκαυλέ). Τσεκάρω ΦΞΦ ανά διαστήματα. Μισοχαχανίζει στο Αγόρι ΦΞΦ και μισοκοιμάται. Εγώ βρίζω από μέσα μου. Και βρίζω ακόμα περισσότερο που *εγώ* δεν χαχανίζω.

Φτάνουμε στο σπίτι των Παιδιώνε-νε, ΦΞΦ και Αγόρι ΦΞΦ στην τρελή χαρά και ζάλη. Με το που μπαίνουμε, αυτοί δηλώνουν ότι πάνε στο ένα υπνοδωμάτιο. Εγώ λέω να φύγω. Θεός Φίλος μού λέει να κάτσω. Επιμένω να φύγω (με πιάνουν πολύ συχνά οι τάσεις φυγής, δεν είναι τίποτα, απλά την τσάντα μου και να φύγω). Αυτός επιμένει να κάτσω. Κάθεται σε έναν καναπέ. Μου λέει να κάτσω δίπλα. Κάθομαι. Λέμε δυο πράγματα για το τι δουλειά κάνουμε. Μετά σιγή. «Αυτάααα…» Ξαναλέω να φύγω. Ξαναλέει να κάτσω. Ξαναλέμε «Αυτάααα…» Κάπου εκεί, αλήθεια δεν ξέρω τι έγινε -αν έγινε- θυμάμαι μόνο το “πάμε στο δωμάτιο” που λέει Θεός Φίλος. Θυμάμαι επίσης ότι *πάω* στο δωμάτιο. Θυμάμαι κιόλας ότι το εν λόγω δωμάτιο είναι το ίδιο δωμάτιο στο οποίο έχουν πάει πριν λίγο η ΦΞΦ και το Αγόρι ΦΞΦ. Σκέφτομαι:

Μισή ντροπή δική τους, μισή ντροπή δική μας.

 

Κι όμως, φίλε μου. Σιγά μην μοιραστώ εγώ τη ντροπή. Πέφτουμε στο ένα κρεβάτι. Στο διπλανό κρεβάτι, Αγόρι ΦΞΦ πάνω από ΦΞΦ, ΦΞΦ ακόμα χαχανίζει, καθησυχάζομαι. Εκεί είναι ίσως που το μέσο κορίτσι (αλλά εγώ πιθανόν είμαι το τελευταίο, κι αν πάμε κατά ύψος, σίγουρα) μπορεί να έρθει σε αμηχανία, αλλά από εκεί κι έπειτα, εγώ βρίσκομαι σε γνωστά χωράφια. Όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, γιατί το ξέρω το κτήμα και το σπίτι στο οποίο βρισκόμαστε από την παιδική μου ηλικία -άσχετο. Αλλά, ψιλή κουβεντούλα με αγνώστους; καλύτερα να μου ξεκολλάς τα νύχια ένα-ένα. Συζήτηση περί ανέμων και υδάτων; γδάρε με ζωντανή (ΟΚ, δεν το εννοώ, αλλά καταλαβαίνεις). Το προκείμενο, απ’ την άλλη, είναι πολύ πιο εύκολο. Υπάρχει πρωτόκολλο. Έστω, μπούσουλας. Μέσες-άκρες, ξέρεις τι να κάνεις. Και να μην “το ‘χετε” στη συζήτηση, εκείνη τη στιγμή, θέλει δεν θέλει, ο άλλος θα σου δώσει πάσα. Μια ψυχή πού ναι να βγει, θα βγει. Το ίδιο και τα δυο μάτια. Οπότε, παίζω μπάλα. Κι επειδή ο αγώνας είναι φιλικός και δεν υπάρχει ούτε μίσος ούτε πάθος ούτε κανένα άλλο συναίσθημα, κάνω και σχέδια.

Ξέρεις, ανάποδο ψαλίδι, και τέτοια.

 

Αυτό που δεν έχω συνειδητοποιήσει όμως, είναι ότι έχω κερκίδα. Μετά το τελευταίο νικητήριο σουτ, βγαίνω από το δωμάτιο να πάω στο μπάνιο επειγόντως, και το κοινό παραληρεί: “Πού πας με το στρινγκ;!!!” Μαθαίνω λοιπόν -κατόπιν εορτής- ότι ΦΞΦ, όντας ημιλιπόθυμη, δεν λαμβάνει μέρος σε καμία απόπειρα περιπτύξεων. Το Αγόρι ΦΞΦ βρισκόταν από πάνω της αποκλειστικά για εφέ. Έτσι λοιπόν απέκτησα έναν φανατικό οπαδό. Θα σου πω άλλη φορά, απλά να θυμάσαι ότι κάθε χρονιά στα Βατερά είναι σαν να βλέπεις αμερικανική σειρά αλλά τα επεισόδια δεν είναι τελείως αυτοτελή.

Συνεχίζονται…

 

Το θέμα είναι ότι -δυστυχώς- η βραδιά δεν τελειώνει εκεί. (Μάλλον, η βραδιά έχει τελειώσει προ πολλού, είναι τελείως μέρα, αλλά μέχρι να πέσω για ύπνο, το θεωρώ ακόμα “η βραδιά”). Μ’ αυτά και μ’ αυτά, λοιπόν, είναι ώρα να πάω σπίτι. Η ΦΞΦ μένει ακριβώς δίπλα, εγώ 10 λεπτά με τα πόδια. Για κάποιο λόγο, δεν θέλω να με πάνε σπίτι (οι γνωστές τάσεις φυγής), το μόνο που ζητάω είναι ένα απλό τι-σερτ για να μην βγω πρωί-πρωί δεκαπενταύγουστο που ο κόσμος βάζει τα καλά του και πάει εκκλησία, με το ξώπλατο και το ξώβυζο (Μπλουζάκι 2 σε 1 – εγγυημένη επιτυχία, κάθε φορά). Μου δίνουν το απλό τι-σερτ, το φοράω, περπατάω και πάω. Φτάνω στα δωμάτια. Ανεβαίνω πάνω, ανοίγω τσάντα για το κλειδί, πάω να ανοίξω.

Πού είναι το κλειδί; Οέο; Στην τσάντα μου πάντως, δεν είναι. Ω ρε πούστη μου. Ψυχραιμία. Παίρνω τηλέφωνο τους Φίλους, μπας και το άφησα εκεί. Δεν βλέπουν πουθενά κλειδί. Ψάχνω τον άνθρωπο του ξενοδοχείου, που έχει δεύτερο κλειδί. Λείπουν όλοι, έχουν πάει εκκλησία, δεν υπάρχει ψυχή. Ξαφνικά, αναλαμπή. Τα δωμάτια επικοινωνούν κάπως από τις βεράντες, οπότε, αν και της Αδερφής δεν είναι ακριβώς δίπλα, θα καταφέρω να μπω. Αρχίζω και χτυπάω στης Αδερφής. Στην αρχή, απαλά και γλυκά:

Τοκ τοκ τοκ…

 

Αδερφή κοιμάται με ωτοασπίδες, γιατί Γαμπρός ροχαλίζει. Το θυμάμαι και χτυπάω πιο δυνατά. Στέλνω μήνυμα σε Αδερφή μπας και δει το κινητό να αναβοσβήνει. Τίποτα. Θεωρώ Αδερφή χαμένη υπόθεση και, ενώ κοπανάω την πόρτα με ζήλο, απευθύνομαι σε Γαμπρό: “Γαμπρέ, γαμπρέ! σε παρακαλώ πολύ, άνοιξέ μου!” Αυτή η παράκληση, πάει κλιμακωτά, σαν άρια. Στην αρχή με επείγον τόνο, αργότερα με παραπονιάρικο, μετά με απελπισμένο, τέλος με κλαψιάρικο. Εν τω μεταξύ, τους έχω πάρει άπειρα τηλέφωνα. Αναπάντητες κλήσεις παντού. Συνειδητοποιώ, βέβαια, ότι το γεγονός ότι δεν λέω ακριβώς “Γαμπρέ” αλλά χρησιμοποιώ το όνομα Γαμπρού, κλαίγοντας έξω απ’ την πόρτα και παρακαλώντας να μου ανοίξει, παρουσιάζει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέαμα, αρκούντως εξευτελιστικό.

Πάλι, όλη η ντροπή δική μου. Παραιτούμαι.

 

Κατεβαίνω κάτω, στην καφετέρια που βρίσκεται ακριβώς στο ισόγειο των ενοικιαζόμενων, κάθομαι σε πλαστική καρεκλίτσα και περιμένω υπομονετικά. Ε, κάποιος θα ξυπνήσει ή θα γυρίσει ο ξενοδόχος από την εκκλησία. Ελπίζω να μην πάει κατευθείαν για οικογενειακό τραπέζι, ω Θεέ μου λυπήσου με! Σε λίγο, έρχεται ο χαμογελαστός φούρναρης κι αφήνει πάνω στο τραπέζι μου την παραγγελία της ημέρας, άπειρα στρογγυλά ζεστά φραντζολάκια. (Εγώ δεν επιτρέπεται καν να φάω ψωμί). Τραγική ειρωνεία. Στην αρχή, Φούρναρης νομίζει ότι είμαι του προσωπικού, τι άλλο να είμαι μόνη μου πρωί-πρωί εκεί πέρα, μετά προσέχει την εξαθλίωση στο βλέμμα, το μπλε ελεκτρίκ μάτι, το τακούνι, το ότι έχω γείρει στο πλάι της καρέκλας, και γνέφει με συμπαράσταση:

 Κι εγώ το πήγα σερί.

