Tags

, , , , , ,

Αυτό το ποστ είναι συνέχεια από το προηγούμενο 

Ο σοφός λαός μας έχει πει «μην αναβάλλεις διά την αύριο αυτό που μπορεί να κάνεις σήμερα». Επίσης, έχει πει «το γοργόν και χάριν έχει». Απ’ την άλλη, έχει πει και «όποιος βιάζεται σκοντάφτει», πράγμα που δείχνει ότι αυτή τη χώρα έχει μακρά ιστορία μαλακίας, όπου ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του χωρίς φόβο και πάθος, που εξηγεί και το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. [Παρόλο που αυτή η ιστορία γράφτηκε το Νοέμβριο, τώρα που την ανεβάζω την αυγή της επόμενης μέρας που η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή, αυτή η φράση αποκτά μια νέα, τρομακτική χροιά]. Αυτό που έλεγα, πάντως, είναι ότι η αυτή η τρομερή οικειότητα που έχουμε με τη μαλακία ως έθνος, μας δίνει και τη μοναδική δυνατότητα να κάνουμε ό,τι διάολο μας καπνίσει και μετά να πούμε «μα το λέει και η παροιμία».

Εγώ, που γενικά είμαι τραγικά αναβλητικός τύπος –όταν μου κλέψαν την ταυτότητα έκανα 5 χρόνια να πάω να βγάλω καινούρια- αν το ζήτημα τυχαίνει να αφορά άμεσα κι έναν άλλον χριστιανό, με πιάνει το φιλότιμο. Έτσι λοιπόν και με τον Εργένη. Καταλαβαίνεις. Γιατί, ποιο το νόημα άλλωστε; Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό που ταλαιπωρείς τον άλλον τον ταλαίπωρο που απλά θέλει να πηδήξει, υποχρεώνοντάς τον να βγείτε έξω ξανά και ξανά χωρίς λόγο και αιτία. Να κάθεσαι να πίνεις καφέδες και ποτά μ’ έναν άγνωστο, να μην περνάει η ώρα με τίποτα και να λες «αυτάαααα». Είναι από ανώφελο έως επίπονο έως και βασανιστικό. Αν είχαμε περάσει φανταστικά στον πρώτο καφέ-ποτό και γελάγαμε και διασκεδάζαμε και γιούχου τι γαμάτα που περνάμε, πόσα κοινά έχουμε, έχουμε τόσα πολλά να πούμε, τότε θα ήταν αλλιώς τα πράγματα (και θα κάναμε και τρελά γλέντια). Όταν όμως δεν δείχνει ότι θα πετάξεις και τη σκούφια σου αλλά κάποια στιγμή θα μπορούσες να πετάξεις το βρακί σου, τότε «μια ψυχή που ‘ναι να βγει, ας βγει».

Γιατί να του βγάζεις πρώτα την ψυχή;

Και συναντιόμαστε επί τούτου. Το θέμα είναι ότι εγώ έχω να παραστώ σε τέτοιου είδους συνεύρεση πολλά συναπτά έτη. Κι όταν λέω «τέτοιου είδους συνεύρεση», δεν εννοώ αυτό που σου’ ρθε στο μυαλό αλλά αμέσως είπες «μα δεν μπορεί…» -γιατί όντως δεν μπορεί. Εννοώ ότι έχω άπειρο καιρό να «μοιραστώ ιδιωτικές στιγμές» με έναν νορμάλ άνθρωπο, νορμάλ ηλικίας, όχι βλαμμένο, που είναι απολύτως συγκροτημένος και νηφάλιος και άμα θέλει καταλαβαίνει τι λέω, χωρίς όμως καμία συμπάθεια και οικειότητα, έτσι στο ξεκάρφωτο. Ίσως ακούγεται κουλό. Αλλά έχω εξηγήσει ότι α) αυτοί δεν με πλησιάζουν και β) κι εγώ τους ψιλο-αποφεύγω. Αλλά είπαμε, ας πάει στο καλό. Αυτό που κάνει τα πράγματα απείρως χειρότερα είναι ότι 1) δεν είναι 5 το πρωί 2) δεν έχω χορέψει 3) δεν έχω πιει τρία ουίσκια και 4) δεν βρίσκομαι στην ευφορική χαχανιστική κατάσταση όπου όλοι και όλα φαίνονται πιο χαρούμενα και χαριτωμένα. Και, ξαφνικά, έχω έναν ξένο άνθρωπο πλήρους μεγέθους και ανάπτυξης (για ηλικία μιλάω, σκάσε) μέσα στο σπίτι μου. Που είναι σοβαρός και δεν γελάει κιόλας. Από μέσα μου, θέλω να φωνάξω: «Μιάαααου!» (αυτό δεν σημαίνει χαρά αλλά είναι σπαρακτικό επιφώνημα φόβου και απελπισίας μικρού γατιού που κλαίει. Είναι αντίστοιχο του «θέλω τη Μαμά μου»). Έχω απόλυτη επίγνωση ότι αυτός δεν είναι ο απόλυτα νορμάλ τρόπος αντιμετώπισης της παρούσας κατάστασης αλλά τι να κάνουμε, αυτός μου βρίσκεται. Βάζω κρασί και κατεβάζω το ποτήρι σαν βυσσινάδα.

