Tags

, , , , , , ,

Όπως έλεγα πριν το (μεγάλο) διάλειμμα, ο Σεπτέμβρης 2012 μπαίνει γλυκά. Είναι από τις λίγες φορές τα τελευταία 36 χρόνια (άντε, ας πω 6), που στον ορίζοντα υπάρχουν από καλές έως εξαιρετικές –γκομενικές πάντα- εναλλακτικές. Η χρονιά έχει ξεκινήσει καλά. (Εννοείται ότι για μένα η κάθε χρονιά είναι πάντα στο μυαλό μου ως σχολική, δηλαδή ξεκινά το Σεπτέμβρη και τελειώνει Καλοκαίρι). Οπότε, με τέτοιες επιλογές, ο χειμώνας διαφαίνεται λαμπρός. Όχι το γνωστό δημοφιλές «κρύο, καιρός για τρίο» (δεν το έχω δοκιμάσει για να σου πω σίγουρα, πάντως το ρητό το γνωρίζω καλά). Όχι. Αυτό που εννοώ είναι ότι αφού το φθινόπωρο ξεκινάει με τέτοιες αισιόδοξες προοπτικές, δεν μπορεί, κάτι απ’ όλα αυτά τα φερέλπιδα σχέδια, πού θα πάει, θα ευοδώσει μες στο χειμώνα. Βρέξει χιονίσει.

Και τα πράγματα είναι ακόμα πιο ωραία γιατί έχω και το Φίλο από το παράλληλο σύμπαν που μου κάνει διαδικτυακή παρέα κάθε βράδυ. Εκείνες τις ώρες που όλοι οι νορμάλ άνθρωποι κοιμούνται κι εγώ κάθομαι και χαζολογάω στα ίντερνετς και περιμένω να ξημερώσει για να πέσω για ύπνο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα έτσι ήμουν, νυχτερινός τύπος. Από παιδί. Όχι μόνο στο έξω -δεν ξενυχτάω μόνο όταν βγαίνω- αλλά και στο μέσα. Μ’ αρέσει η ησυχία της νύχτας, μ’ αρέσει να βλέπω να χαράζει, να αρχίζουν να ξυπνούν οι άλλοι κι εγώ τότε να είμαι έτοιμη να αλλάξω βάρδια και να πέσω ασφαλής για ύπνο. Λέω «ασφαλής» γιατί ένας λόγος είναι το ότι φοβάμαι να πέφτω για ύπνο στο σκοτάδι ενώ, η νύχτα, μου φαίνεται πολύ φιλική όταν είμαι ξύπνια. Τέλος πάντων, ο Φίλος από το παράλληλο σύμπαν είναι σχεδόν σαν εμένα. (ΟΚ, μάλλον δεν φοβάται το σκοτάδι αλλά κι αυτός δεν είναι πρωινός τύπος). Και, λόγω της κατάστασής του (θυμάσαι; έχει καρκίνο), στη δουλειά του έχει ελαφρυντικά και μπορεί να πηγαίνει αργά. Οπότε, μιλάμε όλη νύχτα.

Το κακό όταν μιλάς με κάποιον όλη νύχτα, για πολλές νύχτες στη σειρά -όπως είχα εξηγήσει και πιο μπροστά και την είχα πατήσει μετά- είναι ότι όταν ρέει η κουβέντα και ο άλλος σε κάνει να γελάς και να μην βαριέσαι και ξαφνικά να αναρωτιέσαι πότε πήγε 5 το πρωί, τότε το σκέφτεσαι πολύ σοβαρά να τον δεις ξανά. Παρόλο που δεν είχε πάει και τόσο καλά την πρώτη φορά. Δεν το ελέγχεις, δεν μπορείς να σε φιμώσεις και να σε μαντρώσεις να μην το δηλώσεις, οπότε δεν έχεις εναλλακτικές. Μόνο που, τώρα, το πράγμα είναι αλλιώς. Ξέρω τι να περιμένω. Εκείνος επίσης ξέρει τι να περιμένει από μένα που ξέρω τι να περιμένω. Και, άσχετα με τους λόγους για τους οποίους με είχε πλησιάσει στην αρχή (τους οποίους δεν μπορώ να ξέρω ούτε επακριβώς ούτε ολοκληρωτικά), τώρα όχι μόνο δεν επιδιώκει τίποτα περεταίρω, αλλά εκείνος παγιώνει περισσότερο από μένα και πιο ενεργά την αντίληψη ότι είμαστε φίλοι. Επαναλαμβάνω: Εκείνος, όχι εγώ.

Παράδειγμα: Μια βραδιά, μου στέλνει sms από κωλάδικo ότι γαμώτι, δεν τον κοιτάζει καμία και τον έχει πιάσει κατάθλιψη γιατί ο φίλος του βρήκε με ποια θα φύγει σε 5 λεπτά, ενώ εκείνος τρώει φτύσιμο από παντού, και θέλει ψυχολογική υποστήριξη. Τον παρηγορώ, λέω ότι «σώπα, σώπα» δεν πειράζει, τον αγαπάω εγώ. Φίλοι.