 

Μόνο που εγώ το πήγα φυρί-φυρί”. Παίρνω τηλέφωνο Μάνα και εξηγώ λακωνικά, χωρίς περιττές ακατάλληλες-προς-Μάνα λεπτομέρειες, ότι έχω κλειστεί απέξω και ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να κοιμηθώ κι εγώ, και άρα εμένα να μην με περιμένουν για το παραδοσιακό γιορτινό γεύμα. Βέβαια, το ότι παίρνω τηλέφωνο ότι έχω κλειστεί απέξω στις 9 το πρωί αντί ας πούμε για τις 5, είναι ένα θέμα. Μάνα: “Δεν γύρισες με την Αδερφή σου;” Εγώ: “Όχι, ήμασταν με τη ΦΞΦ.” “Και πού ήσασταν τόσες ώρες;” “Με το Φίλο-Γείτονα από Πάντα και τους φίλους του μωρέ, το ξενυχτίσαμε, έτσι για πλάκα!» Δεν πιστεύεις πόσο βολεύει όταν οι διαπλεκόμενοι είναι χωριανά παιδιά των οποίων οι γονείς είναι οικογενειακοί γνωστοί, πάντα εμπνέουν εμπιστοσύνη.

Πού να ‘ξερε…

 

Μάνα παραμένει -δικαίως- ελαφρώς καχύποπτη. «Τι “το ξενυχτήσατε”; στις 9 το πρωί;» “Ρε μαμά, είμαι εδώ τουλάχιστον μιάμιση ώρα, δεν ήθελα να πάρω να μην σας ξυπνήσω!” Αυτό πιάνει. Έχω το πολυπόθητο συγχωροχάρτι αποχής από το οικογενειακό τραπέζι. Κάτι είναι κι αυτό. Κάποια στιγμή, ίσως καταφέρω κι εγώ να κοιμηθώ. Πλέον, με βαράει ο ήλιος ντάλα, είμαι άυπνη από πάντα, έχω το χάλι μου, άνθρωποι γυρνούν από την εκκλησία φρέσκοι-φρέσκοι και χαμογελαστοί με τα γιορτινά τους, εγώ το απόλυτο ναυάγιο στην κλειστή καφετέρια να τα λέω με τον άρτο τον επιούσιον γύρω-γύρω.

Εμφανίζεται Ξενοδόχος. Με κοιτάει, γελάει, ρωτάει πώς ξέμεινα εκεί, λέω “μεγάλη ιστορία”, μου ανοίγει, το πολυπόθητο κλειδί μου βρίσκεται στην κρεμάστρα μέσα στο δωμάτιο. Βλέπεις, σ’ αυτά τα μαγικά δωμάτια, πριν βγεις έξω, απλά πατάς το πόμολο από μέσα και κλειδώνεις, άρα, βγαίνοντας, δεν έχεις ανάγκη το κλειδί. Κι όταν έχεις αργήσει ήδη ένα τέταρτο γιατί δεν έβγαινε ίσιο το άι-λάινερ, είναι πολύ εύκολο -στη βιασύνη σου- να το ξεχάσεις μέσα. Αλλά το έχεις απόλυτη ανάγκη για να ξαναμπείς. Αυτό, ή έστω έναν Γαμπρό που δεν ροχαλίζει τόσο ή μια Αδερφή που δεν κοιμάται με ωτοασπίδες ή μια φίλη που δεν έχει γενέθλια 14 Αυγούστου ή να μην το ‘χες κάνει τάμα κάθε χρόνο ότι θα γίνεσαι ρεζίλι 14 Αυγούστου…

 …ή τέλος πάντων μια ντροπή που την αφήνεις να πηγαίνει και μ’ άλλους.

 

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Μαύρη Ζώνη στο Κρεβάτι

10 Tuesday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 3 Comments

Tags

ψηλοί, ΤΕΦΑΑ, έρωτας, καράτε, sex

Λίγους μήνες μετά το τέλος της φανταστικής μου σχέσης (διότι ήταν κατά φαντασίαν) με Άχρηστο Παλιοκαργιόλη, το Πάσχα λοιπόν του 2007 έχω μείνει Αθήνα χωρίς οικογένεια (και σχεδόν χωρίς φίλους) και κάνω Ανάσταση μόνη μου. Αμέσως μετά, πάω στο Motel -το κλαμπ- με μία πρώην συνάδελφο από τη δουλειά. Εκεί, γνωρίζω πολύ εμφανίσιμο Αγόρι με το οποίο ανταλλάσσουμε τηλέφωνα –μεταξύ άλλων. Τις επόμενες μέρες βγαίνουμε και ξαναβγαίνουμε. Για κάποιο λόγο με συμπαθεί τρομερά εξαρχής. Λέω “για κάποιο λόγο” γιατί αντικειμενικό λόγο δεν έχω βρει ακόμα. Πώς είναι στο Twilight με τους Λυκανθρώπους που βλέπουν τη γκόμενα και κολλάνε (imprinting) και πάει, τέρμα η αναζήτηση, αυτό είναι; Έτσι ακριβώς. Απλά το αποφάσισε. Χωρίς να το βασίζει κάπου. Αγόρι συνδυάζει το μαγικό: Δάσκαλος Πολεμικών Τεχνών – Οικοδομή. Όπως ανακαλύπτω λίγο αργότερα, ο συνδυασμός αυτός εξασφαλίζει ανεπανάληπτο σώμα. ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ. Τι εξώφυλλα Men’s Health και μαλακίες. Ήταν απ’ αυτούς που έχουν το κόμπλεξ: «με θέλουν μόνο για το σώμα μου».

Μία από αυτές που του το δημιούργησε ήμουν σίγουρα εγώ.

Γιατί, για δυόμιση χρόνια, βλέπω Αγόρι Καράτε-Οικοδομή τουλάχιστον κάθε Κυριακή (και εορτή). Τουλάχιστον. Ανελλιπώς. Είναι ντροπή μου που το άφησα να κρατήσει τόσο πολύ αλλά ήταν μετά τον Άχρηστο Παλιοκαργιόλη, οπότε δείξε λίγο κατανόηση, ήμουν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αξίζει καθόλου η κατανόηση γιατί έπρεπε να ήμουν πιο δυνατή αλλά τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε. Ακόμα κι όταν σταμάτησα να τον βλέπω, δεν ήταν με τη θέλησή μου αλλά το ζήτησε αυτός όταν πια το είχα παρατραβήξει το σκοινί. Κινδύνευα να με κρεμάσει. Και, πίστεψέ με, θα τον αθώωναν. Η κατηγορούμενη θα ήμουν εγώ.

Πάντως, το «κυριακάτικο» είδος της σχέσης που είχαμε, για μένα δεν ήταν απλά συνήθεια. Ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Προτιμούσα να μείνω πεινασμένη παρά να μην τον δω. Δεν είχαμε τίποτα κοινό, δεν συνεννοούμασταν ιδιαίτερα στο μιλητό, δεν μπορούσαμε να πούμε πολλά χωρίς να υπάρξει εκνευρισμός αλλά ΔΕΝ είχε σημασία. Και μην νομίζεις ότι είχε τίποτα να κάνει με το Σώμα, που προανέφερα. Όχι, το Σώμα ήταν μπόνους.

Το πώς το χρησιμοποιούσε ήταν όλη η ιστορία.

 

Κάθε Κυριακή, ήταν σαν να πήγαινα σε πολυτελές σπα για πανάκριβες θεραπείες Λα Πραιρί (La Prairie= κρέμες που κοστίζουν όσο ένα ενοίκιο) από την κορυφή ως τα νύχια. Ξεκινούσα την εβδομάδα μου ανανεωμένη. Δεν ξέρω τι γινόταν ακριβώς γιατί συνήθως ήμουν σε μια παραζάλη, αλλά με το που ακουμπιόμασταν ένιωθα σαν να έμπαινα μέσα σε ένα κουκούλι υπέροχης ευφορίας.

Το σεξ-ελιξίριο.

 

Σοβαρά, πιστεύω ότι εκτός από το γνωστό Δείκτη Νοημοσύνης και το λιγότερο γνωστό Δείκτη Συναισθηματικής Νοημοσύνης, υπάρχει και Δείκτης Σεξουαλικής Νοημοσύνης. Ξέρω, το σεξ έχει να κάνει με το να ταιριάζεις με έναν άνθρωπο. Δεν το συζητώ, εννοείται. Αλλά, αυτό το αγόρι, πιστεύω πως είχε SQ (κατά το IQ), εκτός κλίμακας, και είμαι σίγουρη ότι μπορούσε να ταιριάξει με οποιαδήποτε. Από ό,τι άκουγα από δικές του ιστορίες (ευτυχώς, δεν ασχολιόταν μόνο με μένα), είχα δίκιο. Το παιδί είχε χάρισμα. Ήταν ταλέντο. Καμιά που τον δοκίμαζε δεν ήθελε να γυρίσει πίσω.

Είπαμε, οι γυναίκες είναι τρελές αλλά όχι τόσο.

 

Πάντως, μην νομίζεις ότι του άρεσε όλο αυτό –σχετικά με μένα λέω- ή ότι τόνωνε τον εγωισμό του. Το αντίθετο. Πληγωνόταν που τον έβλεπα μόνο «σαν ένα κομμάτι κρέας». Άσχετα που άπειροι άλλοι εύχονται να βρουν αυτό ακριβώς. Κι όχι ότι δεν τον νοιαζόμουν και δεν τον έπαιρνα τηλέφωνα ή δεν ήμουν τρυφερή και τέτοια, καμία σχέση, αυτά ήταν δεδομένα, απλά δεν μπορούσα να του δώσω το παραπάνω που ήθελε. Βλέπεις, ήθελα να το δώσω αλλού αλλά έπαιρνα κι εγώ τα’ αρχίδια μου και άρα υπήρχε μια ισορροπία στη ματαιότητα της ζωής. Γιατί, ως γνωστόν, η πουτάνα η ζωή είναι πουτάνα. (Η απόδειξη του όλου πράγματος είναι εδώ).

