Tags

, , , , , , , , , , , , ,

Εδώ και καιρό, διαβάζω ίσως το ωραιότερο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ στη ζωή μου. Δεν υπερβάλλω (και δεν έχω ξεφυλλίσει μόνο 2-3 στη ζωή μου, τα βιβλία είναι πολλαπλάσια απ’ τα αγόρια). Είναι από την τριλογία του Patrick Rothfuss, The Kingkiller Chronicle. Το Β’ μέρος, που διαβάζω τώρα, λέγεται The Wise Man’s Fear. (Το Α’, αν θελήσεις να το ψάξεις, The Name of the Wind). Έχω επιδείξει απεριόριστο αυτοέλεγχο, πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση ώστε να καταφέρω να το κάνω να μου κρατήσει γιατί, φυσικά, αν με είχα αφήσει ελεύθερη και επιπόλαια να κάνω αυτό που θέλω, θα είχα κατεβάσει ρολά, τηλέφωνα, υπολογιστές και Παναγίες σε όποιον με ενοχλούσε, και θα είχα μείνει στο κρεβάτι μου για ένα διήμερο-τριήμερο (πόσο θέλουμε για 1000 σελίδες;) μέχρι να γυρίσω και την τελευταία. Και δεν θέλω να μου τελειώσει. Καθόλου, όμως.

Μάλλον είναι σημάδι της (πολύ πεπερασμένης) ηλικίας μου το ότι εκτιμώ αυτό που έχω πριν έρθει το τέλος και το χάσω. Το διαβάζω λίγο-λίγο και μετά με υποχρεώνω να το κλείσω. Είναι το πολύτιμό μου. Το σιγοπίνω γουλιά-γουλιά, σελίδα-σελίδα, σαν μπράντι-βερίκοκο τριπλής απόσταξης, μην μεθύσω. Γιατί, εκτός από εθιστικό, είναι και μεθυστικό. Κάθε σελίδα ένα ποίημα (απ’ αυτά που βγάζουν νόημα), κάθε λέξη λαμπυρίζει σαν πετράδι, σαν στολίδι τοποθετημένο ακριβώς στη σωστή του θέση, ακριβώς εκεί που το χτυπάει το φως και το κάνει να διαθλάται σε ένα εκατομμύριο χρώματα. Διαβάζω δυο-τρεις παραγράφους και έχω ανάγκη να το αφήσω κάτω και να ατενίσω το άπειρο για να το χωνέψω, να γνέψω ότι «αυτό είναι», να κάνω παραλληλισμούς με τη δική μου (δεν λέω «αξιολύπητη» αλλά θα πω «βλαμμένη») ζωή, να σκεφτώ ότι κι εγώ πάντα αυτό πίστευα, να χαμογελάσω. Συχνά οι σκέψεις μου επικεντρώνονται στον κεντρικό ήρωα, συχνά με άπρεπο περιεχόμενο. Είναι η έννοια του Imaginary Boyfriend ή Fictional Boyfriend (=Φανταστικός Φίλος). Δεν είναι ο πρώτος μου. Το μυαλό μου δεν βάζει κώλο μέσα.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι δυο μέρες πριν φτάσω σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βιβλίου (θα σου πω), είχα τον πρώτο μου -και τελευταίο- «καυγά» με το The Artist formerly Known as Koutavi. Δεν ήταν ακριβώς καυγάς, ας πούμε πως ήταν μια ανταλλαγή επιχειρημάτων, και δεν ήταν και τελείως διασκεδαστική. Με λίγα λόγια, παρόλο που εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να είμαι φιλική (Ο,ΤΙ μπορούσα, όμως), μου είπε ότι φαίνομαι πολύ διαφορετική (πιο μαλακισμένη, δηλαδή). Κι όμως, το μόνο που έκανα ήταν να προσπαθήσω να τον οδηγήσω γλυκά και απαλά σ’ έναν άλλο δρόμο σκέψης, που μπορεί και να οδηγήσει πιο κοντά στην Αλήθεια. Την οποία κατέχω; όχι. Αλλά ξέρω ότι δεν θα σταματήσω να την ψάχνω.

Κι όταν μιλάω με κάποιον και έχω λόγους (που θεωρώ βάσιμους) να πιστεύω ότι αυτό που σκέφτομαι εγώ είναι ένα τόσο δα μικρούτσικο βηματάκι πιο κοντά στην Αλήθεια απ’ αυτό που σκέφτεται εκείνος, τότε έχω καθήκον να το πω. Και ναι, συχνά είμαι εκνευριστική και μπιτσάρα την ώρα που κάνω το καθήκον μου, ειδικά αν κάποιος με έχει εκνευρίσει ήδη.

Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Είπαμε, το ζητούμενο είναι η Αλήθεια και το μόνο που θέλω είναι να την αναζητάμε όσο το δυνατόν πιο πολλοί. Βλέπεις, συχνά δεν πολύ-έχω επιλογή, αλλά αν είχα, δεν θα επέλεγα μοναχικά μονοπάτια. (Φοβάμαι και το σκοτάδι). Θα ήμουν ευτυχισμένη αν ήμασταν πολλοί. Το να θέλεις να τη βρεις, είναι το πρώτο βήμα για να την πλησιάσεις. Ήθελα να θέλει και το The Artist formerly Known as Koutavi. (Η εξιδανίκευση είναι το αγαπημένο μου χόμπι). Πάντως, αν δεν πίστευα πως κατά λάθος έχει χαθεί αλλά με λίγη βοήθεια, μπορεί να προσανατολιστεί, μην νομίζεις ότι θα έμπαινα στον κόπο να κάνω μια τέτοια συζήτηση, που εξαρχής ξέρω ότι θα είναι δυσάρεστη.

Εκ πείρας, τέτοιες απόπειρες είναι μάταιες όταν ο άλλος δεν θέλει, οπότε συνήθως το ρίχνω στην πλάκα (ή σε κάτι πιο ενδιαφέρον, ανάλογα με το τι μού είναι ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος) κι αν μου είναι κάτι παραπάνω από το απλό, τότε καλούμαι να αποφασίσω αν μπορώ να τον ξαναδώ. (Τώρα όλα εξηγούνται, το ξέρω). Αυτό που ΔΕΝ ξέρω είναι πόσο πρέπει να πέσω σε ηλικίες για να φτάσω εκεί που οι απόψεις και οι ιδέες δεν είναι αποκρυσταλλωμένες αλλά είναι ακόμα σαν play-doh (τύπος πλαστελίνης), για το οποίο πλέι-ντο κάποτε είχα κάνει και το σλόγκαν: «πλάθω έναν κόσμο μαγικό». Το νόημα παραμένει το εξής:

 Από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις των γνωμών, αναπηδά η αλήθεια. ~Μπαλζάκ.

Φυσικά, ο λόγος δεν γίνεται για διαφωνίες τύπου ποια είναι πιο ωραία, η Αντζελίνα Τζολί ή η Μέγκαν Φοξ (η Μέγκαν Φοξ φυσικά). Όχι, δεν λέω γι’ αυτό. Λέω για πράγματα για τα οποία, αναγκαστικά, ή η μία ή η άλλη άποψη *πρέπει* να είναι πιο κοντά στο αντικειμενικά σωστό. Λέω «πρέπει» γιατί, για μερικά πράγματα, κάτι *πρέπει* να είναι λάθος και κάτι άλλο ΠΡΕΠΕΙ να είναι σωστό.

Όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, αυτό που παραμένει, όσο κι αν είναι απίθανο, *πρέπει* να είναι η Αλήθεια. ~Sir Arthur Conan Doyle.

Η Αλήθεια είναι ο στόχος. Και θέλω να τη βρω. Τώρα, θα μπορούσα να αρχίσω να λέω για το τι είναι λάθος και τι είναι σωστό και πώς μπορούμε να το προσεγγίσουμε, και άρα να μείνω εδώ και να μιλάω για πάντα αλλά δεν είμαι ούτε αρκετά έξυπνη ούτε αρκετά διαβασμένη ούτε αρκετά πεφωτισμένη για να αρχίσω τέτοια κουβέντα. Αλλά αυτό που μπορώ να κάνω είναι να μείνω στη δική μου τη μικρή αλήθεια (είμαι σίγουρη ότι διάβασες «πικρή») και να τη διανθίσω με άλλες μεγαλύτερες αλήθειες για την αλήθεια, που έχουν πει άλλοι. Αλήθεια.

«Η αγάπη της αλήθειας είναι αγάπη του φωτός». ~Βίκτωρ Ουγκώ.