Άλλη φορά, να μου λείπει το βύσσινο.

Ψάχνω εδώ σε δυο-τρία λεξικά να βρω τη μετάφραση της λέξης “awkward” (προφέρεται «όκγουορντ») για να περιγράψω τη φάση, αλλά δεν μένω απόλυτα ικανοποιημένη. Βρίσκω «αδέξιος». (Μπάι δε γουέη, υπάρχει εκπομπή στο Mtv φέτος που λέγεται Awkward, το ‘χω πει εγώ, οι εκπομπές του Mtv είναι βγαλμένες απ’ τη ζωή). Τέλος πάντων, αν δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει, το αδέξιος» δεν θα σου πει τίποτα. Μιλάμε για καταστάσεις άβολες, όπου κυριαρχεί η αμηχανία, όπου κάποιος ή όλοι οι συμμετέχοντες βρίσκονται σε κάπως δύσκολη θέση και οι άλλοι ή όλοι δεν ξέρουν τι να πουν, όπου εύχεσαι να ήσουν οπουδήποτε αλλού και να ανοίξει η γη να σε καταπιεί ή κοιτάς το πάτωμα και τα παπούτσια σου με αμείωτο ενδιαφέρον. Στη δική μας περίπτωση, εξαιτίας οριζόντιας τοποθέτησης, κοιτάζω το ταβάνι. Ο Εργένης το προσέχει (βέβαια) αλλά το αναφέρει (κιόλας). Ακόμα πιο awkward. Είμαι σχεδόν τόσο άνετα όσο όταν πηγαίνω στο γυναικολόγο για ΠΑΠ.

Δηλαδή ΠΑΠάρια.

Δεν θα πω λεπτομέρειες για την όλη διαδικασία, θα πω μόνο ότι παρόλη την (σχετικά) καλή πρόθεση, το πράμα δεν γίνεται να δουλέψει και πλήρως. (Όχι το δικό του, μιλάω για το ΟΛΟ πράμα). Σε κάποια φάση, κάτι μουρμουρίζει για προφυλακτικά, εννοώντας να πάει στα ρούχα του να φέρει. Με μια άνετη και σίγουρη κίνηση (τη μόνη της βραδιάς), ανοίγω το συρτάρι δίπλα μου και βγάζω ένα πακέτο. Λέει: «ρε δεν ζήταγα και μια μακαρονάδα;» Εγώ: “Χε χε χε” (νευρικά). Κι εκεί που γίνονται κάποιες φιλότιμες προσπάθειες -παρόλο που δείχνει να έχει χάσει τουλάχιστον ένα κρίσιμο επεισόδιο στην καλτ αλλά δυστυχώς υποτιμημένη σειρά «Τι Διάολο Κάνουμε Όταν Τη Ρίξουμε Τελικά Τη Γκόμενα» (παράδειγμα προς αποφυγήν εδώ και παράδειγμα προς μίμηση εδώ), μεταξύ απόγνωσης και «αει και γαμήσου μωρή ξενέρωτη», ο Εργένης τελικά ρωτάει: «πες μου, τι θέλεις;!!!» Εγώ, δειλά-δειλά:

μια μακαρονάδα;

* Ο τίτλος είναι ένα καινούριο μέρος του λόγου που μόλις επινόησα. Πώς υπάρχει αυτό που λέμε “διττό”, που έχει διπλή ερμηνεία και βγάζει νόημα από δύο διαφορετικές πλευρές; Ε, το “Τελειώνοντας με τον Εργένη” από τη μία σημαίνει ότι δεν ξανασυναντηθήκαμε, αλλά από την άλλη σημαίνει το αντίθετο. Αν έχεις καμιά ιδέα πώς να το ονομάσουμε, πες την σε comment.