Έξτρα πειστήριο του ότι η επικοινωνίας μας στο κρεβάτι και στο όλο θέμα σεξ ήταν εκτός πραγματικότητας, ήταν το γεγονός ότι του είχα πει κάτι που δεν έχω ξαναπεί ποτέ σε κανέναν και δεν το βλέπω ότι πρόκειται να το ξαναπώ ποτέ στη ζωή μου (ναι ρε σύμπαν, αυτό είναι πρόκληση γαμώτηνπουτάναμου!) Πάνω στο κρεβάτι, του είχα πει: «Κάνε ό,τι θέλεις» κι επίσης «πες μου οτιδήποτε -μα οτιδήποτε- θέλεις και θα το κάνουμε». Τώρα, αυτό για σένα ίσως να φαίνεται πολύ συνηθισμένο και να μην φαντάζει σαν τίποτα το τρομερό, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση ισχύει ένα από τα παρακάτω τινά:

1) Είσαι κορίτσι και δεν έχεις δει και πολλές τσόντες στη ζωή σου κι άντε να έχεις δει και καμία με κορίτσι συν κορίτσι ή κάποια άλλη που η σκηνή τελειώνει πάνω στη φάτσα της γκόμενας και κάτι έγινε, χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι (αυτά λέγονται “vanilla”), άρα δεν έχεις και τρομερή φαντασία πάνω στο αντικείμενο. 2) Είσαι κορίτσι αλλά έχεις έντονες μαζοχιστικές τάσεις / είσαι ουρολάγνα και κοπρολάγνα / όταν βαριέσαι επισκέπτεσαι το κοντινό σου στρατόπεδο/ έχεις δοκιμάσει και το σκύλο σου το Φλοξ. Εδώ πάω πάσο αλλά προσωπικά δεν θέλω ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με βρωμιά και πόνο ΠΟΤΕ και ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ πάνω στο σεξ. (Ούτε καν με το αγαπημένο μου κατοικίδιο). 3) Είσαι αγόρι και έχεις γκόμενα που ανήκει στη μία από τις δύο παραπάνω κατηγορίες. 4) Είσαι το Αγόρι Καράτε-Οικοδομή. Αυτές είναι οι πιθανές εναλλακτικές. Απ’ την άλλη, το να ξεστομίσω ΕΓΩ τέτοιο πράγμα, είναι η ένδειξη απόλυτης και τυφλής εμπιστοσύνης γιατί συνήθως, στις δικές μου συναναστροφές, πάει ο χριστιανός να κουνηθεί γιατί πιάστηκε ο γοφός του κι εγώ αμέσως φωνάζω πανικόβλητη:

Επ! τι πας να κάνεις εκεί;!!!

Τη συγκεκριμένη φορά που το λέω, Αγόρι Καράτε-Οικοδομή με κοιτάει πρώτα πολύ έντονα και προσεκτικά και μετά χαμογελά μελαγχολικά. Μου λέει 1) Πρόσεξε πολύ καλά σε ποιον άλλον θα το ξαναπείς αυτό (είπαμε, Σεξουαλική Νοημοσύνη επίπεδο Νόμπελ) και 2) Το ότι το λες σ’ εμένα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Θέλουμε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Θέλω ό,τι θέλεις και θέλεις ό,τι θέλω. Οπότε μου ζητάς να κάνω ό,τι σ’ αρέσει. Και δεν χρειάζεται να το ζητήσεις. Είχε 100% δίκιο.

 Ακόμα το λέω και κλαίω.

 

Εκείνη την εποχή, μια μέρα συζητάμε στο άσχετο με φίλη η οποία έχει γνωρίσει πρόσφατα έναν σούπερ-γουάου τύπο και κάτι λέει για το πόσο επικοινωνούν και τι τρομερές συζητήσεις κάνουν και υπάρχει ένταση και ηλεκτρισμός και πόσο σημαντικό είναι γενικά να υπάρχει εγκεφαλικό σεξ. Ακούω κι εγώ και γνέφω συμφωνώντας. Λέω: “μα βέβαια, αυτό είναι που με έχει κάνει κι εμένα να κολλήσω με το Αγόρι Καράτε-Οικοδομή. Το εγκεφαλικό σεξ…»

…Κάθε φορά που κάνουμε σεξ, νιώθω ότι έπαθα εγκεφαλικό.

 

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Άχρηστος Παλιοκαργιόλης, μέρος Β’

06 Friday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ Leave a comment

Tags

Άχρηστος, Αγάπη, Παλιοκαργιόλης, Τον Πούλο, έρωτας, Love, sex

 

Με Άχρηστο Παλιοκαργιόλη, όπως έλεγα, τα προβλήματα ήταν πολλά, μεγάλα και δισεπίλυτα. Αλλά, όχι ότι δεν περάσαμε και καλά. Ήταν πολύ ευχάριστος, ενθουσιώδης με μεταδοτικό τρόπο, ειδικά όταν ήμασταν με παρέα, είχε ανάγκη να βλέπει τον κόσμο να διασκεδάζει και να περνάει καλά κι έκανε ό,τι μπορούσε για να το πετύχει. Έπινε πολύ, κέρναγε πολύ, χόρευε, τραγουδούσε, κι όποτε ήμασταν σε μαγαζί και ο DJ έβαζε το κλασικό άσμα «Αυτός που περιμένω», έκανε το σοκαρισμένο που το τραγουδούσα και έδειχνε τον εαυτό του. γιατί υποτίθεται ότι Αυτός ήταν. Μου έδειχνε πάντα ότι μου είχε μεγάλη αδυναμία και μου φερόταν σαν να πίστευε ήμουν η γυναίκα της ζωής του (ήθελε και τα παιδιά μου) και πως η γνωριμία μας ήταν μοιραία κι ότι ήταν γραφτό.

Παρά το γεγονός ότι το σεξ ήταν γραφτό στ’ αρχίδια του.

 

Το στιλ του ήταν χαριτωμένο αλλά και λίγο γελοίο, επιτηδευμένα ανέμελο γιατί τον ένοιαζε το φαίνεσθαι, αλλά, για μένα που τον ήξερα, και καημένο. Άπειρα πανάκριβα ιταλικά πουκάμισα που άφηνε ξεκούμπωτα μέχρι το στομάχι, άλλα τόσα ιταλικά (πάντα) μοκασίνια σε δέρμα ή καστόρι -είχε και παντελόνες, μα τω Θεώ. Ξόδευε λεφτά για οποιαδήποτε μαλακία απ’ αυτές που θεωρούσε «καλή ζωή» χωρίς να το σκεφτεί ενώ συγχρόνως, οδηγούσε ένα κακόμοιρο χτυπημένο σεϊτσέντο και χρωστούσε παντού. Τελικά έχασε και το εστιατόριο που είχε όταν τον πρωτογνώρισα, πράγμα που αποφάσισε να μου κρύψει γιατί ντράπηκε να μου το πει. Λάτρευε τον παλιό ελληνικό (και ιταλικό) κινηματογράφο, και η περσόνα που είχε δημιουργήσει είχε έναν τέτοιο αέρα. Συχνά έκανε το Ναυαρχούκο από τη Δεσποινίς Διευθυντής ή τον Κωνσταντάρα (από κάθε του ρόλο). Κι ο ίδιος φερόταν σαν μεσήλικας που έκανε τον τέντι-μπόι. Θα μου πεις, κι εγώ πάω στην παραλία με λουκ Αλίκη Βουγιουκλάκη και πέρυσι παραλίγο να πάρω και τυρμπάν, τύπου εφέ προσομοίωσης στη Ρίκα Διαλυνά. Οπότε ποια είμαι εγώ να τον κρίνω;

Αλλά, μια που είπα πριν για Ιταλία, όταν με είχε πάει τριήμερο στη Ρώμη (ούτε στους δυο μήνες «σχέσης»), το πρώτο βράδυ περπατούσαμε για ώρες μες στη βροχή, κάτω απ’ την ομπρέλα, αλαμπρατσέτα στα πλακόστρωτα, ψάχνοντας απελπισμένα ένα μπαρ ή κλαμπ να μπούμε να πιούμε ένα ποτό. Περπατούσαμε, εγώ φορώντας ασημί φορεματάκι και κάτι σατέν γόβες Φεραγκάμο (=γνωστός σχεδιαστής), οι οποίες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Βροχή, πλακόστρωτα, ώρες στο δρόμο, κάναμε πλάκα βρίζοντας τους Ιταλούς που δεν είχαν ένα μπαρ της προκοπής σ’ ολόκληρη τη Ρώμη, γκρινιάζαμε για το πού θα πιούμε ένα ποτό σαν άνθρωποι κι εγώ στηριζόμουν πάνω του και γελούσα. Βροχή, πλακόστρωτα, γόβες Φεραγκάμο, περπάτημα, κρύο, κι εγώ δεν έκανα τίποτα άλλο. Γελούσα. Ήμουν στη Ρώμη κι ερωτευμένη.

Ένας ακόμα λόγος που έμεινα μαζί του ήταν η αίσθηση ότι κάτι παραπάνω έχει και δεν το έχω καταλάβει. Βλέπεις, η πρώην γυναίκα του ήταν συντάκτρια στο περιοδικό Elle και εκτιμούσα τον τρόπο που έγραφε και άρα και την ίδια, και γνώριζα (από έγκυρες πηγές) ότι εκείνη ακόμα τον ήθελε. Οπότε, όταν πραγματικά είχα αμφιβολίες, έλεγα:

Μα δεν μπορεί, αυτή κάτι του βρήκε!

