Tags

, , , , ,

Λίγο μετά τα τραγικά συμβάντα, γνωρίζω ωραιότατο ημι-Ιταλό που είναι φίλος φίλων και κάπως ημι-ξέμπαρκος -πράγμα προφανές, αλλιώς θα τον είχαμε προσέξει κι από άλλη χρονιά. Ημι-Ιταλός με προσεγγίζει μέρα μεσημέρι, ενώ λιάζομαι πάνω στην ξαπλώστρα ημι-κοιμώμενη. (Όχι ότι δεν τον έχω δει, μπορεί να είμαι κουφή -διαγνωσμένα- αλλά το μάτι μου παίζει. Κι όχι επειδή κάποιος με σκέφτεται. Παίζει, εντοπίζει, εστιάζει, παρακολουθεί και μετά τον σκέφτομαι εγώ). Ενώ εγώ είμαι λοιπόν χυμένη πάνω στην ξαπλώστρα, Ημι-Ιταλός πλησιάζει, στο δρόμο από παραλία προς θάλασσα (έχουμε και φαρδιά αμμουδιά, όχι μαλακίες)… και μου λέει:

Έλα για μια βουτιά.

Ιδιοφυές. Ανοίγω το ένα μάτι. Τον κοιτάζω. Διαμαρτύρομαι ελαφρώς αλλά, επειδή έχω δει γενικά τι παίζει στο νησί και έχω αποκαρδιωθεί, δεν διαμαρτύρομαι για πολύ. Σηκώνομαι και, τσούκου-τσούκου, τον ακολουθώ στο νερό. Ώρα ήταν, ούτως ή άλλως, είχα ψηθεί (και καλά). Απ’ την άλλη, δεν έχω ιδέα αν θα αντιμετώπιζα το ιδιοφυές πέσιμο αν Ημι-Ιταλός δεν ήταν τόσο ιταλόφερτα ευχάριστος στο μάτι. Ίσως να ‘χα πει; “πήγαινε βούτα κι έρχομαι” ή “πήγαινε βούτα να δεις αν έρχομαι” (ισοδύναμο με το “αει πνίξου”). Πάντως, Ημι-Ιταλός το λέει χαλαρά και με αυτοπεποίθηση, σημάδι ότι η ατάκα πιάνει. Τώρα, τι απ’ όλα πιάνει, α) η ατάκα ή β) το ιταλόφερτο ευχάριστο στο μάτι, δεν είμαι σίγουρη, αλλά κάτι πιάνει τέλος πάντων. Μες στο νερό. Η γνωριμία μας γίνεται στο πλατσουριστό.

Μαθαίνω ότι φεύγει το Δεκαπενταύγουστο (πράγμα που τον βάζει αυτόματα στην πρώτη φουρνιά του οργανογράμματος), όμως Ημι-Ιταλός δηλώνει πως αυτή τη στιγμή “είναι” με κοπέλα που γνώρισε εδώ πριν δυο μέρες. Εκεί στύβω μαλλί και λέω “άντε γεια”. Μου λέει ότι χωρίζει. Δεν καταλαβαίνω τίποτα, πώς “τα φτιάχνει” και “χωρίζει” πλέον ο κόσμος, δεν είναι και δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα είναι (και φαίνεται και μεγαλύτερος), τι να πω… αλλά μου έχουν τάξει σύκα στο μπαρ (!), και δεν κάθομαι να το πολύ-αναλύσω. Λέω αγέρωχα: “Καλά, όταν χωρίσεις, ψάξε με”. Και φεύγω. (Αμέσως μετά έρχεται και μου τρώει το μισό σύκο, πράγμα που μου χαλάει το εφέ και επίσης με χαλάει για το λόγο του «άσε κάτω το σύκο, ρε!» αλλά το θέμα είναι ότι εγώ σηκώθηκα κι έφυγα –α, όλα κι όλα).