Είναι αστείο γιατί από εκεί που φοβόμουν ότι μετά την έμμεση ψιλο-απόρριψη που του είχα ρίξει την πρώτη φορά, το πράγμα θα ήταν αμήχανο, έχουμε καταφέρει όχι μόνο να παραμείνουμε αλλά να γίνουμε ακόμα πιο πολύ φίλοι απ’ ό,τι στην αρχή. Μάλιστα, έχουμε φτάσει να είμαστε τόσο άνετα, που εγώ επιμένω να ξαναβρεθούμε και τις μισές φορές τρώω πόρτα. Κι επειδή είναι κάθε άλλο παρά πιεστικός και με κάνει να νιώθω κάθε άλλο παρά κλειστοφοβικά, αρχίζω και αποθρασύνομαι. Τον πιέζω εγώ να βρεθούμε κι όταν μου ρίχνει άκυρο, τον πειράζω ότι με αποφεύγει. Και τότε τον πειράζω παραπάνω ότι με φτύνει. Και τότε μου λέει ΟΚ, θα βρεθούμε αλλά μου το ξεκόβει ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα μεταξύ μας. Και τότε μουλαρώνω.

Και, 11 Σεπτεμβρίου, τον φωνάζω να έρθει σπίτι να παραγγείλουμε απ’ έξω να φάμε. Δεν πέφτει στην παγίδα, ξέρει ότι το σπίτι μου χωράει μεν δύο ανθρώπους αλλά αποκλειστικά για έναν και μόνο σκοπό, οπότε αρνείται να έρθει εκεί και γίνεται άλλος διακανονισμός. Θα τον υποδεχτώ δίπλα, στο σπίτι των γονιών μου, οι οποίοι ακόμα είναι στο χωριό. Θα κάτσουμε στη βεράντα και θα φάμε. Σαν φίλοι. Έτσι και γίνεται. Προηγείται τρελή κι αλλοπαρμένη φασίνα και πλύσιμο βεράντας με το λάστιχο, όπου εγώ το ζώον δεν σκέφτομαι ότι η βεράντα θα πρέπει να προλάβει πρώτα να στεγνώσει, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε τελικά να βγούμε στο μπαλκόνι εκτός κι αν βάλουμε γαλότσες, οπότε μένουμε στο σαλόνι.

Εμείς παρέα με τα σεμεδάκια.

Παραγγέλνουμε σουβλάκια. Παίρνω τηλέφωνο τα Αγγελάκια Χαλανδρίου από το κινητό μου. “Γεια σας, θα ήθελα να κάνω μια παραγγελία”. Κοπέλα Αγγελακίων λέει ότι το νούμερο αυτό δεν είναι καταχωρημένο. Εγώ: “Ωχ, ναι, καθίστε να σας δώσω του σπιτιού στο οποίο θα είμαστε”. Δίνω των γονιών. “Ούτε αυτό είναι καταχωρημένο”. (Καλά, από πού διάολο παίρνουν σουβλάκια οι Γονείς;) “ΟΚ τότε, να σας δώσω του σπιτιού μου”. Λέω την παραγγελία, λέει σε 25 λεπτά θα είναι εκεί, πάω να εξηγήσω ότι θα είμαστε δίπλα, άρα να χτυπήσουν δίπλα, το κλείνει πριν πω τίποτα…

OK, λέω, θα είμαστε μεταξύ των δύο σπιτιών, δεν μπορεί, θα το ακούσουμε το θυροτηλέφωνο. Καθόμαστε στο σπίτι των γονιών. Ανά δύο λεπτά τσεκάρουμε την ώρα για να πεταχτούμε δίπλα να ακούσουμε το θυροτηλέφωνο. Σε λιγότερο από τέταρτο, χτυπάει το κουδούνι (το πάνω, όχι το θυροτηλέφωνο) των γονιών μου. Κοιτάζω απ’ το ματάκι. Χαρωπός κυριούλης-delivery από τα Αγγελάκια.

Δεν είχαν το τηλέφωνο, δεν είχαν το σπίτι, δεν είχαν τρόπο να μπουν στην πολυκατοικία, δεν ήξεραν ποιο ήταν το διαμέρισμα, δεν ήξεραν ποιο ήταν το όνομα… αλλά χτύπησαν το σωστό κουδούνι.

Η βραδιά έχει ήδη κάτι το μοιραίο.

Ο Φίλος από το παράλληλο σύμπαν έχει φέρει μαζί του ένα μπουκάλι ουίσκι (Τζακ Ντάνιελς σπέσιαλ). Εγώ έχω φέρει ένα μπουκάλι κρασί. Καθόμαστε να φάμε στην τραπεζαρία των γονιών, τρώμε, πίνουμε, συζητάμε, πίνουμε. Συζητάμε πολύ. Πίνουμε και πολύ. Υποβόσκει μια αμηχανία. Μπορεί να έχουμε αναπτύξει τρελή άνεση και χαλαρότητα στο διαδικτυακό, αλλά το τετ-α-τετ εδώ και τώρα, είναι αλλιώς. (Τι να κάνουμε, ζούμε παράξενες εποχές). Τελειώνουμε το φαγητό και πάμε προς καθιστικό. Καθόμαστε στον καναπέ. Αυτός με το Τζακ παραμάσχαλα, εγώ με το μπουκάλι μου το κρασί αγκαλιά. Έχω αφήσει και το ποτήρι στο τραπέζι, δεν γαμιέται, πίνω απ’ το μπουκάλι.