 

Το άλλο παράλογο είναι ότι παρόλο που στο Θεό μου (και «στο Θεό ΤΟΥ») δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, ενώ δεν υπήρχε σεξ, αυτός υποστήριζε πως με ήθελε. Και το έβλεπα ότι με έβρισκε όμορφη. Και κάθε βράδυ που γυρνούσε σπίτι απ’ τη δουλειά, μου χαμογελούσε και φωτιζόταν, και το ‘βλεπα ότι ήταν χαρούμενος που με έβλεπε. Με έλεγε «Το Πίου του» (όχι το μαύρο πιστόλι, αρνιόταν να μου πει γιατί με είχε «βαφτίσει» έτσι, εκτός από μια φορά που δήλωσε ότι βγαίνει από το «Αγαπίου»). Και, μια φορά που είχαμε πάει σε έναν άσχετο γάμο, μου λέει «γιατί δεν κάνουμε κι εμείς ένα τέτοιο γλέντι του χρόνου;» Όλα αυτά από έναν άντρα που δεν ήθελε να με ακουμπήσει. Αλήθεια δεν ήθελε σχεδόν ποτέ, εκτός από Κυριακή πρωί που δεν δούλευε και ήταν χαλαρός και απλά ρόλαρε στην άλλη πλευρά του στρώματος κι αν του έδινες μηλόπιτα (βλέπε Αμέρικαν Πάι) ή άλλη τρύπα, πιθανώς θα την προτιμούσε. Και δεν ήταν ότι είχαμε καμιά άλλη βαθύτερη εγκεφαλική επικοινωνία. Καλαμπούρι, διασκεδαση, φαγητά, ποτά, συμπάθεια, αλλά κατά τα άλλα Μηδέν. Κάποια στιγμή είχε κάνει το λάθος και με είχε ρωτήσει «τι θέλεις;» Και του είχα πει. Και μου λέει κάπως φοβισμένος: «εγώ δεν μπορώ να στα δώσω όλα αυτά». Μην νομίσεις ότι είπα για παπούτσια, τσάντες, δαχτυλίδια και ταξίδια στο εξωτερικό. Κάτι παπαριές για μεσαιωνικά δάση, δράκους και μάχες με το Κακό είχα απαντήσει. Μιλούσα συμβολικά. Αλλά όταν είπε ότι δεν μπορεί, έπρεπε να τον είχα ακούσει. Συμπέρασμα:

ΜΗΝ μιλάς με γρίφους, γερόντισσα.

 

Προς το τέλος, με είχε πικράνει πολύ. Παρόλο που παρέμεινα ερωτευμένη μαζί του μέχρι να φύγω. Για μήνες δήλωνε ότι θα διόρθωνε λάθη που είχε κάνει και θα έκανε πράγματα που είχε υποσχεθεί. Δεν έκανε τίποτα αλλά μου έλεγε να έχω πίστη σ’ αυτόν κι ότι «όλα θα γίνουν». Κι εγώ, για μήνες τον πίστευα, παρόλο που όλα παρέμεναν θλιβερά και χαλασμένα. Τον αγαπούσα. Το καλοκαίρι του 2006 είχα θέσει κάτι τελεσίγραφα (ληξιπρόθεσμα), αλλιώς είχα δηλώσει ότι θα τελειώναμε εκεί και ότι θα πήγαινα μόνη μου Μυτιλήνη. Έφτασε η εβδομάδα που θα φεύγαμε διακοπές και δεν είχε συμβεί τίποτα απ’ αυτά που είχαμε συμφωνήσει, δεν είχε διορθωθεί τίποτα. Θα σημειώσω εδώ ότι το ζήτημα σεξ έχει τη δυνατότητα να καθορίσει μία σχέση, ειδικότερα όταν δεν υπάρχει. Είναι θέμα ύπουλο και τρώει τη σχέση από μέσα, σαν το σαράκι, μέχρι που σχεδόν δεν υπάρχει πια τίποτα. Γιατί, σιγά-σιγά χάνεται και το άγγιγμα, η τρυφερότητα, η εγγύτητα. Διστάζεις ακόμα και να τον ακουμπήσεις. Φοβάσαι να το συζητήσεις. Κι αφού έχεις φάει μια και δυο απορρίψεις…

…καλύτερα να σε γδάρουν ζωντανή παρά να το ζητήσεις.

 

Εκείνες τις μέρες που ήξερα ότι έπρεπε να τον αφήσω, για πρώτη φορά μού παρουσιάστηκαν έντονα ψυχοσωματικά προβλήματα. Περπατούσα και, ξαφνικά, σχεδόν έπεφτα κάτω, χωρίς να προλάβω καν να ζαλιστώ, απλά έχανα τον κόσμο. Εκείνος δεν ήθελε να χωρίσουμε αλλά δεν είχε να προσφέρει καμιά εξήγηση για τίποτα ούτε καμιά δικαιολογία. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, δεν είχα επιλογή, είπα ότι τελειώσαμε. Την τελευταία μέρα πριν τις διακοπές, πήγα στη δουλειά με τις βαλίτσες ώστε να φύγω κατευθείαν. Μέχρι το μεσημέρι, λιποθύμησα 2-3 φορές (στιγμιαία, αλλά και πάλι). Κάπου εκεί έκανα το λάθος και του έστειλα μήνυμα. Δεν θυμάμαι τι έλεγε αλλά δυστυχώς ήταν καλό. Το έγραψα εν μέσω λυγμών αλλά το πέτυχα. Σαν δομή, έλεγε κάτι τύπου: «Αν πιστεύεις ότι είμαι αυτό κι αυτό κι αυτό για σένα, αν εσύ θέλεις να είσαι αυτό κι αυτό κι αυτό… τότε έλα να με βρεις στο πλοίο». Δεν απάντησε μέχρι που είχα μπει μέσα στο καράβι και το είδα τελευταία στιγμή:

Μην αφήσεις τον καπετάνιο να φύγει. Έρχομαι!

 

Θυμάμαι, είμαι στην ουρά για την καμπίνα, φτάνω μπροστά-μπροστά, και πίσω μου περιμένει κόσμος. Εγώ και Άχρηστος Παλιοκαργιόλης έχουμε κλείσει δίκλινη. Με ρωτάνε στη ρεσεψιόν για τα άτομα που θα είναι στην καμπίνα, λέω «δεν ξέρω ακόμα αν θα υπάρχει άλλος ή αν θα είμαι μόνη μου». Από πίσω μου στην ουρά, η γκρίνια και οι συζητήσεις κοπάζουν. Το ενδιαφέρον εντείνεται. Οι της ρεσεψιόν ρωτάνε «τι ακριβώς εννοείτε κυρία μου;» δεν ξέρω τι να τους πω, λέω: «δεν ξέρω σίγουρα αν θα έρθει». Με ρωτάνε πώς γίνεται να μην ξέρω. Τους διαβεβαιώνω ότι δεν ξέρω. Η ανάκριση συνεχίζεται για λίγο και δεν βγαίνει νόημα, δεν μπορούν να με πιστέψουν, δεν έχω ιδέα γιατί, είμαι βρίσκομαι ήδη στα πρόθυρα κατάρρευσης και είμαι σε απόγνωση. Και σαν σε αργή κίνηση, γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω το ζεν πρεμιέ: Άχρηστος Παλιοκαργιόλης με γυαλί ηλίου και το πουκάμισο να ανεμίζει, προσπερνάει την ουρά, έρχεται μπροστά και απευθύνεται προς όλους: «Παιδιά, δεν έγινε κάτι, εγώ είμαι, ήρθα». Προς εμένα:

Πίου μου, ήρθα.

 

Ωσανά. Αγαλλίαση. Εγώ κοιτάζω κάτω και προσπαθώ να μην φανεί το χαμόγελο ανακούφισης και το βλέμμα της απόλυτης ευτυχίας αλλά σίγουρα δεν τα καταφέρνω. Ακτινοβολώ. Η (τρελή) σύμπτωση είναι ότι τυχαίνει να είναι γνωστός με τον υπεύθυνο της ρεσεψιόν (Άχρηστος Παλιοκαργιόλης ήταν απ’ τον Πειραιά με μπαμπά Καπετάνιο, ίσως αυτό να το εξηγεί). Υπεύθυνος της ρεσεψιόν, τον βλέπει και του λέει:

Καλά ρε μαλάκα, εδώ χαρήκαμε ότι πέσαμε σε λεσβιακά, εσένα περιμέναμε τελικά;

 

Και περάσαμε ένα υπέροχο, υπέροχο, ειδυλλιακό καλοκαίρι πριν το τέλος Σεπτεμβρίου όπου ήρθε και το οριστικό τέλος. Γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου κατεβαίνω Μυτιλήνη για την κηδεία της γιαγιάς μου. Γυρνώντας, κάποια γεγονότα με κάνουν να συνειδητοποιήσω ότι ο προηγούμενος μήνας ήταν απλά ένας μήνας του μέλιτος και ότι αν μείνω με Άχρηστο Παλιοκαργιόλη θα ζω για πάντα χωρίς σεξ. Για μια εβδομάδα, δεν μπορούσα καν να του μιλήσω. Η συνειδητοποίηση ήρθε πάνω μου σαν φορτηγό τούβλα. Ό,τι κι αν έλεγε δεν τον άκουγα, δεν έδινα σημασία, δεν πίστευα τίποτα. Προσπαθούσα να το διαχειριστώ αλλά δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω και δεν γινόταν με τίποτα να το προσπεράσω. Μέρες σιωπής μετά, εκείνος άρχισε να φωνάζει ότι αν δεν πρόκειται να του μιλήσω, τότε να χωρίσουμε.

Και έγνεψα «ναι».

 

Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι εγώ τον άφηνα για το σεξ, μια και τα προβλήματα ήταν πολλά και ήξερε ότι είχε χεσμένη τη φωλιά του πολλαπλώς, αλλά σοβαρά, όλα τα άλλα, και τη βλακεία, και τα ψέματα, και την ασυνέπεια, όλα του τα δικαιολογούσα. Όμως, μια ολόκληρη ζωή με άνθρωπο δίπλα μου αλλά χωρίς σεξ, δεν μπορούσα να τη δικαιολογήσω. Σε μένα. Την τελευταία βραδιά που πέρασα στο Θησείο, ενώ είχα μαζέψει τα πράγματά μου και ξέραμε κι οι δύο ότι θα έφευγα το πρωί, έρχεται να ξαπλώσει δίπλα μου. Με κοιτάζει ημι-παρακλητικά, ημι-προκλητικά. Λέει: «…έλα… για το αντίο, για μια τελευταία φορά και πίστεψέ με, θα είναι ωραία». Δεν το πίστευα. Αυτό που άκουγα. Έφευγα εξαιτίας αυτού ακριβώς του θέματος και μου το ζητούσε για τελευταία φορά. Μετά από τόσες φορές που εξαιτίας του ήμουν πληγωμένη, επιτέλους, ήμουν πολύ, μα πολύ θυμωμένη. Τον κοιτάζω βαθιά, σοβαρά και διαπεραστικά. Λέω:

 Δεν πρόκειται να με ακουμπήσεις ποτέ, ποτέ ξανά.