Και φτάνουμε 14 Αυγούστου. Ημι-Ιταλός έχει χωρίσει πριν δυο μέρες, έχουμε ήδη γνωριστεί καλύτερα αλλά όχι και τόοοσο καλά (ιφ γιου νόου γουάτ Αϊ μιν -πράγμα που θα έπρεπε, πλέον). Ο βασικός λόγος που η γνωριμία μας δεν τσουλα-ει, είναι ότι δεν επικοινωνούμε πλήρως και συνέχεια εκνευρίζουμε ο ένας τον άλλον, συνήθως πάνω στο πρώτο δεκάλεπτο συζήτησης. Αλλά είναι 14 Αυγούστου (η γνωστή καρμική ημερομηνία) και, επίσης, Φεύγει Αύριο. Αν το “14 Αυγούστου” είναι το Νούμερο 1 στη λίστα των πραγμάτων που θεωρώ καρμικά, το “Φεύγει Αύριο” είναι το αμέσως μετά. Διότι: α) Σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι, οπότε, όπως λέει και το άσμα: “απόψε φίλα με, να με χορτάσεις, αύριο φεύγω και θα με χάσεις” και β) δεν μου κάνει καρδιά να αφήσω τον άνθρωπο να φύγει έτσι από τα Βατερά. Έχω αναλάβει ένα ρόλο, μια ευθύνη, ένα καθήκον: να μας ξανάρθει. Πώς είναι η «επιτροπή καλωσορίσματος»; Εγώ ανήκω στην άλλη:

Επιτροπή Καμ Αγκαίν.

Οπότε, παρόλο που έχουμε “τσακωθεί” για άλλη μια φορά, πολύ αργά το βράδυ (δηλαδή μετά τις 5 το πρωί) στο κλαμπ -δηλαδή στο μπιτς μπαρ που το βράδυ το λέω κλαμπ- όταν τον βλέπω και κατεβαίνει στις ξαπλώστρες, του στέλνω ένα τελευταίο μήνυμα. Το στερνό sms. Και ναι, δείχνει πως πέφτω χαμηλά αλλά βασικά δεν περιμένω ότι κατεβαίνει μόνος του στις ξαπλώστρες, οπότε το μήνυμα είναι κάτι σαν αποχαιρετιστήριο. Κι όμως, φίλε μου! Απαντάει προσκαλώντας με. Εδώ, πρέπει να προσθέσω ότι και ΠΑΛΙ η απάντησή του είναι εκνευριστική αλλά το αντιπαρέρχομαι μια και α) εκπλήσσομαι που όντως κατεβαίνει μόνος στις ξαπλώστρες και β) χαίρομαι που δεν με βρίσκει φρικαλέα, πράγμα που πλέον αμφισβητούσα. Οπότε, λέω στην Αδερφή ότι πάω κι εγώ κάτω στις ξαπλώστρες -να μην με ψάχνει- και, πάλι, τσούκου τσούκου, αυτή τη φορά φορώντας λευκό φόρεμα με ιριδίζουσες πούλιες τύπου γοργονέ…

…κατεβαίνω κι εγώ ένα-ένα τα σκαλάκια της αξιοπρέπειας.

Σημειωτέον ότι το “κατεβαίνω ξαπλώστρες”, τη νύχτα αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ό,τι την ημέρα. Είναι απ’ αυτά που διηγούνται το επόμενο μεσημέρι στους φίλους τους τα αγοράκια όταν είναι 16-17 και οι φίλοι αντιδρούν με ενθουσιασμό: “Έλα ρε μαλάκα! Κατεβήκατε ξαπλώστρες;” και τους χτυπάνε την παλάμη ως ένδειξη επιδοκιμασίας (Χάι Φάιβ). Τώρα, βέβαια, όταν έχεις πατήσει –δηλαδή ποδοπατήσει και εξοντώσει- τα 30, δεν έχει ακριβώς το ίδιο εφέ. Ναι μεν η ξαπλώστρα αποτελεί σαφή βελτίωση κι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση μετά την επιλογή «άμμος*», αλλά, σαν άνθρωποι θέλουμε ένα πιο άνετο κατάλυμα, να έχουμε κάπου να πλύνουμε τα χέρια μας (αυτό δεν ξέρω, ίσως είναι μόνο δικό μου άγχος), ένα κρεβατάκι να γείρουμε (μετά από μια ηλικία, έχουμε και τη μέση μας), ένα σεντονάκι να σκεπαστούμε (κρυώνουμε και πιο εύκολα), μια σκεπή πάνω απ’ το κεφάλι μας (να μην ντρέπεται κι η μανούλα μας)… Καταλαβαίνεις.