Δυστυχώς, όταν αντιμετωπίζεις με τον τρόπο που περιέγραψα μια συζήτηση που εμπεριέχει διαφωνίες, είναι κομματάκι δύσκολο να παραμένεις τελείως ευχάριστος για το συνομιλητή σου την ώρα εκείνη που τον παίρνεις απ’ το χεράκι να του τη δείξεις. (Την Αλήθεια). Και λέω βέβαια για όταν εσύ ψιλο-έχεις ιδέα προς τα πού πέφτει, κι ο άλλος φαίνεται να έχει τραβήξει προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Το παράλογο και παράδοξο είναι ότι ο περισσότερος κόσμος δεν δείχνει να έχει καμία διάθεση να προσανατολιστεί. Οι χάρτες που συμβουλεύεται είναι μεσαιωνικοί. Δεν πα να χτίστηκαν πόλεις, γέφυρες, δρόμοι, ν’ άλλαξαν σχήμα οι γκρεμοί, πολλοί εμπιστεύονται χάρτες από άλλη εποχή. Και δεν υπάρχει GPS. Αλλά ο μέσος «ταξιδιώτης» ούτε που μπαίνει στον κόπο να ρωτήσει για οδηγίες αν χαθεί. Οι μισές θα είναι λάθος και, τι άλλες μισές, θ’ αρνηθεί να τις ακολουθήσει. Μπροστά σ’ .ένα σταυροδρόμι, μπορεί εσύ να του δείχνεις από τη μια το αδιέξοδο κι απ’ την άλλη στο τέρμα το φως να αχνοφέγγει, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.

Το φως της αληθείας έκανε πολλούς ανθρώπους να κρυφτούν πίσω από τον ίσκιο της». ~Μολιέρος.

Γι’ αυτό, οι πιθανότητες είναι να διαλέξει το πρώτο μονοπάτι. Το αδιέξοδο. Αρκεί να είναι βατό. Αρκεί να είναι γραμμένο στους χάρτες. Αφού το έχουν περπατήσει τόσοι και τόσοι πιο πριν. Κανείς δεν προτιμάει το παρθένο (μονοπάτι). Φαίνεται πιο δύσκολο, ίσως πιο επικίνδυνο, σίγουρα μοναχικό. Η «πεπατημένη» είναι πιο σίγουρη λύση. Αλλιώς, μπορεί να την πατήσεις.

Αλλά ας επιστρέψω. Έλεγα, λοιπόν, ότι ακόμα κι αν κάποιον τον πάρεις απαλά απ’ το χέρι να τον οδηγήσεις προς την Αλήθεια, θα αντισταθεί όσο κι αν του το φέρεις σιγά-σιγά και γλυκά ότι αυτά που σκεφτόταν ως τώρα ήταν μάλλον παπάρια. H Αλήθεια σπάνια είναι ευχάριστη και άρα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Δεν μεγαλώσαμε μαζί της όπως με τα παπάρια που μας έμαθαν οι γονείς μας. Τα παπάρια που τα ξέρουμε από πιτσιρίκια, απ’ το σχολείο. Που μας τα γνώρισαν οι φίλοι μας. Την Αλήθεια κανείς δεν την έκανε παρέα στο σχολείο. Όποιος τύχαινε και την ήξερε, συνήθως το κρατούσε κρυφό. Η Αλήθεια δεν είναι σαν τα παπάρια που ξέρουμε κι αγαπάμε. Που είναι δικοί μας άνθρωποι. (Μάλλον, δικά μας παπάρια). Που τα εμπιστευόμαστε. Που δεν τα αμφισβητούμε. Που αν συναντήσουμε κάποιο λόγο να τα αμφισβητήσουμε, τον παρακάμπτουμε. Αφού, με τα παπάρια μας, είμαστε κολλητάρια. Μέχρι να έρθει κάποια μέρα να μας δείξει κάποιος ότι αυτά τα παπάρια, είναι πούτσες μπλε. Ακόμα και τότε, ακόμα κι αν το δούμε μπροστά μας, μην το ‘χεις σίγουρο πως θα πάψουμε να τα σκεφτόμαστε. Είπαμε, τα ξέρουμε τόσα χρόνια και τα αγαπάμε. Είναι πολύ επίπονο να διαπιστώσεις ότι τα παπάρια σου σε είχαν φλομώσει στις παπαριές. Μπορεί να κάνεις ότι δεν άκουσες τίποτα και να συνεχίσεις να ζεις και να σκέφτεσαι όπως πριν, συνεχίζοντας να αγνοείς την Αλήθεια επιδεικτικά. Μπορεί ακόμα και να αγκαλιάσεις τα παπάρια σου πιο σφιχτά και να κάνεις “λαλαλαλαλα”. Μακάρι να μπορούσαμε έτσι εύκολα να γράψουμε τα παπάρια μας στ’ αρχίδια μας. Αλλά είναι δύσκολο.