 

Και γυρνάω σπίτι. Όχι στους Γονείς μου αλλά ακριβώς δίπλα τους, στην γκαρσονιέρα που μέχρι να μπει στο νοσοκομείο, είχαμε τη γιαγιά. Με το που μπαίνω την κάνω ροζ και μοβ, ψωνίζω κουρτίνες και σεντόνια και δουλεύω για να ξεχνιέμαι. Για δύο εβδομάδες, αποκοιμιέμαι κάθε βράδυ κλαίγοντας Δύο εβδομάδες. Τόσο κράτησε. Δεν ξέρω πώς αλλά μετά μου τέλειωσε. Τίποτα, ούτε πόνος, ούτε νοσταλγία ούτε πικρή γεύση. Αναμνήσεις πιο ξεθωριασμένες κι από χιλιοπαιγμένη μπομπίνα ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου. Ευτυχώς, πιο πολύ κωμωδία παρά δράμα.

 Εδώ που τα λέμε, είναι δύσκολο να κρατήσεις κακία στον Κωνσταντάρα που χλιμιντρίζει.

 

Κοινώς, μην επαναλαμβάνεις λάθη που έχεις ήδη κάνει. Υπάρχουν τόσα καινούρια που σε περιμένουν…

 

Δεν θέλω να αφήσω ούτε εσένα με πικρή γεύση, οπότε για το τέλος σου έχω αυτό. Στο μήνα πάνω της γνωριμίας μας με Άχρηστο Παλιοκαργιόλη, Άχρηστος Παλιοκαργιόλης ακόμα φαντάζει αξιαγάπητος και λαμπρή προοπτική. Είμαστε σε ένα από τα πρώτα ραντεβού, σε μπαρ. Τω καιρώ εκείνω, πριν μείνουμε μαζί, όπως είπα παραπάνω, βλεπόμαστε μετά τις 11, αμέσως μετά τη δουλειά (μιλάμε για ωράρια εργασίας εξαιτίας των οποίων έπαθα συγχρόνως ωτίτιδα-φαρυγγίτιδα-πυώδη αμυγδαλίτιδα και δυο εβδομάδες μετά, ανεμοβλογιά. Τι να κάνω; Έπρεπε να διαλέξω: Συμβίωση ή Θάνατος). Μετά τις 11, λοιπόν, κατευθείαν μετά τη δουλειά, έχω ψωμολυσσάξει. Ενώ πίνουμε ουίσκι, τρώω φιστίκια. Άχρηστος Παλιοκαργιόλης: “Μην τα τρως αυτά.” Εγώ, μασουλώντας: “Γιατί;” Άχρηστος Παλιοκαργιόλης: “Ξέρεις πόσοι έχουν πιάσει τα παπάρια τους και μετά έχουν βάλει τα χέρια τους μέσα σ’ αυτό το μπολ με τα φιστίκια;” Εγώ (χωρίς νοητικό φιλτράρισμα):

 Ξέρεις πόσα παπάρια έχω γλείψει εγώ;

 

 

Σημείωση: Σκεπτόμενη αναδρομικά (μπας και γλίτωνα 3 χρόνια από τη ζωή μου), θα έπρεπε να φάω δυο-τρία φιστίκια, να κάνω το γευσιγνώστη, να μασήσω αργά και στοχαστικά με αυτοσυγκέντρωση, και να πω:

 Μμμ… να δεις που πέρασε κι ο Τάδε από δω…

 

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Άχρηστος Παλιοκαργιόλης, μέρος Α’

05 Thursday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 8 Comments

Tags

Άχρηστος, Αγάπη, Παλιοκαργιόλης, Τον Πούλο, έρωτας, Love

 

Τη μέρα που γυρνάω από το Νησί όντως χωρίζω με Geek Αγόρι (είναι να μην το πάρω απόφαση). Φαίνεται όμως ότι η μοίρα μ’ έχει βάλει στο μάτι. Ας πάμε κατευθείαν στην Παραμονή Πρωτοχρονιάς 2003. Εκείνη τη μέρα, εγώ ντυμένη στο φουλ ασημί (σκιές στο μάτι, φόρεμα, καλσόν, μπότες, βλέπε Μις Πίγκυ-Μπαρμπαρέλλα), βγαίνω με φίλη απ’ τη δουλειά με την προοπτική να συναντήσω και Τύπο που με τον οποίο διατηρώ ένα χαλαρό πάρε-δώσε για κάπου δυο μήνες. Ο τύπος είναι επίσης μονόφθαλμος. Ω ναι. Ο δεύτερος μονόφθαλμος που εμφανίζεται στη ζωή μου χωρίς κανέναν άλλον άνθρωπο ενδιάμεσα (έστω κουτσό, να ανακηρυχτώ τουλάχιστον Άγιος Παντελεήμονας επισήμως). Μονόφθαλμος Νούμερο 2 με φτύνει, οπότε όλοι ξέρουμε πόσο καλά μπήκε η χρονιά.

Εκτός από μένα, που δεν ξέρω την τύφλα μου.

 

Ανήμερα Πρωτοχρονιάς 2004, λέμε να βγούμε να ξορκίσουμε το κακό. El Pecado, στου Ψυρρή. Εγώ, ενώ χορεύω και πίνω ανέμελα, με την άκρη του ματιού μου βλέπω κύριο στη γωνία που με κοιτάει. Αν πρόσεξες, δεν λέω “αγόρι” αλλά “κύριο”. Κύριος φαίνεται κάπως μεγάλος (αυτή τη στιγμή είμαι δύο χρόνια μεγαλύτερη από ό,τι ήταν αυτός τότε, πράγμα τραγικό), δεν πρόκειται να τον πρόσεχα ποτέ αν δεν με κοίταζε. Είναι απ’ αυτούς που δεν βλέπω καν, χάνονται στο φόντο και γίνονται ένα με το ντεκόρ του μαγαζιού. Συγκεκριμένα, τους αποκαλώ:

Κατηγορία – Ταπετσαρία

 

Κύριος συνεχίζει να με κοιτά έντονα, λέω στην Αδερφή: “Αδερφή, με κοιτάζει ο Θείος”. Αδερφή χαμογελάει αινιγματικά. Λίγο αργότερα, τη σκουντάω: “Αδερφή, μου πιάνει και το χέρι ο Θείος”. Αδερφή δεν δείχνει να έχει αντίρρηση. Απευθύνομαι σ’ εκείνη διότι πολλές φορές στη ζωή μου, ενώ έχω πιει και φιλιέμαι στη μέση του μαγαζιού με κάποιον χαριτωμένο άγνωστο σαν να μην υπάρχει αύριο, Αδερφή με τραβάει μακριά με όλη της τη δύναμη (μάταια). Θείος σε τρελά κέφια, μιλάει και γνωρίζει όλη την παρέα, κερνάει σαμπάνιες παντού, στο τέλος με πιάνει κι απ’ τη μέση. Εγώ (ημιπανικοβλημένη): “Αδερφή, ο Θείος με πιάνει κι απ’ τη μέση!!!” Κι όμως, Αδερφή εγκρίνει.

Ακόμα της το κρατάω.

 

Ήταν ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Μια ανταλλαγή τηλεφώνων, μερικά ραντεβού, 50 κόκκινα τριαντάφυλλα στα γενέθλιά μου (5 Φεβρουαρίου), ένα τριήμερο στη Ρώμη την καθαρή Δευτέρα και δεκάδες βραδιές στο El Pecado μετά, αποφασίζεται να συζήσω με Θείο. Στους 8 μήνες. Οι λόγοι για τους οποίους δέχτηκα (με κάποιους δισταγμούς) να συζήσουμε τόσο νωρίς, ήταν οι εξής: 1) Έμενα στο σπίτι των Γονιών στον Παράδεισο Αμαρουσίου κι έμενε στο σπίτι της μαμάς του στον Πειραιά (ήταν χωρισμένος και βρισκόταν στην ενδιάμεση φάση πριν ξαναβρεί σπίτι), και τέλειωνε δουλειά μετά τις 11 το βράδυ τις καθημερινές, οπότε ή δεν βρισκόμασταν ποτέ ή δεν κοιμόμασταν ποτέ, το οποίο ήταν λίγο πρόβλημα. 2) Οι Γονείς μου, όλη μου τη ζωή που ζούσα μαζί τους, με ξυπνούσαν νωρίς το ΣΚ, ειδικά το Σάββατο το πρωί για να βοηθήσω στις δουλειές.

Για να το αποφύγω αυτό, είμαι διατεθειμένη να συζήσω και με μεταλλαγμένα Ζόμπι.

 

Η σχέση μας διήρκεσε συνολικά 3 χρόνια, τα 2 εκ των οποίων στο ωραιότατο σπίτι μας στο Θησείο. Πριν παρέλθει το διάστημα αυτό, το ψευδώνυμο “Θείος” άξια μεταλλάσσεται σε “Άχρηστος Παλιοκαργιόλης”. Το χαριτωμένο αυτό υποκοριστικό οφείλεται σε πολλούς και διάφορους λόγους,. Το πιο σημαντικό ήταν το σεξ. Το πολύ κακό σεξ. Που δεν επιδέχεται βελτίωσης, λόγω άρνησης του ενδιαφερόμενου -κι όχι λόγω του ότι ζητάω κάτι πολύπλοκο, μιλάμε για πολύ βασικά πράγματα, μην τρομάζεις και νομίζεις ότι μετακόμισα μαζί του στο Θησείο κι έφτιαξα ένα δωμάτιο-μπουντρούμι με μαστίγια, ανδρικές ζώνες αγνότητας, μπίλιες, τάπες, ντίλντο κ.λπ., καμία σχέση. Απλά πράγματα:

Αυτό είναι μουνί.