*Να γιατί λέμε “όχι” στην άμμο

*Ξανά γιατί “όχι”, πιο συγκεκριμένα

Το θέμα είναι ότι εγώ ΔΕΝ καταλαβαίνω. (Όχι για την άμμο, για τα υπόλοιπα). Αφού περνάμε κάποια ώρα με Ημι-Ιταλό κατά την οποία μισιόμαστε στο μουγγό, κάπως -που δεν ξέρω πώς- αρχίζουμε και φιλιόμαστε. Αυτό είναι πρόβλημα. Ημι-Ιταλός δεν το ξέρει ακόμα. Μου λέει “γιατί δεν πάμε σπίτι σου;” Πολύ λογική ερώτηση. Ίσως ήταν το πιο λογικό πράγμα που είπε όλο το καλοκαίρι. Εγώ: “Μα θα χάσω το καλύτερο, οι φίλοι μου θα κάτσουν ακόμα πολύ”. Όχι λογική απάντηση. Μάλλον, τελείως παράλογη απάντηση, για τις 6 το πρωί. Είναι λοιπόν πρόβλημα, γιατί ο συνδυασμός: 14 Αυγούστου + Ουίσκι + Αγόρι που μου αρέσει και με φιλάει + Ουίσκι + Φεύγει Αύριο + Ουίσκι = Δεν Είμαι Υπεύθυνη Των Πράξεών Μου. Παύω να έχω συναίσθηση. Δηλώνω αθώα λόγω ανικανότητας. Απ’ την άλλη, Ημι-Ιταλός δεν δείχνει να έχει *κανένα* πρόβλημα ανικανότητας. Και, μετά από λίγο, ψελλίζει κάτι παρακαλεστικό. Εγώ, μια και όπως είπα δεν είμαι για πολλά-πολλά πάνω στην ξαπλώστρα, ελαχιστοποιώ τις διαδικασίες με τον απλό τρόπο που όμως συνήθως γίνεται αποδεκτός με ενθουσιασμό:

Λόλα, να ένα γλειφιτζούρι!

[Μεσολαβεί διαδικασία 45 δευτερολέπτων] …Κι ενώ το γλειφιτζούρι μου τελειώνει, ακούω την Αδερφή που, ουρλιάζοντας, βρίζοντας και τρέχοντας, κατεβαίνει κι εκείνη στην άμμο. Μετά από άλλα δύο δευτερόλεπτα, σηκώνομαι κι εγώ και πάω κοντά της. Έχει ξημερώσει. Πλήρως. Αδερφή είναι εκτός εαυτού. Να σημειώσω εδώ ότι για δυο μέρες μόνο, παραμονή και ανήμερα δεκαπενταύγουστου, στο κλαμπ έχουν κατασκευάσει έξτρα μπαρ σε εξώστη που βλέπει πανοραμικά κάτω την παραλία. Και τις ξαπλώστρες. Και έχει ξημερώσει. Και το κλαμπ έχει ακόμα κόσμο. Που είχε την τύχη να πιει το ποτό του βλέποντας και παράσταση. Στην οποία πρωταγωνιστούσα εγώ. Αλκοόλ και θέαμα. Αδερφή με βρίζει ασταμάτητα κι έχει απόλυτο δίκιο. Σοβαρά όμως. Τι ντροπή. Την ακούω με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν λέω κουβέντα, απλά τ’ ακούω. Κάποια στιγμή τελειώνει. Επιτέλους. Δεν ήθελα να τη διακόψω. Κοιτάζω να βεβαιωθώ ότι τελείωσε. Σκύβω το βλέμμα. Φτύνω. Σηκώνω βλέμμα. Ένα σου λέω:

Οραματίσου φάτσα Αδερφής…

Μια συνηθισμένη μέρα στα Βατερά…