Τα παπάρια μάς κρατάν απ’ τα παπάρια.

Για να τα αφήσεις πίσω σου και να ξεκινήσεις το δρόμο για μια αλήθεια, πρέπει να αμφισβητήσεις καθετί που σου έμαθαν οι γονείς σου, καθετί που έμαθες στο σχολείο, καθετί που ακούς καθημερινά, είτε από αγαπημένα πρόσωπα είτε από δημόσια πρόσωπα, καθετί που ακούς από Μέσα κι έξω, να μην αφήνεις τίποτα αφιλτράριστο. Ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσεις ιδέες που δεν βγάζουν πουθενά. Να γκρεμίσεις ένα «κατεστημένο» πεποιθήσεων. Και τότε να ξαναχτίσεις. Με γερά θεμέλια, βασισμένα σε γεγονότα, έρευνες, αποδείξεις, λογική, και το καλό όλων. Χρονοβόρο, κουραστικό, βαρετό και καλό είναι να το ξεκινάς στα 12-13. Αλλά ποτέ δεν είναι μάταιο. Κατά τη λαϊκή σοφία: «Κάλλιο τώρα, παρά ποτέ». (Ναι, την άλλαξα).

Πάντως, στο υπογράφω, όταν ξέρεις από πού προήλθε κι από τι είναι φτιαγμένο κάθε μικρό λιθαράκι στο οικοδόμημα των πιστεύω σου, η χαρά που νιώθεις είναι απερίγραπτη. Σαν να κουβαλούσες ένα τεράστιο βάρος για χρόνια και να μην το κουβαλάς πια. Αγαλλίαση. Ό,τι πιστεύεις είναι πλέον στη δική σου κρίση και κανενός άλλου. Το σύμπαν είναι δική σου επιλογή. Άρχισα λοιπόν να γράφω μιλώντας για ένα βιβλίο. Που λέει μέσα τα πάντα εκτός από παπάρια. Μετά πήγα σ’ εκείνη τη συζήτηση με το The Artist formerly Known as Koutavi και μετά το γάμησα τελείως, και έχεις χάσει την ώρα σου και κάθε χαρούμενη διάθεση που μπορεί να είχες όταν ξεκίνησες να διαβάζεις και διαπίστωσες ότι αντί για ιστορία με μπαρ, αστείες ατάκες, καλαμπούρι και σεξ, σήμερα μιλάω για παπαριές. Σόρι. Υπάρχει και σεξ. Θα φτάσω κι εκεί, ακόμα είμαι στα προκαταρκτικά. Η συζήτηση με το The Artist formerly Known as Koutavi κάπως είχε έρθει στην Ηθική. Κάπως άρχισε να λέει για την πορνεία, δεν θυμάμαι πώς. Είπε, λοιπόν, ότι το να είσαι πόρνη είναι ανήθικο. Κι εκεί, βέβαια, διαφώνησα.

Τι είναι η Ηθική; Είναι –λέει- κανόνες συμπεριφοράς που καθορίζουν το σωστό και το λάθος. Το αν είμαστε καλοί χαρακτήρες και χρήσιμοι στην κοινωνία. Μόνο που οι έννοιες αυτές αλλάζουν από εποχή σε εποχή, από λαό σε λαό κι από θρησκεία σε θρησκεία. (Κι από φιλοσοφικό ρεύμα σε φιλοσοφικό ρεύμα). Οι κανόνες της ηθικής καθορίζονται από τα ήθη και τα έθιμα ενός λαού, άρα είναι κάτι το μεταβλητό, υποκειμενικό και αμφισβητήσιμο. Οπότε, τι; πούτσες μπλε; Πάμε πάλι πίσω στα παπάρια;

Όχι φίλε μου. Όποιος ψάχνει βρίσκει. Κι όποιος ψάχνει την Αλήθεια, τουλάχιστον δεν βρίσκει παπάρια. Αντικειμενική ηθική, υπάρχει.

Η ηθική είναι η επιστήμη της ευτυχίας. ~Βίκτωρ Ουγκώ.