 

Και, μην ξεχνάς, τον Άχρηστο Παλιοκαργιόλη δεν τον γνώρισα όταν ήταν 20 χρονών, ήταν μιας κάποιας ηλικίας και, υποτίθεται, μιας κάποιας εμπειρίας. Είπαμε, υπήρξε και παντρεμένος. Δεν επιτρέπεται να μην ξέρεις πού παν τα τέσσερα (και πώς παν στα τέσσερα). Πολύ σύντομα, το κακό σεξ έγινε απλά ανύπαρκτο σεξ. Πώς λέμε «καμία επαφή»; Αυτό. Το κυριολεκτικό.

Το άλλο σημαντικό ήταν ότι μου είπε σημαντικά ψέματα. Μην πάει το μυαλό σου σε δικές μου σκηνές ζηλοτυπίας (όπως θα ήταν λογικό κι αναμενόμενο με το ανύπαρκτο σεξ). Αλλά, αν υποψιαζόμουν ότι ήταν άπιστος και ξενοπηδάει, τουλάχιστον θα μπορούσα να το ερμηνεύσω. Όχι όμως, φίλε μου. Τα ψέματα ήταν για άλλα άσχετα πράγματα, όπως για τη δουλειά του. Τέλος, ακόμα μου χρωστάει λεφτά. Τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει πριν μερικά χρόνια, κλαιγόταν ότι δεν έχει ούτε να φάει κι ότι τον κυνηγάνε να τον βάλουν φυλακή. Κάτι μήνες μετά, ξαναπαντρεύτηκε και εθεάθη με Άουντι ΤΤ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τον λέω Άχρηστο Παλιοκαργιόλη.

Αν έρθει να μου ζητήσει τα ρέστα, θα του πω να με πληρώσει και μετά.

 

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...

Αυτή η παραλία είναι κόλλημα

02 Monday Jul 2012

Posted by Irini in Προ-Ιστορία

≈ 4 Comments

Tags

Geek, ρόμπα, Αύγουστος, Βατερά, Καλοκαίρι, Τον Πούλο, sex

Όπως έχω ξαναπεί, παραθερίζω στη Μυτιλήνη, συγκεκριμένα, στην παραλία των Βατερών. Εκεί, λοιπόν, το καλοκαίρι του 2003, μεταξύ ακρογιαλιάς και ξαπλώστρας, με πιάνει μια μελαγχολία. Αν θυμάσαι, εγώ είμαι με Geek Αγόρι. Έχω σχέση. Αλλά τα Βατερά ΔΕΝ βοηθάνε. Βλέπεις, όταν βρίσκεσαι στα Βατερά, βλέπεις τα πράγματα με άλλη οπτική. (Ενίοτε διπλά, αλλά δεν μιλάω γι’ αυτό, και νηφάλιος να είσαι, βλέπεις το σύμπαν με άλλο μάτι).

Ίσως φταίει το νερό.

 

Ήλιος, θάλασσα, παραλία, μπιτς μπαρ, χαρά της ζωής κι εγώ δεν ξέρω πού είμαι και τι κάνω. (Συναισθηματικά). Μεγάλο το δίλημμα. Δεν αντέχω. Βασανίζομαι. Όταν δεν μιλάμε στο τηλέφωνο με Geek Αγόρι, μου ‘ρχονται μηνύματα: «Πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί τώρα». «Δεν αντέχω μέχρι να τελειώσουν οι μέρες». «Θέλω να σε δω και να σε σφίξω στην αγκαλιά μου». Και άλλα τέτοια. Ξεφυσάω. Είμαι στη μαύρη απελπισία. Περνάω σαράντα κύματα μέχρι να πάρω την απόφαση αλλά την παίρνω. Με το που θα γυρίσω, τέλος. Είναι ακόμα η εποχή (δηλαδή πριν πατήσω τα 30) που δεν έχω τη δυνατότητα να σκέφτομαι πάνω από ένα αγόρι τη φορά, οπότε πρέπει να τελειώσει η ρομαντικο-συναισθηματική αποκλειστικότητα προς τον έναν, ώστε να αρχίσει προς κάποιον άλλον. Πλέον, μπορώ να κερδίσω χρυσό μετάλλιο στο μούλτι-τάσκινγκ.

Και ο μόνος λόγος που δεν λέω «μούλτι-φάκινγκ» είναι γιατί ακούγεται σαν παρτούζα.

 

Αφού όμως έχω ξεμπερδέψει με τους προσωπικούς μου ηθικούς περιορισμούς, στο ραντάρ μου εμφανίζεται ο 18-19χρονος(?) χαριτωμένος Οικογενειακός Φίλος που είχα αναφέρει τις προάλλες. Τελευταία φορά τον θυμάμαι σαν τρομερά ενοχλητικό μυξιάρικο που έσκουζε χωρίς προφανή λόγο, αλλά μάλλον έχει αλλάξει από τότε. Δεν έχω ιδέα πού διάολο ήταν τα ενδιάμεσα χρόνια και ποσώς με ενδιαφέρει. Αυτό το καλοκαίρι, βάζει μουσική στο μπαρ, χορεύει όλη μέρα με το μαγιό, χαμογελάει με νόημα και φλερτάρει όλο το Σύμπαν και γενικά αποτελεί αυτό το ευχάριστο θέαμα που απλά αφήνεις το μάτι σου να ξεκουράζεται πάνω του. Η προσοχή μου συγκεντρώνεται πάνω του και, μια και δεν έχω αναπτύξει την ικανότητα διάσπασης της προσοχής, δεν κοιτάζω ούτε ενδιαφέρομαι για οτιδήποτε άλλο έχει να προσφέρει η παραλία/ η βραδιά/ η ζωή. Απλά περνάω την ώρα μου δημιουργικά ξεροσταλιάζοντας από μακριά, ενώ εκείνος φλερτάρει ανέμελα και ασχολείται με πολλές-πολλές άλλες γκόμενες.

Αυτός, το μούλτι-φάκινγκ παίζει να το είχε τελειοποιήσει από νωρίς.

 

Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, κυκλοφορώ με Φυσική Ξανθιά Φίλη (ΦΞΦ) και Φίλο-Γείτονα Από Πάντα ο οποίος έχει τζιπ και μας πάει δεξιά-αριστερά, σε διάφορες τελειωμένες βραδιές σε εξίσου (αν όχι περισσότερο) τελειωμένο after μαγαζί με πολλούς φαντάρους (In the Music). Άπειροι φαντάροι. Εγώ όμως εκείιιιιι. Δεν πα να χορεύουν καν-καν μπροστά μου οι δόκιμοι μόνο με τα πηλίκια στα επίμαχα σημεία; Εγώ έχω μάτια μόνο για Οικογενειακό Φίλο. Πάει και τέλειωσε. 14 Αυγούστου λοιπόν, αργά πλέον (πιθανώς έχει ξημερώσει έξω αλλά το μαγαζί δεν έχει παράθυρα μην και αναθαρρήσουμε, μαύρη είν’ η νύχτα μες στο μπαρ, μαύρη και στην ψυχή μου), εγώ έχω κάτσει πάνω σ’ ένα σκαμνί και πίνω το ουίσκι μου αργά και βασανιστικά.

Ατενίζω απέναντι Αυτόν (τον Οικογενειακό Φίλο) που μάλλον -το παλιόπαιδο- την έχει πατήσει με μία, και τώρα έχει μάτια μόνο γι’ αυτήν, την έχει απόψε σε κλειστή άμυνα, της χορεύει, της κάνει κόλπα, μόνο τούμπες δεν κάνει, αυτή αντιστέκεται, αυτός επιμένει, εγώ αναστενάζω. Όχι τίποτα, αλλά επειδή υποψιάζομαι ότι τη θέλει πραγματικά και δεν την έχει, νιώθω κι άσχημα και λυπάμαι και γι’ Αυτόν. Μιλάμε για *τέτοια* κατάντια. Εμείς, κύριε, όταν θέλουμε κάποιον τον θέλουμε αλτρουιστικά. Είμαστε υπεράνω. Αν μας θέλει αυτός που θέλουμε, έχει καλώς. Αλλιώς, θα τον χάσουμε με το τούτο μας καθαρό. (Μην σκεφτείς αηδίες, εδώ μιλάμε για ήθος και αξιοπρέπεια και το «τούτο» αναφέρεται στο κούτελο).

Εν τω μεταξύ, όσο εγώ κάνω το ναυάγιο πάνω στο σκαμπό, η Φυσική Ξανθιά Φίλη μιλά με Πανάθλιο Ντόπιο Τύπο -δεν είμαι διόλου ρατσίστρια αλλά ο συνδυασμός: λαδωμένο μαλλί χαίτη/ λευκό φανελάκι Μινέρβα/ στενό ξεβαμμένο τζιν/ χρυσή αλυσίδα στο λαιμό/ τουλάχιστον ένα αγνοούμενο δόντι/ καφέ σαγιοναροπέδιλο του παππού/ αδυναμία κατανόησης χρησιμότητας αποσμητικού… ε, δεν είναι και ιδανικός. Ακόμα κι αν είναι ο τελευταίος άντρας στον πλανήτη, πιστεύω πως θα καταφέρω να αντισταθώ. Θα κάθομαι και θα βλέπω την Αγία Τριάδα Transporter-Wolverine-Twilight (διευκρίνιση: για το Jacob) ξανά και ξανά, και θα τρώω σοκολάτες. Θα πεθάνω ευτυχισμένη. Πανάθλιος Ντόπιος Τύπος ζητάει απ’ το μπάρμαν να βάλει σφηνάκια για να κεράσει Φυσική Ξανθιά Φίλη (που ήδη έχει πιει πολύ). Ο μπάρμαν βάζει 5 σφηνάκια. Πανάθλιος Ντόπιος Τύπος της λέει να πιει και τα 5. “Όλα για σένα κούκλα μου!”