Ορέστης Κοντή(ς).

Και καθόμαστε. Και συζητάμε. Και πίνουμε. Και εγώ, σε κάποια φάση –άργησα κιόλας- είμαι στη φάση «έχω πιει». Και αυτή η φάση είναι επικίνδυνη. Τον κοιτάω. «Βρε λες;», μου λέω. «Τι να πω;», μου απαντάω. Κι αυτός συνεχίζει ανέμελα να μου μιλάει για κάτι που ακούγεται πολύ πολύπλοκο και τεχνικό και που λόγω κρασιού μάλλον κάπου έχω χάσει τον ειρμό και ούτως ή άλλως είχε αρχίσει να γίνεται βαρετό. Κάπου μέσα σε όλο αυτό, του έχω ήδη πιάσει το χέρι και μάλλον το χαϊδεύω κάπως αλλά δεν είμαι σίγουρη αν αυτό είναι νορμάλ για φιλικό καθότι δεν έχω και πολύ μεγάλη εμπειρία από τα φιλικά, και με τους φίλους μου όταν πίνουμε στα Βατερά, στη μέση της βραδιάς πιανόμαστε τόσο όλοι μαζί που πλέον έχω χάσει το κριτήριό μου και δεν έχω ιδέα τι θεωρείται κανονικό και επιτρεπτό (για το υπόλοιπο σύμπαν). Το χέρι πάντως δεν το έχει τραβήξει. Αναρωτιέμαι αν το έχει προσέξει ότι το κρατάω και προσπαθώ να τον κοιτάξω έντονα για να καταλάβω, αλλά η δυνατότητα επικέντρωσης του βλέμματός μου (=φόκους) είναι κομματάκι περιορισμένη.

Πιθανότατα έχω αλληθωρίσει.

Αυτός συνεχίζει να μιλάει με ένα μονότονο ύφος, δεν ξέρω για τι πράγμα, μπορεί πλέον να μου εξηγεί εξισώσεις β’ βαθμού με παραγώγους και ολοκληρώματα, νόμους ημιτόνων και συνημιτόνων ή πώς συναρμολογούμε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα βήμα-βήμα απ’ την αρχή. Σοβαρά δεν έχω *ιδέα* τι ΔΙΑΟΛΟ λέει, αλλά είναι αδύνατον να παρακολουθήσω και αν δεν είχα το χέρι του να χαϊδεύω, σίγουρα θα είχα αποκοιμηθεί γλυκά. Το κρατάω (το χέρι) σαν την πόρτα-σχεδία που είχε γραπώσει ο Λεονάρντο στον Τιτανικό μέχρι ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή. Κουνήσου λίγο μωρή Κέιτ να σωθούμε κι οι δυο!

Αλλά όοοχι, αυτή εκείιι!

Όμως ο Λεονάρντο ήταν καλύτερος άνθρωπος από μένα. Γιατί, σε κάποια φάση, εγώ αποφασίζω ότι δεν πάει άλλο. Πρέπει να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Και, μια και η σκέψη μου είναι αρκετά ομιχλώδης απ’ το κρασί (και δεν το πολύ-σκέφτομαι και πολύ, αυτή είναι η μεγάλη ευλογία του αλκοόλ), αυτό που μου έρχεται να κάνω είναι το εξής: (Προειδοποιώ ότι δεν προτείνω να το δοκιμάσει κανείς, κι αν το δοκιμάσεις και δεν πετύχει, εγώ δεν φέρω καμία ευθύνη. -Do not try this at home). Ενώ καθόμαστε λοιπόν φρόνιμα ο ένας δίπλα στον άλλον στον καναπέ, αυτός στη μέση κι εγώ στην άκρη, ξαφνικά, με μια ήρεμη κι αποφασιστική κίνηση, εγώ σηκώνομαι και κάθομαι στα πόδια του. Ω ναι. Κι όχι στα πόδια του κοιτάζοντας μπροστά, όπως κάνουμε όταν είμαστε 16, φιλικά. Όχι φίλε μου. Δεν αφήνω κανένα περιθώριο παρεξήγησης και παρανόησης με φιλικό παλιμπαιδισμό. Δεν είναι ώρα για τέτοια. Σηκώνομαι και κάθομαι στην αγκαλιά του, κοιτάζοντας αυτόν. Ο οποίος με κοιτάζει μάλλον με ελαφρό σοκ. Νομίζω ότι η φράση με τα συνημίτονα έμεινε στη μέση. (Αυτό είναι νίκη). Ξεροκαταπίνει. (Έχει πιει και ¾ φιάλης Τζακ). Αλλά στο επόμενο δευτερόλεπτο συνέρχεται και με φιλάει. Λίγο μετά, λέω:

Ωραία, τώρα μπορούμε επιτέλους να πάμε σπίτι μου.

now we can have the sex