Και δεν είναι όπως το «λεφτά υπάρχουν». Υπάρχει Ηθική που δεν έχει να κάνει με ήθη, έθιμα, συνήθειες άλλες κοινωνικές μεταβλητές. Που δεν έχει να κάνει με τα «πρέπει» της εκάστοτε κοινωνίας. Και έρχεται πακέτο με τον καθένα μας. Κυριολεκτικά: Ενσωματωμένη. Είναι το «δαιμόνιο» του Σωκράτη. Θυμάσαι από την «Απολογία» στη Γ’ Γυμνασίου, που ο Σωκράτης δήλωνε ότι άκουγε φωνές από το «δαιμόνιο» που κατοικούσε μέσα του; Θυμάσαι που ήταν η φωνή της Συνείδησης; Στο βιβλίο που διαβάζω, κάποια στιγμή γνωρίζουμε μια μικρή κοινωνία ανθρώπων που ζουν σχεδόν ανεξάρτητα με τον υπόλοιπο κόσμο, με τελείως δικά τους ήθη κι έθιμα, τους «Άντεμ». Ο κώδικας των Άντεμ, που περιλαμβάνει επιταγές για τα πάντα, από νόμους ως απαντήσεις σε ηθικά διλλήματα, λέγεται Λεθάνι. Οι Άντεμ ζουν με βάση το Λεθάνι και η παιδεία και η εκπαίδευσή τους επικεντρώνεται στο να το κατανοήσουν. Δεν είναι κάτι πρακτικό που πρέπει να μάθουν. Δεν είναι κάτι γραμμένο που πρέπει να αποστηθίσουν. Δεν είναι ένας δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουν. Είναι κάτι που πρέπει να νιώσουν, χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτούν. Το Λεθάνι σου μαθαίνει να βλέπεις ποιος είναι ο σωστός δρόμος. Η έννοια που έχει το Λεθάνι είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που ο Σωκράτης έλεγε «δαιμόνιο» κι εμείς λέμε «συνείδηση».

Η καλώς λειτουργούσα συνείδηση είναι το καλύτερο βιβλίο περί ηθικής ~Πασκάλ.

Η συνείδηση είναι αυτός ο ίδιος ο Θεός παρών εντός του ανθρώπου ~ Βίκτωρ Ουγκώ.

Ο σκοπός της Ζωής δεν είναι να πας με την πλειοψηφία, αλλά να ζεις σύμφωνα με τον νόμο του Θεού που έχεις μέσα σου και ο οποίος λέγεται συνείδηση. ~Μάρκος Αυρήλιος.

Αλλά λέγαμε για την πορνεία. Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθητική. Πράγματι. Το θέμα όμως δεν είναι η λέξη αλλά η ουσία. Είναι όντως η πορνεία μη-ηθική; Δηλαδή, για παράδειγμα, όντας πουτάνα, βλάπτεις ή εξαπατάς κάποιον; κάνεις κακό σε κάποιον άλλον; Ενοχλείς έναν τρίτο; Απλά, έτσι για να μου κάνεις τη χάρη, σκέψου το. Μην σκέφτεσαι τα παρελκόμενα. Σκέψου μόνο τον ορισμό της λέξης. Κάνεις σεξ και πληρώνεσαι. (Ας μην μπούμε σε συζητήσεις του πόσοι άνθρωποι προσφέρουν σεξ για έμμεσες απολαβές, γιατί θα μας πάρει μέχρι αύριο). Ας μείνουμε στο απλό: «Απολαυστικό σεξ, μόνο τόσα Ευρώ! Προλάβετε!». Είναι μια υπηρεσία. Μια υπηρεσία -για την οποία σίγουρα υπάρχει ζήτηση- που προσφέρεται με κάποιο χρηματικό αντίτιμο. Εκατοντάδες επαγγέλματα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Το συγκεκριμένο της πορνείας υπήρχε ανέκαθεν. (Πολύ πριν τους τραπεζίτες, π.χ.)

Σε κάποιες κοινωνίες ήταν σεβαστό. Σε άλλες, απλά χωρίς τίποτα το μεμπτό. Έχω την εντύπωση ότι η δική μας κοινωνία, κάποια στιγμή, αποφάσισε η ίδια ότι το να είσαι πουτάνα είναι ανήθικο και τότε το επάγγελμα εξοστρακίστηκε. Στάλθηκε στο περιθώριο, να κάνει παρέα με τη βία, τη βρωμιά, τον πόνο, το έγκλημα, τα ναρκωτικά. Πράγμα που σε κάνει να αναρωτιέσαι: ποιος είναι πιο ανήθικος; Η πουτάνα ή η κοινωνία;

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, λέω στο The Artist formerly Known as Koutavi: «Αν οι γυναίκες που εξασκούσαν το επάγγελμα ήταν σαν νοσοκόμες σε ιατρείο, με κανονικές ζωές, χαρούμενες, καθαρές και υγιείς και όλα συνέβαιναν σε αποστειρωμένο περιβάλλον, αν τηρούνταν όλοι οι κανόνες υγιεινής, αν τα πάντα γίνονταν με όλες τις προφυλάξεις, αν δεν υπήρχε τίποτα το βίαιο, αποτρόπαιο και παράνομο στην όλη διαδικασία, αν ήταν σαν να πηγαίνεις σε ρεφλεξολόγο, τότε θα σου φαινόταν ανήθικο;» Κάπου εκεί, το The Artist formerly Known as Koutavi, με ρωτά: «Ακόμα κι έτσι, εσύ θα ήθελες η κόρη σου να είναι πουτάνα;» Εκεί απαντώ:

Δεν θα ήθελα η κόρη μου να είναι ούτε διαφημίστρια.

Σοβαρά όμως. Δουλεύεις σε γραφείο; νοικιάζεις το μυαλό σου. Δουλεύεις σε κρεβάτι; Νοικιάζεις το σώμα σου. Δεν ξέρω τι απ’ τα δύο προτιμώ. Μάλλον, ξέρω. Στο βιβλίο μου, όταν πρωτογνωρίζουμε έναν απ’ τους Άντεμ, σε ένα πανδοχείο που τρώνε και πίνουν μπίρες, κάποιος μπρουτάλ τύπος πάει να ξεκινήσει καβγά με τον Άντεμ τυπάκο, οπότε του βρίζει τη μάνα. Μπρουτάλ Τύπος: «Η μάνα σου είναι πόρνη». Άντεμ (προς το φίλο του μη-Άντεμ): «Τι σημαίνει “πόρνη”». Φίλος: «Η γυναίκα που οι άντρες πρέπει να πληρώσουν για να κάνουν σεξ μαζί της». Άντεμ (προς Μπρουτάλ Τύπο): «Α. Ευχαριστώ».

Το The Artist Formerly Known as Koutavi είπε ότι το να είναι κανείς «ανοιχτόμυαλος» δεν είναι κάτι εκ φύσεως θετικό, γιατί συνήθως σημαίνει ότι κάποιος πιστεύει ό,τι μαλακία να ‘ναι, και είναι ένας πολύ βολικός τρόπος να δικαιολογείς τις πράξεις σου, λέγοντας ότι εσύ είσαι «ανοιχτόμυαλος» και κατηγορώντας αυτόν που σε κρίνει, ότι εκείνος δεν είναι. Πολύ ωραία. Κατανοώντας το ότι πολλοί βλέπουν τη λέξη σαν κλισέ και, γνωρίζοντας την ασυδοσία στη χρήση της, μπορεί και να συμφωνήσω. Εν μέρει. Άλλο όμως το κλισέ, κι άλλο η ουσία.

Φαντάσου ότι το μυαλό σου είναι το σπίτι σου. Φαντάσου το όπως το θέλεις εσύ. Σίγουρα δεν είναι στούντιο 30 τετραγωνικών με ένα δωμάτιο και WC. Μάλλον μοιάζει πιο πολύ με μια τεράστια, δαιδαλώδη έπαυλη. Φαντάσου πολύπλοκους διαδρόμους, σκάλες, περάσματα και μυστικά δωμάτια, εσωτερικούς κήπους, αίθουσα χορού, δωμάτια παιχνιδιού, μαρμάρινα μπάνια με συντριβάνια και πολλά-πολλά άλλα. (Δικό μου είναι, ό,τι θέλω βάζω). Φαντάσου κι έναν κομψότατο χώρο υποδοχής. Έστω, έναν προθάλαμο. Το ανοιχτό μυαλό καλωσορίζει ΟΛΕΣ τις ιδέες στον προθάλαμο. Χαιρέτησέ τις μία-μία. Συστήσου. Κέρασέ τις ένα ποτό. Ρώτα και μάθε ποιες είναι και τι κάνουν. Πώς έφτασαν ως εδώ. Από πού κρατάει η σκούφια τους. Αν δεν σου ταιριάζουν, τις στέλνεις να πάνε στο καλό, να συνεχίσουν το δρόμο τους σε άλλο μυαλό. Κοίτα ποιες είναι αρκετά ενδιαφέρουσες ώστε να προχωρήσουν πιο μέσα, στο καθιστικό. Μπορεί να γνωρίσεις κάποια που να είναι έρωτας με την πρώτη σκέψη ή που στην αρχή την αντιπαθήσεις αλλά μετά συνειδητοποιήσεις πως είναι Αυτή και την αγαπήσεις. Μπορεί και να πάρει τη θέση μιας άλλης που ήρθε η ώρα να αντικαταστήσεις. Αυτό είναι το ανοιχτό μυαλό.

Μπορεί να νομίζεις ότι ξέρεις ήδη αρκετά, ότι δεν χρειάζεται να αφιερώνεις χρόνο σε καινούριες ιδέες, κι ότι αυτά που πιστεύεις ήδη, αυτά είναι τα «σωστά». Θα σου εκμυστηρευτώ κάτι. Φοβάμαι πως το «όσο ζω, μαθαίνω», δεν ισχύει. Ισχύει το ανάποδο: «Όσο μαθαίνω, ζω». Αν δεν καλωσορίζεις τις καινούριες ιδέες, ουσιαστικά, έχεις τελειώσει. Αν κάνεις τον πορτιέρη που θα πει: «παιδιά, σόρι, είμαστε πλήρεις, δεν χωράει κανείς άλλος» ή «το μαγαζί είναι πριβέ», τότε κάνεις λάθος. Γιατί το μυαλό ΔΕΝ γεμίζει. Όσο του βάζεις ιδέες, μεγαλώνει. Το ανοιχτό μυαλό έχει την πόρτα του ανοιχτή, απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί. Και προσκαλεί.

Κι εσύ προσκάλεσε και το σεξ. Όχι σαν πράξη (αυτό, φαντάζομαι, το κάνεις ήδη), αλλά σαν ιδέα. Το σεξ είναι ένα πράγμα απλό. Όπως πολλά απ’ τα απλά πράγματα, μπορεί να γίνει και πολύπλοκο αλλά στην ουσία του, είναι απλό. Το ξέρεις ήδη, δεν είναι καινούριο σαν ιδέα αλλά για κάποιο λόγο δεν την καλοδέχεσαι μέσα στο σπίτι σου, μέσα στο μυαλό σου.

Αν δεν είναι πορνεία, αν δεν είναι βιασμός και δεν είναι μαλακία, είναι ένα πάρε-δώσε ευχαρίστησης. Είναι το να γιορτάζεις το σώμα σου και να προσκαλείς κάποιον άλλον να γιορτάσετε μαζί. Δεν ξέρω ποιος, πού, πότε και πώς αποφάσισε ότι το να δίνεις και να παίρνεις ευχαρίστηση είναι κάτι «βρώμικο». Δεν ξέρω ούτε με ποια λογική αποφασίστηκε ο τρόπος που παρουσιάζεται το σεξ στην πορνοβιομηχανία. -Μάλλον ξέρω, το λένε «πατριαρχία». Αυτό το κουλό πράγμα που πάει να σου πει «κάνω κάτι βρώμικο αλλά δεν ντρέπομαι και γουστάρω». Γιατί να ντραπείς; Γιατί να είναι βρώμικο; Δεν ξέρω τι θες εσύ στο κρεβάτι, αλλά για μένα η αμοιβαία ευχαρίστηση δεν έχει τίποτα το «βρώμικο». Γι’ αυτό, αν το βγάλω από τις άθλιες συνθήκες και τα μέρη στα οποία συχνάζει, το να πληρώνεις ή να πληρώνεσαι γι’ αυτό, δεν βλέπω γιατί είναι τραγικό. (Επαναλαμβάνω, σκέτο, χωρίς τα παρελκόμενα). Και σίγουρα δεν βλέπω γιατί είναι ανήθικο.

Το σεξ και το γυμνό ανθρώπινο σώμα για τους Άντεμ είναι κάτι απόλυτα φυσικό. Δεν το φοβούνται, δεν το κρύβουν, δεν το ντρέπονται, δεν το θεωρούν καν σαν κάτι τόσο ιδιωτικό. Κάνουν σεξ όπως τρώνε κι αναπνέουν, με όποιον τους καπνίσει, δεν χρειάζονται δυο και τρία ραντεβού, δεν απαιτούν αποκλειστικότητα από τον παρτενέρ (μιλάω για το απλό, όχι για όταν αγαπούν κάποιον). Σε σχέση με την απλή ικανοποίηση της ανάγκης για σεξ, ένα κοίταγμα στα μάτια ή ένα χαμόγελο είναι πολύ πιο ξεχωριστά. Γι’ αυτούς, η ζεστασιά, ο χαρακτήρας και η ανθρώπινη υπόσταση που προδίδει η φωνή που βγαίνει απ’ το λαιμό, είναι κάτι πολύ προσωπικό. Σε μη-στενό κύκλο, σπάνια κοιτιούνται στα μάτια, σπάνια χαμογελούν, σχεδόν δεν μιλούν, λένε μόνο τα απαραίτητα. Όλα τα συναισθήματα περιγράφονται με κινήσεις των χεριών. Μια κοπέλα Άντεμ που γουστάρει τον κεντρικό ήρωα, τον πάει σ’ ένα λιβάδι με λουλούδια και του λέει ότι κάπου έχει ακούσει ότι οι βάρβαροι (δηλαδή κάτι σαν τον δικό μας πολιτισμό), χρειάζονται να προηγηθεί κάποιου είδους προετοιμασία πριν το σεξ η οποία έχει ακούσει ότι συχνά έχει να κάνει με το να προσφέρουν λουλούδια. Του δείχνει το λιβάδι και λέει: «Είναι αρκετά αυτά ή χρειάζεσαι και κάτι άλλο;»

Ακόμα πιο ιδιαίτερη, οι Άντεμ, θεωρούν τη μουσική. Γιατί τίποτα δεν βγάζει τόσο συναίσθημα όσο αυτή. Σπάνια την απολαμβάνουν και, όταν αυτό συμβαίνει, δεν την μοιράζονται με τον οποιονδήποτε παρά μόνο με την οικογένεια και με πολύ αγαπημένα τους πρόσωπα. Όχι πολλοί μαζί. Αυτό θεωρείται «βρώμικο». Ο κεντρικός ήρωας είναι (και) μουσικός. Στην κοινωνία και στον πολιτισμό των Άντεμ, αυτό είναι αντίστοιχο με πορνεία. Το να είσαι μουσικός, δηλαδή. Το να μοιράζεσαι συναισθήματα με τον οποιονδήποτε άγνωστο και μάλιστα με πολλούς συγχρόνως, είναι σκανδαλιστικό. Νιώθω ότι «σκοτώνω» ένα βιβλίο για το οποίο δεν είμαι άξια να πω ούτε ότι το αγαπώ, γι’ αυτό θα σταματήσω. Δεν προσπαθώ να σου πω ότι αυτό που πιστεύουν οι Άντεμ είναι το «σωστό». (Ούτε ο συγγραφέας θέλει να πει αυτό, κι αυτά που ανέφερα είναι το 0,001% του βιβλίου, πίστεψέ με). Αλλά, κατά ένα μέρος, έτσι το βλέπω κι εγώ. Τι είναι το σώμα μπροστά στο συναίσθημα; Τι προτιμάς να μοιραστείς, το σώμα σου ή το μυαλό; Το να κάνεις σεξ για 5-10 λεπτά δεν έχει απαραίτητα τίποτα το προσωπικό. Μπορεί να τα έχει όλα αλλά μπορεί να μην έχει και τίποτα. Το προσωπικό είναι να μιλάς, να γελάς και να κάθεσαι αγκαλιά όλο το βράδυ. Κι αυτό, δεν θα μπορούσα να το δίνω έτσι εύκολα και σε οποιονδήποτε.

Προς το τέλος, το The Artist formerly Known as Koutavi, είχε εκνευριστεί. Μου φώναξε: «Μα αυτές οι γυναίκες (οι πόρνες) είναι ελευθέρων ηθών!» Εκεί γέλασα. «Ελευθέρων Ηθών». Και μιλούσε σ’ εμένα.

Ήθος ονομάζεται η προσωπική ηθική στάση, o χαρακτήρας και η συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Έχει σχέση με τα ψυχικά χαρίσματά του και την αντίληψή του ως προς τον κόσμο που τον περιβάλλει. Κάθε άνθρωπος βλέπει τον κόσμο με τα “δικά του μάτια”, τον αξιολογεί δηλαδή μ’ ένα δικό του τρόπο, ξεκινώντας από μερικές γενικές κατευθύνσεις και με βάση τις κοινωνικές συμβάσεις.

Ελευθερία είναι η απουσία εξαναγκασμού και καταπίεσης, με κάθε επιμέρους δικαίωμα που αυτή συνεπάγεται

Γνωρίζω μόνο μία ελευθερία, κι αυτή είναι η ελευθερία της σκέψης. ~Αντουάν ντε Σαντ-Εξιπερί.

Όποιος ελέυθερα συλλογάται, συλλογάται καλά. ~Ρήγας Φεραίος.

Θα προτιμήσω να πεθάνω, παρά να ζω χωρίς ελευθερία. ~Σωκράτης.

Είμαι ευγνώμων και περήφανη που είμαι Ελευθέρων Ηθών.