Τουλάχιστον, Πανάθλιος Ντόπιος Τύπος έχει συναίσθηση.

 

Αυτά είναι λοιπόν τα δεδομένα της βραδιάς. Κι απέναντί μου, ο Άλλος (Οικογενειακός Φίλος) αγκαλιάζει την Άλλη, χαριεντίζονται και χασκογελάνε. Σιγοπίνω και σιγοβρίζω. Κάπου εκεί, στο διπλανό σκαμνί, έχει έρθει να κάτσει Φίλος-Γείτονας Από Πάντα, ο οποίος κάτι μου λέει. Έχει αυτό το μονότονο τόνο που δείχνει ότι δεν μιλάει για κάτι ουσιαστικό/ επείγον, οπότε δίνω πολύ περιορισμένη σημασία, συνεχίζω να παρακολουθώ απέναντι τις εξελίξεις. Κάτι πιάνω “…μου αρέσεις από πάντα…” Δίνω περισσότερη σημασία. “…Ειρήνη, για μένα πάντα ήσουν…” Θεέ μου, τι λέει; Λέω: “Τι λες;” Τα ξαναλέει. Ω Θεέ μου. Τι να πεις τώρα; Εγώ σκέφτομαι ότι όσο πιο “δεν έγινε και τίποτα” το κάνω να φανεί, τόσο καλύτερα, αφού δεν δύναμαι να ανταποδώσω. Τυχαίνει να είναι κάπως φίλος με Οικογενειακό Φίλο οπότε, με πολύ φυσικό τόνο, τύπου “έτσι είναι η καργιόλα η ζωή”, του λέω “μπράβο βρε, ωραία τα κάναμε, κι εγώ θέλω Αυτόν κι αυτός θέλει Αυτήν κι όλοι περνάμε τέλεια, άντε, να φεύγουμε σιγά-σιγά, πριν πιει η ΦΞΦ και τα 5 σφηνάκια…”

Νόμιζα ότι θα τη γλίτωνα τόσο φτηνά.

 

Πάντως, όντως φεύγουμε. Έξω τελείως μέρα, άνθρωποι πάνε στα χωράφια με δισάκι στον ώμο. Πάμε πρώτα τη ΦΞΦ -επειδή έχει πιει- παρόλο που, σαν κατεύθυνση, εγώ είμαι πρώτη. Μετά πάμε κι εμένα. Εκείνη τη χρονιά, μένουμε οικογενειακώς σχεδόν παραλιακά. Η θάλασσα, νωρίς το πρωί, λάδι. Εγώ κατεβαίνω απ’ το τζιπ, τα πόδια μου με πεθαίνουν απ’ το τακούνι όλο το βράδυ, ένα ράκος ψυχολογικά, (ένα ράκος και εμφανισιακά, μάλλον), ατενίζω το πέλαγος και με πιάνει το σύνδρομο “ο γέρος και η θάλασσα”, λέω να κατέβω λίγο να χώσω δαχτυλάκια στην άμμο να κοιτάζω το απέραντο γαλάζιο, να καθαρίσει το μυαλό μου. Πάω. Όντως, ηρεμία, γαλήνη, ειδυλλιακή στιγμή.

Κρατάει για κάνα δίλεπτο.

 

Χτυπάει το κινητό μου. Όχι, δεν είναι Geek Αγόρι. Είναι Φίλος-Γείτονας Από Πάντα. Λέει ότι πρέπει να μιλήσουμε, θέλει να μου ζητήσει συγγνώμη, κι άλλα ακατανόητα. Τον διαβεβαιώνω ότι δεν έγινε κάτι, δεν έχει κανένα λόγο να απολογηθεί για τίποτα, να πάει να κοιμηθεί. Επιμένει. Επιμένω κι εγώ. Ρωτάει πού είμαι. Διστάζω ελαφρώς, γιατί κανονικά έπρεπε να είμαι σπίτι. Μετά λέει “σε βλέπω”. Πτι γαμώτι. Τζιπ πλησιάζει. Οι στιγμές γαλήνης και ηρεμίας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Μα, δεν μπορώ να κλάψω τη μοίρα μου που Εκείνος δεν με θέλει, ανενόχλητη πια; Έλεος! Φίλος-Γείτονας Από Πάντα λέει ν’ ανέβω στο τζιπ, θέλει να μου μιλήσει. Εγώ: “Βρε, πήγαινε να κοιμηθείς” Αυτός: “Έλα, μόνο για δέκα λεπτά, θα πάμε μέχρι πέρα, θα στα πω και θα γυρίσουμε”. (Παρένθεση α’: το μέρος που παραθερίζουμε, είναι μια παραλία10 χιλιόμετρα, μια μεγάλη ευθεία. Παρένθεση β’: ξέρω Φίλο-Γείτονα Από Πάντα, από πάντα. Επίσης, άμα θέλω τον δέρνω. Χωρίς να σπάσω καν νύχι. Κλείνει η παρένθεση.) Λέω “άντε, έρχομαι”. Ανεβαίνω στο τζιπ. Και πάμε.

Στο δρόμο, μου λέει κάτι πράγματα που δυστυχώς δεν θυμάμαι, πιθανότατα ασυναρτησίες, πλέον έχουμε περάσει τον πολιτισμό, ωραία θέα αλλά είμαστε μακριά, έχουμε φτάσει “Κομμένο Ράχτο” (μακριά, πίστεψέ με) και δεν ξέρω πώς ο μονόλογος -γιατί δεν πρόκειται για συζήτηση αλλά για μονόλογο- έχει πάει στο «θα περάσεις καλά μαζί μου, όπου αναφέρει και πιο συγκεκριμένα πράγματα με τεχνικές και λεπτομέρειες που δεν θέλω ΚΑΘΟΛΟΥ να ακούσω (πιθανώς από κανέναν, πόσο μάλλον απ’ αυτόν). Λέω “Σταμάτα να λες αηδίες, δεν παίζει, και θέλω να γυρίσουμε πίσω”. Εκεί, πάλι λέει συγγνώμη, λέω “ΟΚ, απλά γύρισέ με σπίτι”. Και τότε, κάνει μια απότομη μανούβρα και κατεβάζει το τζιπ στην άμμο…

Ποιος. Είδε. Τη. Μέδουσα. Και. Δεν. Την. Φοβήθηκε. Ουρλιάζω: “ΠΑΣ ΚΑΛΑ; ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; ΑΝΕΒΑ ΕΠΑΝΩ ΤΩΡΑ!!!” Εκείνος κάτι κάνει με τις ταχύτητες, κάτι λέει, δεν ακούω. Εγώ: “ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ; ΠΗΓΑΙΝΕ ΜΕ ΣΠΙΤΙ ΤΩΡΑ!!!” Εκείνος, ψιθυριστά, ψελλίζει: “Κόλλησε.” Εγώ: “ΤΙ;” Εκείνος: “Κόλλησε.” Εγώ: “ΤΙ;” Εκείνος: “ΤΟ ΤΖΙΠ ΚΟΛΛΗΣΕ!” Εγώ: “ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ!”

Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει η αξέχαστη εμπειρία του «είμαι στη μέση του Πουθενά 15 Αυγούστου με ντάλα ήλιο και βραδινή ξεφτισμένη εμφάνιση – κόσμος περνά για να πάει στην εκκλησία από το διπλανό χωριό (το οποίο χωριό το λένε Βούρκο) – δεν περπατιέται μέχρι το σπίτι – Θεέ μου μην με δουν με το τζιπ στην άμμο και τον ακατανόμαστο πρώην Φίλο-Γείτονα Από Πάντα – σε ποιον να το πεις να σε μαζέψει και να το πιστέψει! Δεν μπορώ να πιστέψω πώς μου συνέβη εμένα αυτό. Δεν μπορώ να πιστέψω πώς Ακατανόμαστος Πρώην Φίλος-Γείτονας από Πάντα έκανε να συμβεί το πρώτο (το ότι μου την έπεσε) και άφησε να συμβεί το δεύτερο (το ότι κολλήσαμε στην άμμο).

Τζιπ για τζιπ!

 

Ακατανόμαστος προτείνει να γυρίσουμε με τα πόδια. Πλην του ότι απλά δεν παίζει πρακτικά (μην πω για το τακούνι, ούτε καν ξυπόλυτη), ας πω μόνο ότι όταν θα φτάσουμε πια μεσημέρι στον πολιτισμό, θα κυκλοφορούν έξω για μπάνιο όλοι οι γνωστοί-άγνωστοι (στην κυριολεξία, τα Βατερά είναι από τα μέρη που σε ξέρουν όλοι και έχεις κάποια συγγένεια με τους μισούς, ενώ εσύ δεν ξέρεις ούτε το ένα δέκατο) και φυσικά θα μας δουν και θα ευχαριστούν την Παναγία για την τύχη να είναι μάρτυρες σε τέτοιο γεγονός που θα είναι πηγή κουτσομπολιού για την επόμενη δεκαετία. (Τότε, σχετικά με τώρα, με ένοιαζαν κάτι τέτοια). Λέω λοιπόν: “Πάρε το φίλο σου τον Οικογενειακό Φίλο, να έρθει να μας πάρει”. Για αδιευκρίνιστους λόγους, Ακατανόμαστος πρώην Φίλος-Γείτονας Από Πάντα, συμφωνεί.

Εν τω μεταξύ, πολλά αυτοκίνητα σταματάνε, και έρχονται να μας μιλήσουν διάφοροι περίεργοι κάτοικοι Βούρκου, ντυμένοι με τα καλά τους, στο δρόμο για την εκκλησία. Όχι ότι μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει: Εγώ άυπνη με δολοφονικό ύφος, βραδινό κοντό φόρεμα, τακούνι και μουντζουρωμένο μακιγιάζ στην άδεια απεραντοσύνη του δρόμου παρέα με αγκαθωτούς θάμνους (Αμερικάνικο road-movie), ένας ταλαίπωρος άυπνος που δεν τολμά να με πλησιάσει, κι ένα τζιπ κολλημένο στην άμμο.

Η κοίμηση της Θεοτόκου μάλλον δεν παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον.

 

Σταματάνε λοιπόν και ρωτούν τον Ακατανόμαστο τι έγινε και αν όλα είναι καλά. Προφανώς, το δικό μου δολοφονικό ύφος απευθύνεται στο σύμπαν γενικά και είναι τόσο αποτελεσματικό που όλοι κρατούν κάποια απόσταση, εμένα δεν μου μιλά κανείς. Ακατανόμαστος διαβεβαιώνει τους πάντες ότι όλα είναι υπό έλεγχο, τα φαινόμενα απατούν. Επιτέλους, φτάνει Οικογενειακός Φίλος. Το σκασμένο, είναι σκασμένο στα γέλια πριν καν φρενάρει. Φοράει τα ίδια με πριν. Το πουκάμισο ανοιγμένο, μαλλιά ανακατωμένα, πολύ χαρούμενος, πολύ χαμογελαστός, κάτι μου λέει ότι δεν του διακόψαμε τον ύπνο. Σιχτιρίζω από μέσα μου. Επιθεωρεί το θέαμα που παρουσιάζουμε. Δεν πιστεύει ότι δεν έγινε τίποτα. Θέλω να κλάψω και να ουρλιάξω.

Μέσα στο αυτοκίνητο, σχεδόν έχω πιάσει σε κεφαλοκλείδωμα (όχι το διαχυτικό, το δολοφονικό) τον Ακατανόμαστο για να διαβεβαιώσει τον Οικογενειακό Φίλο ότι δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας. Ακατανόμαστος είναι περίλυπος. Μετά τις τάσεις πνιξίματος, με πιάνει η γνωστή πονοψυχιά. Το ότι σύντομα θα μάθουν όλοι την ιστορία -θα πρέπει να βγάλουν και το τζιπ απ’ την άμμο- και ξέρω ότι εμένα θα πιστέψουν, άρα Ακατανόμαστος θα φανεί αξιολύπητος, μου φαίνεται κρίμα. (Παρόλο που συνεχίζω να θέλω να τον πνίξω). Καταστρώνω σχέδιο διάσωσης της αξιοπρέπειάς του. Λέω: “Άκου. Θα πεις ότι στο Τελειωμένο Μαγαζί (In the Music) γνώρισες (απελπισμένη) κορασίδα από το Διπλανό Χωριό (Το χωριό που επελέχθη λέγεται Βασιλικά, απ’ την άλλη πλευρά των συνόρων, όχι απ’ την πλευρά του Βούρκου, όπου μας είδαν). Θα πεις ότι γύρισες πρώτα εμάς σπίτι (εμένα και ΦΞΦ) και μετά έφερες Απελπισμένη Κορασίδα στην παραλία. Έγινε ό,τι έγινε, και μετά κόλλησε το τζιπ. Απελπισμένη Κορασίδα τη μάζεψε αδερφός/ξάδερφός της, εσένα σε μάζεψε ο Οικογενειακός Φίλος. Εντάξει;” Ακατανόμαστος αρχίζει να χαμογελά, πολύ του αρέσει αυτή η εκδοχή, διότι βέβαια τον βγάζει λάδι παρά τη λαδιά.

Το αποκορύφωμα είναι ότι υπόσχομαι (και την υπόσχεση την κρατάω), να μην αφήσω την αλήθεια να μαθευτεί για έναν ολόκληρο χρόνο. Φτάνουμε σπίτι. Ξανακάνουμε πρόβες σ’ αυτά που έχει να πει ο Ακατανόμαστος πρώην Φίλος-Γείτονας Από Πάντα. Τα έχει μάθει. Επιτέλους, πάω για ύπνο ήρεμη. Δυο ώρες μετά, με ξυπνά η Αδερφή ενθουσιασμένη: “Καλά, δεν θα το πιστέψεις! Τώρα μου ήρθε μήνυμα από Άλλη Φίλη, Φίλος-Γείτονας Από Πάντα -λέει- κόλλησε στην παραλία ξημερώματα με το τζιπ ενώ ήταν με μία απ’ το Διπλανό Χωριό! Τώρα κατάφεραν να βγάλουν το τζιπ! Καλά, πόσο απελπισμένη ήταν αυτή; …Και γνωρίστηκαν λέει στο In the Music -ωχ! εσύ πρέπει να την είδες…” Εγώ (νυσταγμένα): “Έλα ρε, τι λες! Καλά, άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα και μου τα λες μετά, γιατί τώρα δεν θα θυμάμαι τίποτα… Κι έλεγε χτες ότι γούσταρε μία, κι εγώ του ‘λεγα:

 “Ξεκόλλα!”

 

 

Σημείωση: Από όσα σχέδια έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου, το συγκεκριμένο πρέπει να είναι το μόνο που πέτυχε…

 

Share this:

  • Twitter
  • Facebook
  • Print
  • Email

Like this:

Like Loading...
← Older posts

Η ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

Η παραμυθένια φωτογραφία με τη Scarlett Johansson στο ρόλο της Σταχτοπούτας ανήκει σε σειρά αντίστοιχων φωτογραφήσεων με celebrities, από τη μαγευτική ματιά της Annie Leibovitz, για λογαριασμό της Disney και την προώθηση των θεματικών πάρκων Disney. Συγκεκριμένα, η «Σταχτοπούτα» έχει τον τίτλο: “Where every Cinderella story comes true”.

RSS το λενε RSS και δεν ξερω τι κανει αλλα πατα το

  • Φίλος απ’ το παράλληλο σύμπαν – Τέλος
  • Όταν το παράλληλο σύμπαν συνωμοτεί για να σε γαμήσει…*
  • 11η Σεπτεμβρίου: Επιστροφή στο παρελθόν
  • Το “Σ’ αγαπώ”

ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΗ

Αυτές είναι οι ιστορίες μου, βγαλμένες κατευθείαν απ' τη ζωή. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα, είναι πέρα για πέρα αληθινή.

ΜΗΝ ΣΕ ΜΠΕΡΔΕΥΟΥΝ ΟΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ!

Το My Happy Ending ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2011 αλλά ανέβασα πολλές ιστορίες από το παρελθόν (βλέπε Κατηγορίες ανά έτος), οπότε οι ημερομηνίες δεν συμβαδίζουν. Αν θες να βρεις άκρη, πιάσε την Προϊστορία από την αρχή και προχώρα προς τα εμπρός.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ:

  • 167,110 Κι ούτε ένα σοκολατάκι!

ΚΑΝΕ Like ΣΤΟ Facebook

ΚΑΝΕ Like ΣΤΟ Facebook

TOP POSTS

  • Ζήτα μου ό,τι θες
  • Foundation Finder: Επειδή δεν είναι όλα ρόδινα...
  • Διάλειμμα Νο 4 για Αγόρι Που Δεν Θα ‘Πρεπε
  • Είσαι θερμή ή ψυχρή γυναίκα; Κάνε τώρα το Τεστ – Σοκ!
  • Αθηνοθεραπεία
  • Κακοήθειες: Τοξότης* με Καρκίνο
  • Christmas Beauty: Κάλαντα & Καλλυντικά
  • Περί ηθών και άλλων δαιμονίων
  • Κέντησες, μωρό μου!
  • Ζημιά

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

  • 2013
  • 2012
  • 2011
  • 2010
  • 2009
  • Προ-Ιστορία
  • Beauty: tips, tricks & truths

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ

Apsendi Beauty Big Apple Blind Date Boutique Cancer Christmas Dating dekko Dome Πολιτεία eleven bar restaurant England facebook FAIL Fogg's Frangelico friend zone Geek Guzel Hello Kitty Love make up New Year's Resolutions PairiDaeza relationship sex Suite tips True Love UK why sleep? Άχρηστος Αγάπη Αγόρι Που Δεν Θα 'Πρεπε Ανεργία Απολυμένη Αύγουστος Βατερά Γκάζι Γκαζάκι Δίδυμος Καλοκαίρι Καρκίνος Καρύτση Κουτάβι Ομορφιά Πάσχα Παρτούζα ΤΕΦΑΑ Τον Πούλο Χριστούγεννα έρωτας ανάρρωση βυζί γεροντοκόρικη ζωή γυμναστήριο γυναίκες εγχείριση επέμβαση εργένης ζάχαρη καρναβάλι κοντοί κώλος μακιγιάζ πίπες ραντεβού ροζ ρόμπα σκωληκοειδίτιδα σχέση τηλέφωνο χαριτωμένο χειρουργείο ψηλοί

Follow me on Twitter!

  • Μέσα στο μετρό, όλοι όρθιοι και κολλητά, δίπλα μου εικοσάχρονο ζευγαράκι που κρατιέται σφιχτά. Εκείνη τον φτάνει στ… twitter.com/i/web/status/1… 54 minutes ago
Follow @irinigeorgi
Advertisements

Copyright © 2013 Irini Georgi

All Rights Reserved. Unauthorized use and/or duplication of this material without express and written permission is strictly prohibited. Excerpts and links may be used, provided that full and clear credit is given to Irini Georgi and My Happy Ending, with appropriate and specific direction to the original content.

Blog at WordPress.com.

Cancel
loading Cancel
Post was not sent - check your email addresses!
Email check failed, please try again
Sorry, your blog cannot share posts by email.
Privacy & Cookies: This site uses cookies. By continuing to use this website, you agree to their use.
To find out more, including how to control cookies, see here: Cookie Policy
%d bloggers like this: